Γέφυρα του Ρίτσμοντ Richmond Bridge | |
---|---|
Συντεταγμένες | 51°27′26″N 0°18′26″W / 51.45725°N 0.30732°WΣυντεταγμένες: 51°27′26″N 0°18′26″W / 51.45725°N 0.30732°W |
Μεταφέρει | Δρόμος A305 |
Διασχίζει | Τάμεσης |
Τοποθεσία | Ρίτσμοντ (Λονδίνο), Ηνωμένο Βασίλειο |
Πολιτιστική κληρονομιά | Προστατευόμενο κτήριο του Ηνωμένου Βασιλείου[1] |
Χαρακτηριστικά | |
Σχέδιο | Πέτρινη αψιδωτή γέφυρα |
Υλικό | Πέτρα του Πόρτλαντ |
Συνολικό μήκος | 91 μέτρα |
Πλάτος | 11 μέτρα |
Καμάρες | 5 |
Στηρίγματα στο νερό | 4 |
Σχεδιαστής | Τζέιμς Πέιν, Κέντον Κάουζ |
Εγκαίνια | 1777 |
Ημερήσια κίνηση | 34.484 οχήματα (2004)[2] |
Διόδια | έως το 1859 |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η γέφυρα του Ρίτσμοντ (αγγλικά: Richmond Bridge) είναι αψιδωτή πέτρινη γέφυρα του 18ου αιώνα επί του ποταμού Τάμεση. Βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα του Ρίτσμοντ του νοτιοδυτικού Λονδίνου, και ενώνει την κύρια περιοχή του Ρίτσμοντ με το γειτονικό Τουίκεναμ. Αποτελεί την παλαιότερη σωζόμενη γέφυρα του Λονδίνου, χρονολογικά είναι η 8η που κατασκευάστηκε, είναι η μοναδική Γεωργιανής τεχνοτροπίας στην πόλη,[3] και κηρύχθηκε προστατευόμενο κτίσμα το 1952.[1][4] Στην περιοχή του Ρίτσμοντ είναι η 4η γέφυρα, μαζί με την μεγάλη γέφυρα του Τουίκεναμ, την γέφυρα του σιδηροδρομικού δικτύου που εξυπηρετεί τον σταθμό του Ρίτσμοντ, και την πεζογέφυρα του ποταμού.
Κτίστηκε μεταξύ των ετών 1774 και 1777 και αντικατέστησε το πλοιάριο (πορθμείο) το οποίο έως τότε αναλάμβανε την μεταφορά των ταξιδιωτών από την μια όχθη στην άλλη. Η κατασκευή της γέφυρας χρηματοδοτήθηκε με εξαγορά μετοχών του δημοσίου από ιδιώτες οι οποίοι απέκτησαν μερίδιο ιδιοκτησίας στην γέφυρα, και η μετέπειτα συντήρηση της με διόδια τα οποία υπήρχαν έως το 1859. Το 1930 η γέφυρα πέρασε στην κυριότητα του δήμου του Ρίτσμοντ ο οποίος ανέλαβε τα κόστη συντήρησης της έκτοτε.
Η όχθη του Ρίτσμοντ ονομάζεται παραδοσιακά ως όχθη του Σάρρεϋ, ενώ του Τουίκεναμ ως όχθη του Μίντλσεξ, από τις περιοχές στις οποίες ιστορικά ανήκαν οι αντίστοιχες όχθες. Η γέφυρα εξακολουθεί να διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό σχεδιασμό της, με εξαίρεση τις εργασίες συντήρησης κατά την περίοδο 1937–40, όταν αυξήθηκε το πλάτος της και έγινε περισσότερο επίπεδη.
Η περιοχή του Ρίτσμοντ όπου βρίσκεται η κατασκευή, αρχικά ονομαζόταν Σην (Sheen) και ήταν μικρός οικισμός στις όχθες του Τάμεση, 16 χιλιόμετρα δυτικά του Σίτυ του Λονδίνου διά ξηράς και 26 χλμ μέσω του ποταμού. Στην περιοχή υπήρχε από το 1299 βασιλικό ανάκτορο, το οποίο καταστράφηκε το 1497 από πυρκαγιά. Μετά την καταστροφή του ο Ερρίκος ο Ζ´ έχτισε νέο παλάτι στην ίδια τοποθεσία το οποίο ονόμασε παλάτι του Ρίτσμοντ βάσει του τίτλου που κατείχε ως Κόμης του Ρίτσμοντ (Ρίτσμοντ στο Γιόρκσαϊρ) και έκτοτε η περιοχή έγινε γνωστή ως Ρίτσμοντ.[5]
Αν και θεωρείται βέβαιο πως υπήρχε πορθμείο στην περιοχή για τις μετακινήσεις από την μια όχθη στην άλλη ήδη από την νορμανδική περίοδο κατά τον 11ο αιώνα,[6] η παλαιότερη γνωστή συγκεκριμένη αναφορά για τέτοια υπηρεσία χρονολογείται στο 1439.[7] Η υπηρεσία προσφερόταν από το αγγλικό στέμμα, και αποτελούνταν από 2 πλοιάρια, μια μικρή λέμβο για την μεταφορά των επιβατών, και ένα μεγαλύτερο σκάφος για την μεταφορά αλόγων και αμαξών.[5] Σε λίγο μακρινότερη τοποθεσία υπήρχε επίσης το πορθμείο του Τουίκεναμ από το 1652.[8] Ωστόσο λόγω της απότομης κλίσης του λόφου προς την όχθη στην πλευρά του Ρίτσμοντ, δεν μπορούσαν να μεταφερθούν βαριά φορτία ή άμαξες στο σημείο αυτό,[9] και χρησιμοποιούνταν αναγκαστικά η αρκετά μακρινότερη γέφυρα του Κίνγκστον.[5]
Τον 18ο αιώνα το Ρίτσμοντ και το γειτονικό Τουίκεναμ στην απέναντι όχθη έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή ως τουριστικός προορισμός, και οι υποδομές τους αναπτύχθηκαν ραγδαία.[5] Καθώς τα πορθμεία δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μεγάλα φορτία και κατά περιόδους τα δρομολόγια τους ακυρώνονταν λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών, η διέλευση του ποταμού συχνά χαρακτηριζόταν από συνωστισμό και καθυστερήσεις.[10]
Ένας από τους κατοίκους της περιοχής, ο Ουίλιαμ Ουίντχαμ, είχε διατελέσει δάσκαλος του πρίγκηπα Γουλιέλμου του Κάμπερλαντ, καθώς και πρώην σύζυγος της Μαίρης Ντελορέν, ερωμένης του βασιλιά Γεωργίου Β´.[11] Ο βασιλιάς παραχώρησε στον Ουίντχαμ ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του την εκμετάλλευση του πορθμείου έως το 1798.[11][12] Καθώς όμως το πορθμείο δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πλήρως όλη την ζήτηση της περιοχής, το 1772 ο Ουίντχαμ ζήτησε από το αγγλικό κοινοβούλιο έγκριση για την αντικατάσταση του πλοιαρίου με ξύλινη γέφυρα, τα έξοδα λειτουργίας της οποίας θα πληρώνονταν με διόδια.[5]
Το αρχικό σχέδιο για την κατασκευή ξύλινης γέφυρας δεν είχε αποδοχή, όμως αντί ξύλινης το κοινοβούλιο ενέκρινε την κατασκευή πέτρινης γέφυρας. Σύμφωνα με το ψήφισμα, δεν θα επιβάλλονταν φόροι για την χρηματοδότηση της κατασκευής, ενώ θα υπήρχαν διόδια για την διέλευση της γέφυρας, από μισή πέννα για τους πεζούς, έως 2 σελίνια και 6 πέννες για τις άμαξες με 6 άλογα (περίπου 50 πέννες και 14 λίρες αντίστοιχα σε τιμές του 2024),[13] ενώ ο ιδιοκτήτης της υπηρεσίας του πλοιαρίου αποζημιώθηκε με το ποσό των 5.350 λιρών (περίπου 613.100 λίρες σε τιμές του 2024) για την κατάργηση της πλωτής υπηρεσίας του πλοιαρίου.[13] Σύμφωνα με την επιτροπή που συστάθηκε, τον σχεδιασμό και κατασκευή της γέφυρας ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Τζέιμς Πέιν και Κέντον Κάουζ.[14]
Το ψήφισμα όριζε πως η γέφυρα θα κατασκευάζονταν επί της τοποθεσίας όπου βρισκόταν η προβλήτα του παλιού πλοιαρίου, ή όσο το δυνατόν πλησιέστερα.[13] Οι κάτοικοι της περιοχής ζήτησαν να κατασκευαστεί λίγες δεκάδες μέτρα πιο μακριά όπου το έδαφος ήταν περισσότερο επίπεδο, ωστόσο υπήρξε αντίδραση από την ιδιοκτήτρια της γης στην πλευρά του Τουίκεναμ η οποία δεν επέτρεψε την διέλευση του δρόμου μέσω του οικοπέδου της,[14] και έτσι η γέφυρα κατασκευάστηκε ακριβώς στην περιοχή όπου βρισκόταν η προβλήτα, παρά την απότομη κλίση (6,25%) του εδάφους.[15]
Η γέφυρα σχεδιάστηκε ως αψιδωτή έχοντας 91 μέτρα μήκος[16] και 7,54 μέτρα πλάτος,[17] υποστηριζόμενη από 5 ελλειπτικές αψίδες των οποίων το ύψος αυξανόταν προς το κέντρο της γέφυρας. Η μεγαλύτερη αψίδα με ύψος 18 μέτρα βρισκόταν στο κέντρο της γέφυρας και το ύψος της επέτρεπε την διέλευση σκαφών.[18] Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της γέφυρας ήταν πέτρα του Πόρτλαντ.[15] Η γέφυρα ξεκινούσε από την τοποθεσία Φέρυ Χιλ (Ferry Hill, λόφος του πλοιαρίου, σημερινό Bridge Street, οδός της γέφυρας) στην πλευρά του Ρίτσμοντ, και κατέληγε στην οδό Ρίτσμοντ (Richmond Road) στην πλευρά του Τουίκεναμ.[14] Στα άκρα της γέφυρας σε κάθε όχθη υπήρχαν τα οικήματα των διοδίων.[14]
Μετά την ολοκλήρωση του σχεδιασμού της, ξεκίνησαν οι διαδικασίες κατασκευής της γέφυρας η οποία κόστισε 10.900 λίρες (περίπου 1,24 εκατομμύρια λίρες σε τιμές του 2024).[19] Συνυπολογίζοντας τα παράπλευρα κόστη όπως οι αποζημιώσεις σε οικοπεδούχους και η κατασκευή νέου οδικού δικτύου που οδηγούσε στην γέφυρα, το συνολικό ποσό ανήλθε στις 26.000 λίρες (2,98 εκ. λίρες το 2024).[20]
Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων συγκεντρώθηκε από την εξαγορά μετοχών για την ιδιοκτησία της γέφυρας, στις 100 λίρες (11.500 το 2017) η κάθε μια, σε 2 μετοχικά κεφάλαια των 20.000 και των 5.000 λιρών με το δεύτερο να καλύπτει τις ανάγκες των αυξημένων εξόδων που προέκυψαν αργότερα.[21] Ο κάθε επενδυτής είχε εγγυημένη απόδοση 4% ανά έτος, ενώ με τον θάνατο του το μέρισμά του μοιραζόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους μετόχους.[14] Το ανώτατο συνολικό ποσό κερδών που μπορούσε να αποδοθεί στους μετόχους ήταν 1.000 λίρες, ενώ τα ποσά που υπερέβαιναν το όριο αυτό επενδύονταν στην συντήρηση της γέφυρας.[21]
Η κατασκευή ξεκίνησε στις 23 Αυγούστου του 1774.[20] Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε από τον πρίγκηπα της Ουαλίας, ωστόσο καθώς ο λίθος έγειρε επανατοποθετήθηκε από ένα από τα μέλη της επιτροπής.[22] Η γέφυρα δόθηκε στην κυκλοφορία τον Σεπτέμβριο του 1776 για τους πεζούς, και τον Ιανουάριο του 1777 για τις άμαξες και άλλα μέσα μεταφοράς, όταν η υπηρεσία του πλοιαρίου καταργήθηκε οριστικά.[14] Οι γενικές εργασίες συνεχίστηκαν στην γέφυρα έως τον Δεκέμβριο του 1777.[20] Στην πλευρά του Ρίτσμοντ τοποθετήθηκε στήλη με πληροφορίες για το έτος κατασκευής καθώς και αποστάσεις προς άλλες γέφυρες και οικισμούς της περιοχής.[23]
Δεν υπήρξε επίσημη τελετή για την έναρξη λειτουργίας, και η αρχική υποδοχή από τους κατοίκους ήταν χλιαρή.[23] Σύντομα όμως η γέφυρα γνώρισε δημοφιλία καθώς και γενικότερη αναγνώριση από τα περιοδικά και εφημερίδες της εποχής για τον καλαίσθητο σχεδιασμό της.[24][25] Ακολούθως, αποτέλεσε αντικείμενο απεικόνισης για πολλούς διάσημους ζωγράφους της περιόδου, όπως ο Ουίλλιαμ Τέρνερ -ο οποίος ήταν κάτοικος της περιοχής-, ο Τζον Κόνσταμπλ, και ο Τόμας Ρόουλαντσον.[14]
Υπήρχαν ιδιαίτερα αυστηρές ποινές για περιπτώσεις βανδαλισμού. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το ψήφισμα του κοινοβουλίου το 1772 για την γέφυρα, όποιος συλλαμβάνονταν να φθείρει την γέφυρα εσκεμμένα ή κακοπροαίρετα θα μεταφερόταν στις αγγλικές αποικίες στην βόρεια Αμερική για 7 έτη. Υπάρχει σχετική προειδοποίηση η οποία σώζεται ακόμα στην αναμνηστική στήλη που υπάρχει στην πλευρά του Ρίτσμοντ.[14]
Η νέα γέφυρα ήταν εμπορικά επιτυχής, και απέδιδε το ποσό των 1.300 λιρών ετησίως από τα εισιτήρια των διοδίων το 1810 (83.190 του 2017).[20] Έως το 1822, τα κέρδη ήταν αρκετά υψηλά ώστε το κόστος εισιτηρίου στα διόδια για όλα τα οχήματα να μειωθεί σε μόλις μια πέννα.[26]
Στις 10 Μαρτίου του 1859 πέθανε ο τελευταίος μέτοχος του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, και με τον θάνατο του έληξε και το αρχικό σχέδιο λειτουργίας της γέφυρας. Τα μικρά κτίσματα των διοδίων κατεδαφίστηκαν το 1868 και αντικαταστάθηκαν με παγκάκια, ενώ τα συνολικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί κατά την διάρκεια των 83 ετών των διοδίων της γέφυρας αρκούσαν για τα έξοδα συντήρησης της.[14]
Το 1846 το Ρίτσμοντ ενώθηκε με το σιδηροδρομικό δίκτυο, και η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται σημαντικά, και ακόμα περισσότερο με την ένωση της με το μετρό του Λονδίνου το 1877, καθώς ήταν πλέον εύκολο κάποιος να ταξιδέψει προς ή από την κυρίως πόλη του Λονδίνου.[27][28]
Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν εμφανές πλέον πως η γέφυρα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει επαρκώς την αυξημένη κίνηση, ιδίως με την εμφάνιση των μηχανοκίνητων οχημάτων, και επιβλήθηκε όριο ταχύτητας στα 16 χλμ/ώρα.[29] Στις 31 Μαρτίου του 1931 η ιδιοκτησία της γέφυρας πέρασε από κοινού στους δήμους του Σάρρεϋ και του Μίντλσεξ, καθώς τα αρχικά κέρδη των παλιών διοδίων είχαν εξαντληθεί. Υπήρξε σχεδιασμός για διαπλάτυνση της γέφυρας ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός κυρίως για αισθητικούς λόγους,[30] έτσι αποφασίστηκε η κατασκευή νέας γέφυρας σε σχετικά κοντινή απόσταση η οποία θα αποσυμφόριζε την κίνηση.[30] Έτσι το 1933 κατασκευάστηκε η αρκετά μεγαλύτερη γέφυρα του Τουίκεναμ σε απόσταση περίπου 300 μέτρων προς τα βόρεια του ποταμού.
Όμως η γέφυρα του Ρίτσμοντ εξακολουθούσε να γνωρίζει συμφόρηση, και το 1933 κατατέθηκαν νέες προτάσεις για την αύξηση του πλάτους της γέφυρας χωρίς να προκληθεί σημαντική αλλαγή στην εμφάνιση της.[30] Η απλούστερη εκδοχή πρότεινε την πλήρη χρήσης της επιφάνειας της υπάρχουσας γέφυρας για τα οχήματα, και την μικρή επέκταση του πλάτους της στη μια πλευρά ώστε να δημιουργούνταν χώρος για την διέλευση των πεζών, κάτι που απορρίφθηκε για αισθητικούς λόγους, ενώ η επέκταση της και από τις 2 πλευρές κρίθηκε μη πρακτική. Η πρόταση να επεκταθεί η γέφυρα από την δυτική πλευρά της έγινε τελικά αποδεκτή,[30] και το 1934 αποφασίστηκε η αύξηση του πλάτους της γέφυρας κατά 3,4 μέτρα με κόστος 73.000 λιρών (4,67 εκ. λίρες το 2017),[30] η οποία ξεκίνησε το 1937 και ολοκληρώθηκε το 1940.[29] Καθ όλη την διάρκεια της επέκτασης της γέφυρας η διέλευση των οχημάτων και των πεζών συνεχίστηκε με ελεγχόμενη ροή.[17] Κατά την επέκταση της γέφυρας, ανακαλύφθηκε πως τα θεμέλια της κατασκευής που είχαν τεθεί τον 18ου αιώνα και αποτελούνταν από ξύλινες πλατφόρμες, είχαν υποχωρήσει στον πυθμένα του ποταμού και είχαν σαπίσει σε μεγάλο βαθμό, και συνεπώς ενισχύθηκαν με χαλύβδινες δοκούς και τσιμέντο.[17] Κατά την αύξηση του πλάτους της επιφάνειας, μειώθηκε ελαφρά το ύψος στο μέσο της γέφυρας έτσι ώστε να είναι πιο επίπεδη.[31]
Τα 200 χρόνια της λειτουργίας της εορτάστηκαν στις 7 Μαΐου του 1977, αντί της 12ης Ιανουαρίου του ιδίου έτους για την αποφυγή άσχημων καιρικών συνθηκών.[32]
Το 1962, το δημοτικό συμβούλιο του Ρίτσμοντ αποφάσισε την αντικατάσταση των βικτωριανού τύπου φανοστατών οι οποίοι φώτιζαν με την χρήση αερίου, με νέους ηλεκτρικούς φανοστάτες.[31] Η τοπική κοινότητα όμως αντιτάχθηκε στην αντικατάσταση των φανοστατών καθώς θα άλλαζε ο χαρακτήρας της γέφυρας, και κατόρθωσε να πείσει το δημοτικό συμβούλιο να κρατήσει τους φανοστάτες μετατρέποντας τους σε ηλεκτρικούς.[17]
Σε όλη την διάρκεια λειτουργίας της γέφυρας σημειώθηκαν μόνο 2 περιστατικά προσκρούσεως πλεούμενων επί της γέφυρας. Το πρώτο έγινε στις 20 Μαρτίου του 1964, όταν μια συστοιχία 3 βαρκών οι οποίες ήταν δεμένες μεταξύ τους παρασύρθηκαν κατά την διάρκεια καταιγίδας από την νήσο του Ηλ Πάι, 2,4 χλμ στα δυτικά, και προσέκρουσαν στην γέφυρα του Ρίτσμοντ. Η γέφυρα δεν αντιμετώπισε σημαντική φθορά, όμως ένα ποταμόπλοιο που βρισκόταν κοντά καταστράφηκε.[17] Στις 30 Ιανουαρίου του 1987, στην κεντρική αψίδα της γέφυρας σφηνώθηκε μια θαλαμηγός η οποία δεν κατέστη δυνατό να αποκολληθεί παρά μόνο με την υποχώρηση της παλίρροιας της επόμενη ημέρα.[33]
Η παράδοση της ενοικίασης πλοιαρίων συνεχίζεται, ενώ δίπλα από την γέφυρα υπάρχουν εργαστήρια με τεχνίτες οι οποίοι κατασκευάζουν βάρκες και πλοιάρια για ιδιώτες[34][35][36] αλλά και για το βρετανικό στέμμα.[37] Ένας από τους τεχνίτες των εργαστηρίων της περιοχής, υπήρξε και ο Τσαρλς Λάιτολλερ, επιζήσας αξιωματικός πληρώματος του Τιτανικού, με πολλές άλλες διακρίσεις.
Στην δυτική όχθη της γέφυρας στην πλευρά του Ρίτσμοντ, υπάρχει προτομή η οποία ανεγέρθηκε το 1998 και εικονίζει τον πρώτο πρόεδρο της Χιλής, τον Μπερνάρντο Ο Χίγκινς, ο οποίος σπούδασε στο Ρίτσμοντ την περίοδο 1795 έως 1798, ενώ η μικρή περιοχή όπου βρίσκεται ονομάζεται πλατεία Ο Χίγκινς. Στην προτομή γίνεται ετήσια απόδοση τιμών από τον δήμαρχο του Ρίτσμοντ παρουσία του προσωπικού της πρεσβείας της Χιλής στο Λονδίνο.[38]
Σε 2 από τις χαμηλές αψίδες που βρίσκονται στην ξηρά στην πλευρά του Ρίτσμοντ υπάρχει μικρή καφετέρια, καθώς και χώρος διέλευσης πεζών κάτω από την γέφυρα, ενώ από την πλευρά του Τουίκεναμ εργαστήρια τεχνιτών.