Γερμανικός ρομαντισμός

Ελαιογραφία του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, (1774–1840)
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
Ο Χάινριχ Χάινε
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ

Ο γερμανικός ρομαντισμός αποτελεί το κυρίαρχο καλλιτεχνικό κίνημα στη φιλοσοφία, την τέχνη και τον πολιτισμό των γερμανόφωνων χωρών στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι βάσεις για τους Γερμανούς ρομαντικούς είχαν τεθεί πριν την Γαλλική Επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους. Τα γεγονότα αυτά και οι συνέπειες τους (όπως η ταπεινωτική γερμανική ήττα από τα γαλλικά στρατεύματα) άσκησαν επιρροή και σε πολιτισμικό πεδίο. Εκεί έρχεται και ανδρώνεται η γερμανική ρομαντική τέχνη, με τη στροφή του στην παράδοση, τον ιδεαλισμό, το ασυνείδητο και το συναίσθημα, απέναντι στην ορθολογιστική σκέψη του Διαφωτισμού αλλά και τα αυστηρά οροθετημένα πρότυπα του κλασικισμού. [1]

Όπως είχε γράψει ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ στα μέσα του 19ου αιώνα - όταν το ρεύμα του ρομαντισμού έπνεε πια τα λοίσθια: « … ο ρομαντισμός είναι τέκνο του βορρά και ο βορράς αγαπά τα χρώματα˙ τα όνειρα και τα εξωτικά είναι παιδιά της ομίχλης…». Αυτή η φράση θα έλεγε κανείς ότι συνοψίζει άψογα τα στοιχεία του γερμανικού ρομαντισμού· επιστροφή στους θρύλους, στις παραδόσεις και στην εποποιία του γερμανικού λαού με τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ ή τον Μεσσία του Κλόπστοκ - όσο και της ρομαντικής ζωγραφικής του πρώτου μισού του 19ου αιώνα όπως τα ομιχλώδη τοπία του Friedrich.[2]

Η σχολή Sturm und Drang, από τα τέλη της δεκαετίας του 1760 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1780, προετοίμασε το έδαφος για τα πρωτορομαντικά έργα στη γερμανική λογοτεχνία και μουσική.

Πολλές οι επιρροές του ρομαντισμού στην αρχιτεκτονική. Το 19ο αιώνα ολοκληρώθηκαν μεσαιωνικά κτήρια των οποίων η οικοδόμηση είχε διακοπεί, όπως οι καθεδρικοί ναοί της Κολωνίας και του Ulm. Ήταν μια περίοδος έντονης δραστηριότητας, όχι μόνο για τις εκκλησίες γοτθικού ύφους, αλλά και για τα αστικά κτήρια. Εμφανίζεται η πολεοδομία, για να καταρτίσει τις νέες πόλεις.

Εμφανής είναι η νοσταλγία προς το παρελθόν. Βαυαροί εκπρόσωποι των τεχνών, όπως ο Καρλ Ρότμαν, ο Πέτερ φον Χες, ο Φέρντιναντ Στάντεμαν, ο Λούντβιχ Λάνγκε, ο Καρλ Ραλ, ταξιδεύουν στην Ελλάδα και εμπνέονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, το κλασικό παρελθόν και τα τοπία της, τα οποία απεικονίζουν σύμφωνα με τις ρομαντικές τάσεις της εποχής.

Το Μόναχο προσελκύει ακόμα και μετά τον εκθρονισμό του Όθωνα, Έλληνες καλλιτέχνες και σπουδαστές, χάρη στη μεγάλη καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Ο Λουδοβίκος Α' εντυπωσιάζεται από τις ελληνικές αρχαιότητες, από το ελληνικό τοπίο, από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του υποστηρίζει τους Έλληνες και τους αγώνες τους, και υιοθετεί τους αρχαίους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς για βαυαρικά κτίσματα.[3]

Σημαντικοί εκπρόσωποι του ρομαντισμού στη γερμανική λογοτεχνία είναι οι Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ο Φρίντριχ Σίλερ και ο Γκαίτε. Η τέχνη και η ζωή για τον ρομαντικό συγγραφέα είναι έννοιες αδιαχώριστες. Έτσι, στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος, ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητα της ατομικής εσωτερικής αλήθειας συνιστούν τα αποκλειστικά κριτήρια για την εκτίμηση κάθε έργου τέχνης, το οποίο, με τον μοναδικό του χαρακτήρα, οφείλει να εκφράζει το προσωπικό βίωμα του δημιουργού του.

Ο γερμανικός ρομαντισμός όπως ήταν φυσικό, επεκτάθηκε και στη ζωγραφική. Η σχέση της γερμανικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας με το έργο των μεγάλων ρομαντικών Γερμανών ζωγράφων όπως ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ ή ο Φίλιπ Ότο Ρούνγκε είναι σαφέστατα μια άμεση σχέση σύνδεσης και επηρεασμού των δεύτερων από τις πρώτες. Μέσα από τα πρότυπα που πρέσβευαν η λογοτεχνία και η φιλοσοφία της εποχής, η γερμανική ρομαντική ζωγραφική έρχεται σε άμεση σχέση και συνδιαλλαγή ώστε να τα εκφράσει και οπτικά. [4]

Ο Αυστριακός συνθέτης και μουσικός Φραντς Σούμπερτ (1797 – 1828) αποτέλεσε ίσως το χαρακτηριστικότερο πρότυπο ρομαντικού καλλιτέχνη στον τομέα της μουσικής.

Άλλοι μουσικοί συνθέτες που συνδέθηκαν με το κίνημα του ρομαντισμού στη Γερμανία είναι οι Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Γιοχάνες Μπραμς, Φραντς Λιστ, Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, Ρόμπερτ Σούμαν, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Γιόχαν Στράους, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ.

Ο Μπετόβεν (1770-1827) έζησε και δημιούργησε στο απόγειο της ωριμότητας της κλασικής εποχής, αλλά μέσα στα έργα του και ιδιαίτερα από τη μέση περίοδο της δημιουργίας του, αναγγέλλεται η νέα εποχή, ο ρομαντισμός. Γι΄ αυτό και θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος κλασικός και ο πρώτος μεγάλος ρομαντικός.[5]

Οι τάσεις της εποχής ήταν φυσικό να επηρεάσουν και τη μουσική που από την πλευρά της εκφράζει όλες αυτές τις επιθυμίες και τα αισθήματα με νέες τεχνικές όπως:

  • Αλλοιωμένες συγχορδίες
  • Συνεχείς μετατροπίες (αλλαγές τονικών κέντρων - κλιμάκων)
  • Πληθωρικότητα στη μελωδική έκφραση
  • Πλούσιες σε ηχοχρώματα ενορχηστρώσεις και πολυπληθείς ορχήστρες

Οι παρτιτούρες των ρομαντικών είναι γεμάτες σημειώσεις σχετικά με την εκτέλεση του έργου έτσι ώστε να μην αφήνουν μεγάλο περιθώριο αυτοσχεδιασμού, ενώ ένα είδος που αναπτύσσεται έντονα στην περίοδο αυτή είναι η "Προγραμματική Μουσική".

Σε αντίθεση με την "Απόλυτη Μουσική" που στηρίζεται στην καθαρή έμπνευση, η προγραμματική μουσική προσπαθεί να απεικονίσει παραστάσεις ή συναισθήματα χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που προσφέρουν τα μουσικά όργανα, όπως αντίστοιχα χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι τα χρώματα.[6]

  1. http://popandawe.wordpress.com/2009/03/16/introductiongermanromanticismgr
  2. http://popandawe.wordpress.com/2009/03/16/introductiongermanromanticismgr/
  3. D. Watkin, Ιστορία της Δυτικής αρχιτεκτονικής, ΜΙΕΤ, Αθήνα 200
  4. Honour Hugh & Fleming John , ο.π., σελ 565
  5. Αμάραντος Αμαραντίδης, Μορφολογία της μουσικής, σελ. 134
  6. C. Headington, Ιστορία της Δυτικής Μουσικής, Τόμος 2, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1992