Γεννάδιος Σχολάριος | |
---|---|
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως | |
Από | 6 Ιανουαρίου 1454 |
Έως | 6 Ιουνίου 1456, από Απρίλιο 1462 έως Ιούνιο 1463 και από Αύγουστο 1464 έως φθινόπωρο 1465 |
Προκάτοχος | Πατριάρχης Αθανάσιος Β΄ Ισίδωρος Β΄ Σωφρόνιος Α΄ |
Διάδοχος | Ισίδωρος Β΄ Σωφρόνιος Α΄ Ιωάσαφ Α΄ Κόκκας |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 1400 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 1473 (73 ετών) Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών |
Ο Γεννάδιος Σχολάριος (κατά κόσμον Γεώργιος Κουρτέσιος[1], 1400 - 1473) ήταν ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη[α] γύρω στο 1400[1] και ανήκε σε οικογένεια ευκατάστατη με θεσσαλική καταγωγή. Το όνομα Σχολάριος θεωρείται ότι προέρχεται από αξίωμα μέλους της οικογενείας του στον στρατό ή στα ανάκτορα.
Το γεγονός ότι η οικογένειά του ήταν εύπορη, του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση. Δεν έχουμε μαρτυρίες για το εάν σπούδασε σε κάποια σχολή. Σε επιστολή του ο ίδιος αναφέρει ότι υπήρξε αυτοδίδακτος. Παρά ταύτα πρέπει να μαθήτευσε κοντά σε κάποιον δάσκαλο της εποχής του, όπως τον Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρητορική, την τακτική, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τη νομική και εντρύφησε ιδιαίτερα στο έργο του Αριστοτέλη. Ήταν επίσης γνώστης της λατινικής γλώσσας. Σε νεαρή ηλικία άνοιξε σχολή, έγραψε ελληνική γραμματική και μετέφρασε φιλοσοφικά έργα της Δύσεως.
Συνδέθηκε στενά με τον Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό, του οποίου έγινε πνευματικό τέκνο και τον οποίον διαδέχτηκε στον αγώνα που εκείνος είχε ξεκινήσει κατά της Ένωσης των Εκκλησιών. Γρήγορα απέκτησε φήμη και διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο «Καθολικός Κριτής των Ρωμαίων» (δικαστικό αξίωμα) και «Καθολικός Σεκρετάριος του Βασιλέως» (γραμματέας και μυστικοσύμβουλος, ο εξ απορρήτων)[1]. Με τα αξιώματα αυτά συνόδευσε τον Αυτοκράτορα στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ως συνεργάτης του Μητροπολίτου Νικαίας Βησσαρίωνος, όπου συζητήθηκε η Ένωση των Εκκλησιών. Ο Γεννάδιος δεν υπέγραψε το τελικό κείμενο[3].
Το 1444 πέθανε ο Μάρκος ο Ευγενικός και ο Γεώργιος Σχολάριος τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά της Ένωσης, όπως του είχε υποσχεθεί. Φαίνεται ότι μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄ και την άνοδο στο Θρόνο του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου ο Σχολάριος απογοητεύτηκε, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας αμφιταλαντευόταν για το θέμα της Ένωσης. Έτσι το 1449[4] ή το 1450 αποφασίζει να μονάσει, γνωστοποιεί την απόφασή του στον Αυτοκράτορα (σώζεται σχετική επιστολή του) και κείρεται μοναχός στη Μονή Χαρσιανείτου, παίρνοντας το όνομα Γεννάδιος. Κλείστηκε στο κελλί του στην Μονή Παμμακαρίστου και στην πόρτα του επικόλλησε γραμμένα τα εξής: «Άθλιοι Ρωμαίοι, εις τί επλανήθητε και απεμακρύνατε εκ της ελπίδος του Θεού και ηλπίσατε εις την δύναμιν των Φράγκων και συν τη πόλει εν ή μέλλει φθαρήναι, εχάσατε και την ευσέβειά σας; Ίλεώς μοι Κύριε!...[1]». Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα, η προκήρυξη αυτή επέτεινε δραματικά τον διχασμό ανθενωτικών ενάντια στους ενωτικούς[β].
Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης συνελήφθη από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε ως σκλάβος στην Αδριανούπολη. Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής «διέδωσεν εντέχνως» την απόφασή του να «επιτρέψη την εκλογήν και χειροτονίαν πατριάρχου, εις τον οποίον θα παρεχώρει σημαντικάς προνομίας[6]». Σύμφωνα με την Πολιτική Ιστορία Κωνσταντινουπόλεως, ο σουλτάνος «θέλημα τους έδωκε [στους Χριστιανούς], και τους είπε, όποιον θέλουν να κάμουν [Πατριάρχη] κατά την πίστιν τους [...] και συνόδου γενομένης εξέλεξαν όλοι ομοφώνως τον σοφώτατον κύριν Γεώργιον τον σχολάριον»[7]. Μετά από την συνοδική αυτή απόφαση[γ] έδωσε ο Σουλτάνος εντολή να ελευθερωθεί «ο Σχολάριος μετά των συγγενών του[9]».
Η επίσημη εκλογή, πάντως, του Γενναδίου ως Πατριάρχη συνέβη στις 6 Ιανουαρίου του 1454 από Σύνοδο που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γεννάδιος χειροτονήθηκε πρώτα διάκονος, στην συνέχεια πρεσβύτερος, κατόπιν επίσκοπος και τέλος εξελέγη Πατριάρχης[10]. Ως Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Σχολάριος υπέγραφε ως «Γεννάδιος μοναχός και Πατριάρχης των του Χριστού πενήτων[11]». Ο Σουλτάνος τού παραχώρησε τον Ναό των Αγίων Αποστόλων προκειμένου να εγκατασταθεί εκεί το Πατριαρχείο, στο οποίο παραχώρησε και προνόμια ως θεσμού που εκπροσωπούσε πλέον τους υπόδουλους Χριστιανούς. Το 1455 ζήτησε και πέτυχε να μεταφερθεί η έδρα του Πατριαρχείου στη Μονή Παμμακαρίστου[12].
Το 1456 συκοφαντήθηκε από κάποια γυναίκα ότι είχε σχέσεις μαζί της[13] και ακολούθως παραιτήθηκε επικαλούμενος λόγους υγείας και το βάρος των προβλημάτων. Αποσύρθηκε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και κατόπιν στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου κοντά στις Σέρρες. Φαίνεται ότι κατά την εκεί διαμονή του ανέλαβε επιτροπικώς «εις ζωάρκειαν» την Μητρόπολη Σερρών[14]. Εκλήθη δύο ακόμη φορές στον Οικουμενικό Θρόνο, το 1462 και το 1464, χωρίς όμως να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι ξανα-άσκησε τα καθήκοντα του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Συγκρούστηκε με τον παλιό του δάσκαλο Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό για θεολογικά, πολιτιστικά και άλλα θέματα[15]. Μετά το θάνατο του τελευταίου το 1452, ο δεσπότης του Μυστρά Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το χειρόγραφο του βασικού του έργου «Νόμων Συγγραφή» στον Γεννάδιο Σχολάριο. Αυτός, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά περί το 1462 το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού χάρη σε αντιγραφές μερικών κεφαλαίων.
Πέθανε στην Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, όπου είχε αποσυρθεί, περί το 1473. Η Πατριαρχία του, αν και σύντομη, θεωρείται σπουδαιότατη, καθώς έθεσε τα θεμέλια για τη συνέχιση της ύπαρξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο πλέον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Αυγούστου[16]. Στις 7 Μαΐου 1854, ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ ζήτησε να γίνει ανακομιδή των οστών του και να ταφούν στον νάρθηκα της Μονής[17].
Το έργο του «Περί της μόνης οδού προς την σωτηρίαν των ανθρώπων» άρχισε να γράφεται απρογραμμάτιστα μετά από μια αιφνίδια επίσκεψη που έκανε ο Πορθητής στην Μονή Παμμακαρίστου -νέα έδρα του Πατριαρχείου. Ο Μωάμεθ ζήτησε να μάθει για την πίστη των Χριστιανών και ο Γεννάδιος του εξέθεσε με συντομία τις βασικές αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας[18]. Σε αυτό το έργο δεν προχωρά σε αξιολογικές κρίσεις υπέρ ή κατά του Ισλάμ[19]. Χρησιμοποιεί κατανοητή γλώσσα και όχι δογματική για να περιγράψει το τριαδολογικό δόγμα και για να εξάρει την θεία ενότητα, ενώ καταλήγει πως δεν μπορεί να υπάρξει τελειότερος νόμος πέραν του ευαγγελικού, αφήνοντας υπαινιγμό για τις περί Κορανίου μουσουλμανικές θέσεις[20]. Στη Σύντομη Απολογία του, σύντμηση και επεξήγηση του προηγούμενου έργου του, ο Γεννάδιος καλούμενος για δεύτερη φορά από τον Μωάμεθ να εκθέσει τις χριστιανικές διδασκαλίες, αποφεύγει εκ νέου να διατυπώσει αξιολογικές κρίσεις κατά του Ισλάμ[21]. Έχοντας μεσολαβήσει δύο συζητήσεις με τον Μωάμεθ και με μουσουλμάνους ιεροδιδασκάλους αυτή τη φορά και επειδή διατύπωσαν παράπονα και λόγω άγνοιας της ελληνικής γλώσσας και λόγω της πυκνότητας της σκέψης του Σχολαρίου, ο Μωάμεθ τον κάλεσε να συντομεύσει και να απλοποιήσει το κείμενό του.[22]. Το τρίτο και τελευταίο κείμενό του ήταν το Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Πρόκειται για μια συνομιλία που είχε ο Γεννάδιος με μουσουλμάνους αξιωματούχους στην πόλη των «Φαιρών» (Σερρών), όταν μετά την παραίτησή του από τον Οικουμενικό θρόνο μόναζε στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου[23]. Εδώ πλέον οι αναφορές του Γενναδίου είναι πιο συγκεκριμένες για το Ισλάμ, χωρίς όμως πάλι να κατονομάζει το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους, καθώς οι συνομιλητές του του ζητούν να υπεισέλθει σε θεολογικά θέματα της ορθόδοξης πίστης δυσνόητα γι' αυτούς[24]. Γενικά και στα τρία κείμενά του αποφεύγει να αναφερθεί στην προγενέστερή του βυζαντινή απολογητική γραμματεία κατά του Ισλάμ, η οποία απέρριπτε το πρόσωπο του προφήτη Μωάμεθ και την προφητεία του[25]. Γενικά από την όλη στάση του φαίνεται «πράος, συμφιλιωτικός και ταυτοχρόνως πολύ σταθερός στις χριστιανικές διδασκαλίες»[26].