Οι Βόιοι (Boii) ήταν αρχαία κελτική φυλή, η παρουσία της οποίας βεβαιώνεται στη σημερινή Γαλλία, γύρω από τον Σηκουάνα και τον Μάρνη. Αργότερα, γύρω στα 400 π.Χ., μετανάστευσαν μέσω των Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, στις εκβολές του Πάδου. Αποτελούσαν μέρος κελτικής ομάδας φυλών, η οποία περιλάμβανε επίσης τους Λιγγόνες (Lingones) και τους Σήνωνες (Senoni).
Οι Boii (Λατινικός πληθυντικός, ενικός Boius· Αρχαία Ελληνικά: Βόιοι) ήταν γαλατική φυλή της ύστερης Εποχής του Σιδήρου, που υπήρχε κατά καιρούς στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (βόρεια Ιταλία), στην Παννονία (Ουγγαρία), σε μέρη της Βαυαρίας, μέσα και γύρω από τη Βοημία ( από αυτούς πήρε το όνομά της στις περισσότερες γλώσσες η περιοχή που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Τσεχίας), σε τμήματα της Πολωνίας και στη Ναρβωνική Γαλατία.
Επιπλέον τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι τον 2ο αιώνα π.Χ. οι Κέλτες επεκτάθηκαν από τη Βοημία μέσω της Κοιλάδας Kλότζλο της Σιλεσίας, που σήμερα ανήκει στην Πολωνία και την Τσεχία.[1]
Εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία σχετικά με τη Γαλατική εισβολή στη βόρεια Ιταλία το 390 π.Χ., όταν έκαναν την ετρουσκική πόλη Φελσίνα τη νέα τους πρωτεύουσα Μπόνα (Μπολόνια).
Μετά από μια σειρά πολέμων ηττήθηκαν οριστικά από τους Ρωμαίους στη Μάχη της Mουτίνα (193 π.Χ.) και η επικράτειά τους έγινε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, που έγραψε δύο αιώνες μετά τα γεγονότα, αντί να καταστραφεί από τους Ρωμαίους όπως οι Κέλτες γείτονές τους,
Οι Βόιοι απλώς εκδιώχθηκαν από τις περιοχές που κατέλαβαν και, αφού μετανάστευσαν στις περιοχές γύρω από τον Ιστρο, έζησαν με τους Tαυρίσκους και συνέχισαν τον πόλεμο εναντίον των Ακών μέχρι που χάθηκαν, φυλή και όλα - αφήνοντας τη χώρα τους, που ήταν μέρος της Ιλλυρίας, στους γείτονές τους ως βοσκοτόπους για πρόβατα.[2]
Γύρω στο 60 π.Χ. μια ομάδα Bόιων συμμετείχαν στην ανεπιτυχή προσπάθεια των Ελβετίων να κατακτήσουν εδάφη στη δυτική Γαλατία και ηττήθηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα, μαζί με τους συμμάχους τους, στη Μάχη του Μπιμπράκτε.
Ο Καίσαρας εγκατέστησε τα υπολείμματα αυτής της ομάδας στη Γοργκομπίνα, από όπου έστειλαν δύο χιλιάδες σε βοήθεια του Βερκιγγετόριξ στη Μάχη της Αλεσίας έξι χρόνια αργότερα. Οι ανατολικοί Βόιοι στο Δούναβη ενσωματώθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 8 μ.Χ.
Από όλα τα διαφορετικά ονόματα των ίδιων των κελτικών λαών στη λογοτεχνία και τις επιγραφές είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ένα ηπειρωτικό κελτικό συνθετικό boio-.[3]
Υπάρχουν δύο κύριες παραλλαγές αυτού του συνθετικού και οι δύο προϋποθέτουν ότι ανήκει στην οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: από το «αγελάδα» και από το «πολεμιστής». Οι Βόιοι θα ήταν λοιπόν είτε «οι βοσκοί» είτε «οι πολεμιστές».
Η προέλευση της «αγελάδας» εξαρτάται πιο άμεσα από τον παλιό ιρλανδικό νομικό όρο για το «αουτσάιντερ»: ambue, από το πρωτοκελτικό *ambouios (<*an-bouios), «όχι ιδιοκτήτης βοοειδών».[4]
Σε μια αναφορά στους πρώτους γνωστούς στην ιστορία Bόιους ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο πλούτος τους αποτελείτο από βοοειδή και χρυσό, ότι εξαρτιόνταν από τη γεωργία και τον πόλεμο και ότι η θέση ενός άνδρα εξαρτιόταν από τον αριθμό των συνεργατών και των βοηθών που είχε. Οι τελευταίοι ήταν πιθανώς οι *ambouii, σε αντίθεση με τον άνθρωπο με κύρος, που ήταν *bouios, κτηνοτρόφος, και οι *bouii ήταν αρχικά μια τάξη, «οι κτηνοτρόφοι».
Η προέλευση από το «πολεμιστής» υιοθετήθηκε από το γλωσσολόγο Γιούλιους Πόκορνυ, που την παρουσίασε ως από το ινδοευρωπαϊκό *bhei(ə)-, *bhī-, «χτύπημα»· Ωστόσο, μη βρίσκοντας κανένα κέλτικο όνομα κοντινό σε αυτό (εκτός από το Βόιοι), παραθέτει παραδείγματα κάπως ευρύτερα από πρωτότυπα πιο πίσω στο χρόνο: phohiio-s-, ένα βενετικό προσωπικό όνομα, Boίοι, μια ιλλυρική φυλή, Βοιωτοί, όνομα ελληνικής φυλής και μερικά άλλα.[5]
Το Βόιοι θα μπορούσε να προέρχεται από τη μετάπτωση του *bhei-, που είναι *bhoi-. Μια τέτοια σύνδεση είναι δυνατή αν η αρχική μορφή των Βοίων ανήκε σε μια φυλή ομιλούντων την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή πολύ πριν από την εποχή των ιστορικών Βοίων. Αν ισχύει αυτό τότε η κελτική φυλή της κεντρικής Ευρώπης πρέπει να ήταν ο τελευταίος θυγατρικός πληθυσμός μιας γλωσσικά διαφοροποιημένης προγονικής φυλής.
Οι ίδιες ευρύτερες συνδέσεις μπορούν να υποτεθούν και για την προέλευση της «αγελάδας»: οι Βοιωτοί ήταν γνωστοί εδώ και πάνω από έναν αιώνα ως λαός ευγενής, κάτι που θα μπορούσε να ήταν παράλληλο με την έννοια της Ιταλίας ως «γης των μοσχαριών». Οι ινδοευρωπαϊκές ανακατασκευές μπορούν να γίνουν χρησιμοποιώντας το *gʷou- «αγελάδα» ως βάση, όπως το *gʷowjeh³s·[6] η ίδια η ρίζα μπορεί να είναι μια μίμηση του ήχου που κάνει η αγελάδα.[7]
Παράγωγες λέξεις της εποχής περιλαμβάνουν το Boiorix («βασιλιάς των Βοίων», ένας από τους αρχηγούς των Κίμβρων) και το Boiodurum («πύλη/φρούριο των Βοίων», σημερινό Πάσσαου) στη Γερμανία. Η μνήμη τους επιβιώνει επίσης στα σύγχρονα τοπωνύμια της Βοημίας (Boiohaemum), μια μικτή γλωσσική μορφή από το boio- και πρωτο-γερμανικό *haimaz, «σπίτι»: «σπίτι των Βοίων» και Bayern, Βαυαρία, που προέρχεται από τη γερμανική φυλή Baiovarii (γερμανικά *baja-warjaz: το πρώτο συστατικό εξηγείται πιο εύλογα ως μια γερμανική εκδοχή του Βόιοι και το δεύτερο είναι ένα κοινό μορφότυπο των γερμανικών ονομάτων φυλών, που σημαίνει «κάτοικοι», όπως στα Παλιά Αγγλικά -ware).[note 1] Αυτός ο συνδυασμός «Βοϊοκάτοικοι» μπορεί να σήμαινε «αυτοί που κατοικούν εκεί που κατοικούσαν παλαιότερα οι Βόιοι».
Σύμφωνα με τους κλασικούς συγγραφείς, κέλτικες φυλές πέρασαν από τις Άλπεις στη σημερινή Ιταλία. Μία από αυτές, οι Βόιοι, εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα του Πάδου, αφού υπέταξαν πρώτα τους Ετρούσκους[8]. Άλλες κέλτικες φυλές εγκαταστάθηκαν στην βόρεια Ιταλία. Οι Βόιοι κατέλαβαν την ετρουσκική πόλη Φελσίνα, αλλάζοντας το όνομα της σε Bononia (η σημερινή Μπολόνια). Αρχαιολογικά υπολείμματα του πολιτισμού τους έχουν βρεθεί σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ άλλων στην Φελσίνα, αλλά και στο Monte Bibele. Οι έρευνες δείχνουν ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των Κελτών και των ετρουσκικών πληθυσμών[9].
Στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., οι Βόιοι συμμάχησαν με τους Ετρούσκους εναντίον της Ρώμης. Επίσης πολέμησαν στο πλευρό του Αννίβα, σκοτώνοντας τον Ρωμαίο στρατηγό L. Postumius Albinus, του οποίου το κρανίο στη συνέχεια το μετέτρεψαν σε δοχείο. Στην συνέχεια ηττήθηκαν το 224 π.χ. στον Τελαμώνα και το 193 π.χ. στη Μουτίνα. Μετά από αυτές τις ήττες μεγάλο μέρος των Κελτών εγκατέλειψε την Ιταλία. Οι ταφές των Βόιων στην Ιταλία παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με αυτές που έχουν βρεθεί στη σύγχρονη Βοημία[10]. Θεωρείται πιθανότερο οι Βόιοι να ήρθαν στην Ιταλία από την Βοημία και όχι το αντίστροφο, να πήγαν εκεί μετά την φυγή τους από την Ιταλία[11].
Οι Βόιοι της Παννονίας αναφέρονται τον 2ο αιώνα π.Χ., όταν απωθήθηκαν από τους Τεύτονες[12]. Αργότερα επιτέθηκαν στην πόλη Noreia (στη σύγχρονη Αυστρία) και ακολούθησαν και βοήθησαν τους Ελβέτιους, επίσης κελτικό λαό, στην προσπάθεια τους να εγκατασταθούν στη Γαλατία. Μετά την ήττα όμως των Ελβετίων, επιτράπηκε σε όσους επέζησαν να εγκατασταθούν στην πόλη Gorgobina[13].
Άλλοι Βόιοι εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία, στην πεδιάδα του Δούναβη, με κέντρο την Μπρατισλάβα. Το 40 π.Χ. συγκρούστηκαν με τους Δάκες και ηττήθηκαν. Όταν τελικά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Παννονία, το 8 μ.Χ., οι Βόιοι δεν φαίνεται να αντιστάθηκαν. Τα εδάφη τους ονομάστηκαν deserta Boiorum (deserta σημαίνει άδεια περιοχή - αραιοκατοικημένη)[14].
Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι Βόιοι έφτασαν στη βόρεια Ιταλία διασχίζοντας τις Άλπεις, ενώ από τις άλλες φυλές που είχαν έρθει στην Ιταλία μαζί με τους Bόιους οι Σήνωνες, οι Λιγγόνες και οι Κενομάνοι αναφέρονται επίσης στη Γαλατία την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Παραμένει επομένως ασαφές πού ακριβώς στην Κεντρική Ευρώπη βρισκόταν οι αρχές των Bόιων, κάπου στη Γαλατία, στη Νότια Γερμανία ή στη Βοημία. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι οι Κέλτες ήταν στενοί γείτονες των Ετρούσκων και «εποφθαλμιούσαν την όμορφη χώρα τους».[15] Εισβάλλοντας στην Κοιλάδα του Πάδου με μεγάλο στρατό έδιωξαν τους Ετρούσκους και την εποίκησαν, καταλαμβάνοντας τη δεξιά όχθη στο κέντρο της κοιλάδας. Ο Στράβων επιβεβαιώνει ότι οι Βόιοι μετανάστευσαν από τα εδάφη τους πέρα από τις Άλπεις [16] και ήταν μια από τις μεγαλύτερες φυλές των Κελτών.[17] Οι Βόιοι κατέλαβαν τον παλιό ετρουσκικό οικισμό Φελσίνα, που ονόμασαν Μπόνα (σημερινή Μπολόνια). Ο Πολύβιος περιγράφει τον κελτικό τρόπο ζωής στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία ως εξής:
Ζούσαν σε ατελιχιστα χωριά, χωρίς περιττά έπιπλα, γιατί καθώς κοιμόντουσαν σε κρεβάτια από φύλλα και τρέφονταν με κρέας και ασχολούντο αποκλειστικά με τον πόλεμο και τη γεωργία, η ζωή τους ήταν πολύ απλή και δεν είχαν καμία γνώση για οποιαδήποτε τέχνη ή επιστήμη. Τα υπάρχοντά τους αποτελούνταν από βοοειδή και χρυσό, γιατί αυτά ήταν τα μόνα πράγματα που μπορούσαν να κουβαλούν μαζί τους παντού ανάλογα με τις περιστάσεις και να μένουν όπου επέλεγαν. Αντιμετώπιζαν τη συντροφικότητα ως ύψιστης σημασίας και ανάμεσά τους εκείνοι ήταν οι πιο φοβεροί και ισχυροί ήταν εκείνοι που είχαν το μεγαλύτερο αριθμό συνοδών και ακολούθων.[15]
Τα αρχαιολογικά στοιχεία από τη Μπολόνια και την περιοχή της έρχονται σε αντίθεση σε ορισμένα σημεία με τις μαρτυρίες του Πολύβιου και του Λίβιου, που αναφέρουν λένε ότι οι Βόιοι έδιωξαν τους Ετρούσκους και ίσως κάποιοι αναγκάστηκαν να φύγουν. Αυτό δείχνει ότι οι Βόιοι ούτε κατέστρεψαν ούτε ερήμωσαν τη Φελσίνα, αλλά απλώς μετακινήθηκαν εκεί και έγιναν μέρος του πληθυσμού με επιγαμίες.[18] Τα νεκροταφεία της περιόδου στη Μπολόνια περιέχουν όπλα Λα Τεν και άλλα τεχνουργήματα, καθώς και ετρουσκικά αντικείμενα, όπως χάλκινους καθρέφτες. Στο Μόντε Μπιμπέλε, όχι πολύ μακριά, ένας τάφος περιείχε όπλα Λα Τεν και ένα δοχείο με ένα ετρουσκικό γυναικείο όνομα χαραγμένο πάνω του.
Στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. οι Βόιοι συμμάχησαν με τους άλλους Εντεύθεν των Άλπεων Γαλάτες και τους Ετρούσκους εναντίον της Ρώμης. Πολέμησαν επίσης στο πλευρό του Αννίβα, σκοτώνοντας το Ρωμαίο στρατηγό Λούκιο Ποστούμιο Αλμπινο το 216 π.Χ., του οποίου το κρανίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε κύπελλο θυσιών.[19]
Λίγο νωρίτερα είχαν ηττηθεί στη Μάχη του Τελαμώνα το 225 π.Χ., και επανεμφανίσθηκαν ξανά στη Μάχη της Πλακεντίας (σημερινή Πιατσέντσα) το 194 π.Χ. και της Μουτίνας (σημερινή Μόντενα) το 193 π.Χ.. Ο Πούμπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Νάσικα ολοκλήρωσε τη ρωμαϊκή κατάκτηση των Boίων το 191 π.Χ., γιορτάζοντάς τη με ένα θρίαμβο.[20] Μετά τις απώλειές τους, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ένα μεγάλο μέρος των Boίων εγκατέλειψε την Ιταλία.
Σε αντίθεση με την ερμηνεία των κλασικών συγγραφέων οι Βοίοι της Παννονίας που ανσφέρονται σε μεταγενέστερες πηγές δεν είναι απλώς τα απομεινάρια εκείνων που είχαν διαφύγει από την Ιταλία, αλλά μάλλον ένα άλλο τμήμα της φυλής, που είχε εγκατασταθεί εκεί πολύ νωρίτερα.
Οι ταφικές τελετουργίες των Ιταλών Boίων παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με εκείνες της Βοημίας της εποχής, όπως ο ενταφιασμός, που ήταν ασυνήθιστος στους άλλους Εντεύθεν των Άλπεων Γαλάτες, ή η απουσία των τυπικά δυτικών κελτικών τορκ.[21]
Αυτό καθιστά πολύ πιο πιθανό οι Εντεύθεν των Άλπεων Βόιοι να προέρχονται στην πραγματικότητα από τη Βοημία και όχι το αντίστροφο.[22]
Έχοντας μεταναστεύσει στην Ιταλία από τα βόρεια των Άλπεων, μερικοί από τους ηττημένους Κέλτες απλώς επέστρεψαν στους ομοφύλους τους.
Οι Βοίοι της Παννονίας αναφέρονται ξανά στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν απέκρουσαν τους Κίμβρους και τους Τεύτονες (Στράβων VII, 2, 2). Αργότερα επιτέθηκαν στην πόλη Noreia (στη σημερινή Αυστρία) λίγο πριν μια ομάδα Boίων (32.000 σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα – ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός) ενωθεί με τους Ελβέτιους στην προσπάθειά τους να εγκατασταθούν στη δυτική Γαλατία.
Μετά την ήττα των Ελβέτιων στο Μπιμπράκτε, η ισχυρή φυλή των Αιδούων επέτρεψε στους επιζώντες Bόιους να εγκατασταθούν στην επικράτειά τους, όπου κατέλαβαν το oppidum της Γκοργκόμπινα. Αν και δέχτηκαν επίθεση από τον Βερκιγγετόριξ σε μια φάση του πολέμου, τον υποστήριξαν με δύο χιλιάδες στρατιώτες στη Μάχη της Aλεσίας (Καίσαρας, Commentarii de Bello Gallico, VII, 75).
Και πάλι άλλες ομάδες των Boίων είχαν παραμείνει πιο κοντά στην παραδοσιακή τους κοιτλιδα και εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας, δίπλα στο Δούναβη και το Μουρ, με κέντρο στη Μπρατισλάβα.
Γύρω στο 60 π.Χ. συγκρούστηκαν με την ανερχόμενη δύναμη των Δακών υπό τον βασιλιά τους Βυρεβίστα και ηττήθηκαν. Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τελικά την Παννονία το 8 μ.Χ., οι Βόιοι φαίνεται ότι δεν τους αντιτάχθηκαν. Η πρώην επικράτειά τους ονομαζόταν τώρα deserta Boiorum (deserta που σημαίνει «άδεια ή αραιοκατοικημένη χώρα»).[23]
Ωστόσο οι Βόιοι δεν είχαν εξοντωθεί: Υπήρχε μία civitas Boiorum et Azaliorum (οι Aζάλιοι ήταν γειτονική φυλή) που ήταν υπό τη δικαιοδοσία ενός διοικητή της ακτής του Δούναβη (praefectus ripae Danuvii).[24] Αυτή η civitas, κοινός ρωμαϊκός διοικητικός όρος που προσδιορίζει τόσο μια πόλη όσο και τη φυλετική περιοχή γύρω από αυτήν, προσαρτήθηκε αργότερα στην πόλη Carnuntum.
Ο Πλαύτος αναφέρεται στους Bόιους στο Captivi:
At nunc Siculus non est, Boius est, Boiam terit
(Μετάφραση:) Αλλά τώρα δεν είναι Σικελός – είναι Bόιος και έχει μια γυναίκα Bόια.
Υπάρχει ένα παιχνίδι με τις λέξεις: Boia σημαίνει «γυναίκα των Bόιων», επίσης «περιλαίμιο περιορισμού καταδικασμένου εγκληματία».[25]
Στον τόμο 21 της Ιστορίας της Ρώμης ο Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.) ισχυρίζεται ότι ένας Βόιος προσφέρθηκε να δείξει στον Αννίβα το δρόμο για να διασχίζει τις Άλπεις.
Όταν, αφού έλαβε χώρα η ενέργεια, οι δικοί του άνδρες επέστρεψαν στους στρατηγούς τους, ο Σκιπίων δεν μπορούσε να υιοθετήσει κανένα σταθερό σχέδιο δράσης, παρά μόνο να λάβει τα μέτρα του ανάλογα με τα σχέδια και τις πρωτοβουλίες του εχθρού: και ο Αννίβας, αμφιβάλλοντας αν θα έπρεπε να συνεχίσει την πορεία που είχε ξεκινήσει στην Ιταλία, ή να πολεμήσει με το ρωμαϊκό στρατό που είχε πρωτοπαρουσιαστεί, η άφιξη των πρεσβευτών από τους Βόιους και ενός μικρού πρίγκιπα που ονομαζόταν Μάγαλος, απέτρεψε μια άμεση συμπλοκή, γιατί, δηλώνοντας ότι θα ήταν οδηγοί της πορείας του και σύντροφοί του στους κινδύνους, είχαν την άποψη ότι η Ιταλία έπρεπε να δεχθεί επίθεση με όλη την ποολεμική δύναμη, καθώς η δύναμή του δεν είχε πουθενά μειωθεί.[26]
Τον πρώτο αιώνα π.Χ. οι Βόιοι που ζούσαν σε ένα oppidum στη Μπρατισλάβα έκοψαν υψηλής ποιότητας νομίσματα με επιγραφές (πιθανώς τα ονόματα των βασιλιάδων) με λατινικά γράμματα. Αυτή είναι η μόνη «γραπτή πηγή» προερχόμενη από τους ίδιους τους Bόιους