Συντεταγμένες: 51°2′N 17°20′E / 51.033°N 17.333°E
Γελτς-Λασκοβίτσε | ||
---|---|---|
| ||
51°2′0″N 17°20′0″E | ||
Χώρα | Πολωνία | |
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Γελτς-Λασκοβίτσε | |
Ίδρυση | 1 Ιανουαρίου 1987 | |
Έκταση | 17 km²[1] | |
Πληθυσμός | 15.380 (31 Μαρτίου 2021)[2] | |
Ταχ. κωδ. | 55-220 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Γελτς-Λασκοβίτσε (πολωνικά: Jelcz-Laskowice) είναι πόλη του Πόβιατ Οουάβα, στο Βοεβοδάτο Κάτω Σιλεσίας της νοτιοδυτικής Πολωνίας. Είναι η έδρα της Γκμίνα Γελτς-Λασκοβίτσε. Βρίσκεται στον ποταμό Όντερ, περίπου 12 χιλιόμετρα βόρεια της Οουάβα και 24 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας του βοεβοδάτου, Βρότσουαφ, εντός της μητροπολιτικής περιοχής του. Ο πληθυσμός του είναι 15.550 κάτοικοι (2020).[3]
Η πόλη δημιουργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1987, ως ένωση των πρώην δήμων Γελτς (γερμανικά: Jeltsch) και Λασκοβίτσε (Laskowitz). Ήταν περισσότερο γνωστή για το μεγάλο της εργοστάσιο λεωφορείων, που ανήκε στην εταιρεία Jelcz Α.Ε., αν και από την πτώχευση αυτής της εταιρείας οι μεγαλύτεροι εργοδότες ήταν η Toyota και το Μηχανικό Ινστιτούτο.
Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης στο σημερινό Γελτς-Λασκοβίτσε χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο.[4]
Κατά τον Μεσαίωνα, τόσο το Γελτς όσο και το Λασκοβίτσε ήταν μέρος του Βασιλείου της Πολωνίας που κυβερνούσε η δυναστεία των Πιαστ. Οι πρώτες γνωστές αναφορές και των δύο χωριών προέρχονται από τον 13ο αιώνα, αν και πιθανότατα υπήρχαν ήδη τον 12ο αιώνα.[4] Το Λασκοβίτσε αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1203, όταν παραχωρήθηκε από τον Δούκα Ερρίκος Α΄ το Γενειοφόρο στον Πολωνό ευγενή Λεόναρντ Βουοστόβιτς, εγγονό του Πιοτρ Βουοστόβιτς.[4] Το Γελτς αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως Jalche σε μια πράξη του 1245, όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ το ανέθεσε στην Αρχιεπισκοπή του Βρότσουαφ. Το 1277, ο Δούκας Μπολέσλαφ Β΄ ο Φαλακρός της Λεγκνίτσα συνέλαβε τον ανιψιό του, Δούκα Ερρίκο Δ΄ τον Ενάρετο του Βρότσλαβ. Ο εγγονός του Μπολέσλαφ, ο Δούκας Μπολέσλαφ Γ΄ ο Γενναιόδωρος, έχτισε ένα κάστρο σε ένα νησί στον ποταμό Όντερ περίπου το 1331. Το χωριό Λασκοβίτσε, από την άλλη πλευρά, επανιδρύθηκε το 1293 σε μια ελαφρώς διαφορετική τοποθεσία, από τον δούκα Ερρίκο Ε΄ της Λεγκνίτσα.[4]
Από το 1871 έως το 1945, η περιοχή ήταν μέρος της Γερμανίας και μεταξύ 1943 και 1945, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο γειτονικός οικισμός Μιουοσίτσε ήταν η τοποθεσία του υποστρατοπέδου Fünfteichen του ναζιστικού γερμανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν, όπου οι καταναγκαστικοί εργάτες κατασκεύασαν οβίδες 145 χιλ. για το Berthawerke, υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας Krupp. Οι χώροι δοκιμών εξακολουθούν να διαθέτουν εγκαταστάσεις σκυροδέματος 2 χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού Νόβι Ντβουρ. Τα αεροσκάφη ανασύρθηκαν σε ράγες από το παράρτημα Berthakrupp μέσω των Λασκοβίτσε και Πιεκάρι και βόρεια του Νόβι Ντβουρ. Από το 1945 οι Σοβιετικοί έστειλαν πάνω από 160 σιδηροδρομικές εξόδους, πιθανώς στο Σμολένσκ, αφήνοντας πολύ λίγα πίσω τους.
Το 1945, η περιοχή σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Διάσκεψης του Πότσδαμ έγινε και πάλι μέρος της Πολωνίας. Το 1949, το Πολωνικό Υπουργείο Άμυνας ξεκίνησε την παραγωγή κινητών επισκευαστικών οχημάτων και ασθενοφόρων για στρατιωτικούς σκοπούς. Η παραγωγή λεωφορείων από την Jelcz Α.Ε. ξεκίνησε το 1952.