Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με την επωνυμία Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας ( Deutsche Arbeitsfront, συντομ. DAF) φερόταν η μόνη "συνδικαλιστική" οργάνωση που επιτρεπόταν στη Ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της από τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις αρχές του 1933 ο Χίτλερ και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ανέλαβαν την εξουσία στη Γερμανία. Στις 2 Μαΐου 1933 όλες οι εργατικές οργανώσεις και τα συνδικάτα κηρύχθηκαν παράνομα και διατάχθηκε η διάλυσή τους. Στη θέση τους οι Ναζί δημιούργησαν μια και μοναδική εργατική οργάνωση, την οποία επονόμασαν "Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας". Ήταν η μόνη "συνδικαλιστική" οργάνωση της οποίας η λειτουργία επιτρεπόταν στη χώρα και είχε ως στόχους την εξασφάλιση πολιτικής σταθερότητας και την ομαλή λειτουργία όλων των γερμανικών βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων. Επικεφαλής της οργάνωσης τοποθετήθηκε ο Δρ. Ρόμπερτ Λάι, ο οποίος, αναλαμβάνοντας τα ηνία της δήλωσε ότι "σκοπός είναι η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής και παραγωγικής κοινότητας". Στην πραγματικότητα, όπως συνέβαινε και με όλες σχεδόν τις οργανώσεις που δημιούργησαν οι Ναζιστές, σκοπός ήταν ο σχηματισμός ενός ενιαίου παραστρατιωτικού σώματος από εργαζόμενους, που θα αποτελούσαν το "γερμανικό εργατικό μέτωπο" και να υπάρχει έτσι ένα μέσο έκφρασης των συμφερόντων για τους εργαζόμενους αλλά και για τους εργοδότες.
Το DAF ενήργησε ως ο βασικός άξονας καθορισμού των συνθηκών εργασίας. Το δωδεκαμελές συμβούλιό του ήταν αυτό που καθόριζε τους μισθούς (οι μισθοί που καθορίστηκαν αρχικά ήταν αρκετά υψηλοί για την εποχή και σε σχέση με άλλες χώρες), ενώ παρείχε ασφάλεια εργασίας (οι απολύσεις προσωπικού ήταν εξαιρετικά δύσκολες από την πλευρά των εργοδοτών) και παράλληλα ξεκίνησε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, διασκέδασης, τη λειτουργία κυλικείων στους χώρους εργασίας, καθιέρωσε διαλείμματα και ωράρια εργασίας. Σε γενικές γραμμές το DAF παρείχε αρκετά στους Γερμανούς εργαζόμενους με αντάλλαγμα την απόλυτη νομιμοφροσύνη τους (δηλ. υπακοή στους κανόνες που έθετε το καθεστώς). Οι συμβάσεις εργασίας που είχαν συναφθεί επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αναμορφώθηκαν και ανανεώθηκαν. Έτσι οι εργαζόμενοι μπορούσαν να απαιτήσουν περισσότερα από τους εργοδότες, έχοντας παράλληλα εξασφαλίσει τη μη απόλυσή τους και καλύτερη κοινωνική ασφάλιση. Η οργάνωση εξ ορισμού ήταν αντίθετη στον καπιταλισμό, ήταν όμως εξ ίσου αντίθετη με οποιαδήποτε κινητοποίηση εναντίον των εργοδοτών και, φυσικά, ενάντια στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Η Οργάνωση είχε επίσημα διακηρύξει ότι προτιμούσε να διαθέτει μεγάλες κρατικές εταιρίες αντί των ιδιωτικών.
Αν και η συμμετοχή στο DAF ήταν θεωρητικά εθελοντική, οποιοσδήποτε εργάτης που δεν ήταν εγγεγραμμένος σε αυτό δυσκολευόταν ιδιαίτερα να βρει δουλειά σε όλη τη Γερμανία. Η εγγραφή στοίχιζε από 15 πφένιχ έως 3 μάρκα, ανάλογα με την κλίμακα (υπήρχαν είκοσι) στην οποία υπαγόταν ο υποψήφιος. Οι "συνδρομές" αυτές απέφεραν στην Οργάνωση μόνο κατά το 1934 περίπου 300 εκατ. μάρκα.
Το DAF απαρτιζόταν από δύο κύριους κλάδους:
Ένα σημαντικό τμήμα του DAF αποτελούσε το KdF (Kraft durch Freude, η Ισχύς μέσω της Χαράς). Αυτό είχε αναλάβει τη διοργάνωση ταξιδιών αναψυχής, κονσέρτων και πολιτιστικών εκδηλώσεων για τους Γερμανούς εργάτες. Οι δραστηριότητες αυτές είχαν ως κύριο στόχο τους απλούς εργάτες και ακριβώς μέσω αυτού το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα προσδοκούσε να παρέξει στον "μέσο πολίτη" διασκεδάσεις που κάποτε προορίζονταν μόνο για τους πλούσιους. Έτσι ευελπιστούσε ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας θα γινόταν περισσότερο ευέλικτο και παραγωγικό. Μια από τις πλέον περίφημες εκδηλώσεις του υπήρξαν οι κρουαζιέρες με τα υπερωκεάνεια που έλεγχε το DAF, όπως τα Βίλχελμ Γκούστλοφ, Ρόμπερτ Λέι και άλλα. Το KdF συμμετείχε, επίσης, στην παραγωγή του "λαϊκού αυτοκινήτου" (Volkswagen).
Το τμήμα "Schönheit der Arbeit" (SdA, Η ομορφιά της εργασίας) στόχευε στο να κάνει τους χώρους εργασίας πιο ευχάριστους στους εργαζομένους, είτε κάνοντας κάποιες επισκευές / αναπαλαιώσεις σε αυτούς είτε δημιουργώντας νέους χώρους όπως αναψυκτήρια, καντίνες κτλ.
Το τμήμα "Reichsarbeitsdienst" (RAD Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ) αποτελούσε ένα είδος γραφείου ευρέσεως εργασίας, καθώς το Ναζιστικό Κόμμα ανερχόμενο στην εξουσία βρήκε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού μερικώς ή καθόλου απασχολούμενο. Μέσω αυτού του "γραφείου" το καθεστώς πέτυχε να ανεύρει φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο επάνδρωσε τα μεγάλα έργα της εποχής, όπως η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων (Autobahn). Η συμμετοχή των ανέργων ηλικίας 16 έως 25 ετών έγινε υποχρεωτική το 1935.
Το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας είχε την εξής οργάνωση: Μικρότερο τμήμα του αποτελούσε το "μπλοκ" (Block), αποτελούμενο από 15 άτομα, επικεφαλής των οποίων ήταν ο "Blockwalther". Δύο έως έξι μπλοκ αποτελούσαν το "Κύτταρο" (Zellen), με επικεφαλής τον Zellenwalter. Αν κάποια επιχείρηση ή παραγωγική μονάδα διέθετε δέκα τουλάχιστον εργαζόμενους, αυτοί αποτελούσαν την "Κοινότητα του Εργοστασίου" (Betriebsgemeinschaft), της οποίας ηγείτο ο "Betriebsfuhrer". Αν, αντίθετα, η επιχείρηση είχε λιγότερους από 10 εργαζόμενους, τότε αυτοί υπάγονταν σε "κοινότητες", που δημιουργούνταν ανάλογα με τους τόπους που βρίσκονταν οι επιχειρήσεις (συνήθως στον ίδιο δρόμο). Οι κοινότητες αυτές, όπως και τα μέλη τους αποτελούσαν μια "τοπική ομάδα" (Ortsgruppe), επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο "Ortsgruppenwalter". Οι τοπικές ομάδες στη συνέχεια αποτελούσαν ένα "Κύκλο" (Kries) υπό την ηγεσία ενός "Kreiswalter". Πολλοί "κύκλοι " αποτελούσαν ένα γκάου (Gau) με επικεφαλής τον "Gauwart" ενώ οι ανώτερες βαθμίδες αποτελούσαν τις "περιφέρειες" (Bezirke), καθεμιά από τις οποίες είχε ως επικεφαλής τον "Besirkwalter". Το 1935 υπήρχαν 13 τέτοιες "περιφέρειες" στη Γερμανία.
Το DAF είχε επίσης το δικό του μουσικό ύμνο. Το 1942 το DAF αριθμούσε 25 εκατομμύρια μέλη. Διαλύθηκε το 1945, με την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος.