Γεωργία στη ρωμαϊκή εποχή

Η περιοχή της Γεωργίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 7ου αι. μ.Χ. Αυτός ο έλεγχος διέφερε ανάλογα με το χρόνο και ήταν διακοπτόμενος στα βασίλεια της Κολχίδας και της Ιβηρίας στην περιοχή του Καυκάσου. Αυτά τα βασίλεια αντιστοιχούν κατά προσέγγιση σε μερικά από τα δυτικά και ανατολικά μέρη της σύγχρονης Γεωργίας.[1]

Προ-ρωμαϊκή Γεωργία: Η Κολχίδα έγινε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας του Πόντου. .

Οι κατακτήσεις της Ρώμης έφτασαν στην περιοχή του Καυκάσου στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όταν η Ρωμαϊκή Δημοκρατία άρχισε να επεκτείνεται στην Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο.

Στην περιοχή της σημερινής δυτικής Γεωργίας υπήρχε το βασίλειο της Κολχίδας, που εκείνα τα χρόνια είχε περιέλθει στον έλεγχο τού βασιλείου του Πόντου (εχθρού της Ρώμης), ενώ ανατολικότερα υπήρχε το «βασίλειο της Ιβηρικής». Ως αποτέλεσμα των ρωμαϊκών εκστρατειών του Πομπήιου και του Λούκουλλου το 65 π.Χ., το βασίλειο του Πόντου καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους και όλη η επικράτειά του, συμπεριλαμβανομένης της Κολχίδας, ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία του. Η Ιβηρία, από την άλλη πλευρά, καυαλήφθηκε και έγινε υποτελές κράτος της Αυτοκρατορίας.

Από αυτό το σημείο και μετά η Κολχίδα έγινε η ρωμαϊκή επαρχία της Λαζικής, με τον Αυτοκράτορα Νέρωνα να την ενσωματώνει αργότερα στην επαρχία του Πόντου το 63 μ.Χ., και διαδοχικά στην Καππαδοκία από τον Δομιτιανό το 81 μ.Χ. Ταυτόχρονα, η Ιβηρία συνέχισε να είναι ένα κράτος υποτελές, επειδή απολάμβανε σημαντική ανεξαρτησία και -με τις πεδινές περιοχές να δέχονται επιδρομές συχνά από άγριες ορεινές φυλές- η απόδοση ονομαστικού φόρου υποτέλειας στη Ρώμη με αντάλλαγμα την προστασία θεωρήθηκε ως μία αξιόλογη επένδυση.[2]

Τα επόμενα 600 χρόνια της ιστορίας του Νοτίου Καυκάσου σημαδεύτηκαν από τον αγώνα μεταξύ της Ρώμης με τους των Πάρθους και μετά τους Σασσανίδες της Περσίας, που πολέμησαν μακροχρόνιους πολέμους κατά των Ρωμαίων, γνωστούς ως Ρωμαιο-Περσικούς Πολέμους.

Παρά το γεγονός ότι όλα τα μεγάλα φρούρια κατά μήκος της ακτής καταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους, η κυριαρχία τους ήταν αρκετά χαλαρή. Το 69 μ.Χ., οι κάτοικοι του Πόντου και της Κολχίδας υπό τον Ανίκητο οργάνωσαν μία μεγάλη εξέγερση κατά των Ρωμαίων, που έληξε ανεπιτυχώς.

Ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στις αρχές του 1ου αι. Οι παραδοσιακές μαρτυρίες σχετίζονται με το γεγονός με τον Άγιο Ανδρέα, τον Άγιο Σίμωνα τον Ζηλωτή και τον Άγιο Ματάτα (αλλά οι ελληνιστικές, τοπικές παγανιστικές και μιθραϊκές θρησκευτικές πεποιθήσεις παρέμειναν ευρέως διαδεδομένες μέχρι τον 4ο αι.).[3]

Ενώ το βασίλειο του λαού των Λαζών της Κολχίδας διοικούνταν ως ρωμαϊκή επαρχία, η Καυκάσια Ιβηρία αποδέχτηκε ελεύθερα τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική προστασία. Μία πέτρινη επιγραφή που ανακαλύφθηκε στη Μτσχέτα, μιλά για τον ηγεμόνα του 1ου αιώνα Mιχδράτ Α΄ (58 μ.Χ.-106) ως «φίλο των Καίσαρων» και τον βασιλιά «των φιλορωμαίων Ιβήρων». Ο Αυτοκράτορας Βεσπασιανός οχύρωσε την αρχαία τοποθεσία Mτσσχέτα Αρζάμι για τους Ίβηρες βασιλείς το 75 μ.Χ.

Τον 2ο αι. μ.Χ. η Ιβηρία ενίσχυσε τη θέση της στην περιοχή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Φαρσμάν Β΄ Κβέλι (τού Εξέχοντος), που επέτυχε πλήρη ανεξαρτησία από τη Ρώμη και ανακατέκτησε μερικές από τις προηγουμένως χαμένες περιοχές από την παρακμάζουσα Αρμενία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Ιβηρία και η Ρώμη έγιναν σύμμαχοι. Ο Φαρσμάνος Β' προσκλήθηκε μάλιστα από τον Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο στη Ρώμη, και ένα έφιππο άγαλμα του Ίβηρα βασιλιά στήθηκε στην πλατεία του Άρη προς τιμήν του.

Τον 3ο αι. μ.Χ. η φυλή των Λαζών κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Κολχίδας, ιδρύοντας το βασίλειο της Λαζικής, τοπικά γνωστό ως Εγρίσι. Η Κολχίδα ήταν μία σκηνή τού παρατεταμένου ανταγωνισμού μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) και της Σασσανιδικής αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα τον Λαζικό πόλεμο από το 542 έως το 562.[4]

Η «Γέφυρα του Πομπήιου» κατασκευάστηκε στη Γεωργία από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους του Πομπήιου.

Επιπλέον, στις αρχές του 3ου αιώνα, η Ρώμη έπρεπε να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Καυκάσιας Αλβανίας και της Αρμενίας στη Σασσανιδική Περσία, αλλά όλη η σημερινή Γεωργία ήταν και πάλι υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων με τον Αυρηλιανό και τον Διοκλητιανό γύρω στο 300 μ.Χ.[5]

Στην επαρχία τού Λαζικού (ή Λαζική) δόθηκε ένας βαθμός αυτονομίας, που στα μέσα του 3ου αι. εξελίχθηκε σε πλήρη ανεξαρτησία, με το σχηματισμό ενός νέου βασιλείου της Λαζικής-Eγρίσι στα εδάφη μικρότερων πριγκιπάτων των Zανς, Σβανς, Aψύλς, και Σανύγχς. Αυτό το νέο νοτιοδυτικό κράτος τού Καυκάσου επέζησε για περισσότερα από 250 χρόνια, μέχρι το 562, όταν απορροφήθηκε από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επί Ιουστινιανού Α'.[6]

Πράγματι το 591 μ.Χ. η Αυτοκρατορία και η Περσία συμφώνησαν να μοιράσουν την Καυκάσια Ιβηρία μεταξύ τους, με την Τιφλίδα να βρίσκεται στα χέρια των Περσών και τη Μτσχέτα να βρίσκεται υπό Ρωμαϊκό έλεγχο.

Στις αρχές του 7ου αι. η προσωρινή εκεχειρία μεταξύ των Ρωμαίων και της Περσίας κατέρρευσε ξανά. Ο Ίβηρας πρίγκιπας Στέφανος Α' (π. 590-627), αποφάσισε το 607 να ενώσει τις δυνάμεις του με την Περσία, για να επανενώσει όλα τα εδάφη της Καυκάσιας Ιβηρίας, στόχο που φαίνεται να κατάφερε.

Όμως η επίθεση τού Αυτοκράτορα Ηράκλειου το 628 έφερε νίκη επί των Περσών, και εξασφάλισε τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη δυτική και ανατολική Γεωργία, μέχρι την εισβολή και την κατάκτηση τού Καυκάσου από τους Άραβες το δεύτερο μισό του 7ου αι.

Πράγματι, η παρουσία της Ρώμης άρχισε να εξαφανίζεται από τη Γεωργία μετά τη μάχη της Σεβαστούπολης, που έγινε κοντά στις ανατολικές ακτές τού Εύξεινου Πόντου το 692 μεταξύ των Ομεϋαδών, και των στρατευμάτων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Λεόντιο.[7]

Η επαρχία Λαζικής του Ιουστινιανού το 565 μ.Χ.

Η Σεβαστούπολη (πραγματικό Σουχούμι) συνέχισε να παραμένει το τελευταίο ρωμαϊκό οχυρό στη δυτική Γεωργία, μέχρι που τελικά λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τον Άραβα κατακτητή Μαρουάν Β' το 736.

Ρωμαϊκός Χριστιανισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία από τις κύριες κληρονομιές της Ρώμης στη Γεωργία είναι η χριστιανική πίστη.

Πράγματι ο Χριστιανισμός, που κηρύχθηκε για πρώτη φορά από τους Αποστόλους Σίμωνα και Ανδρέα τον 1ο αι., έγινε η κρατική θρησκεία της Καυκάσιας Ιβηρίας το 327, καθιστώντας τη Γεωργία μία από τις πρώτες χριστιανικές χώρες στον κόσμο.[8][9]

Η τελική μεταστροφή όλης της Γεωργίας στον Χριστιανισμό το 327 πιστώνεται στην Αγία Νίνα της Καππαδοκίας. Ήταν η μοναχοκόρη ευσεβών και ευγενών γονέων, του Ρωμαίου στρατηγού Ζαβουλώνα, συγγενή τού μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, και της Σουζάνας, αδελφής του Πατριάρχη Ιεροσολύμων.[10]

Ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε κρατική θρησκεία από τον βασιλιά Μιριάν Γ' της Ιβηρίας ήδη από το 327, γεγονός που έδωσε μεγάλο ερέθισμα στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας, των τεχνών και στην ενοποίηση της χώρας. Το 334 ο Mιριάν Γ΄ ανέθεσε την οικοδόμηση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Ιβηρική, η οποία τελικά ολοκληρώθηκε το 379, στο σημείο όπου τώρα βρίσκεται ο Καθεδρικός Ναός του Ζωντανού Στύλου στη Mτσχέτα, την αρχαία πρωτεύουσα της Γεωργίας.

Η Πέτρα στη Λαζική είναι μία αρχαία επισκοπή στη Γεωργία, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των τιτουλαρίων καθολικών της Καθολικής Εκκλησίας.[11]

Τα απομεινάρια της ανατολικής πύλης στην Αρχαιόπολη.
Γκόνιο (παλαιότερα ονομαζόταν «Άψαρος»): ερείπια ρωμαϊκού λουτρού στο φρούριο.

Η ρωμαϊκή παρουσία ήταν τεράστια στην παράκτια Γεωργία, όπου ορισμένα ρωμαϊκά οχυρά υπερασπίζονταν για αιώνες από λεγεωνάριους (και είχαν ακόμη και ορισμένους Ρωμαίους αποίκους, που ζούσαν στις σχετικές πόλεις). Το φρούριο τού Γκόνιο, στην αρχαία πόλη της Κολχίδας «Άψαρος», θεωρείται από ορισμένους μελετητές (όπως ο Tέοντορ Μόμσεν) ότι ήταν το κέντρο της ρωμαϊκής εξουσίας στη δυτική Γεωργία από τον 2ο αι. μ.Χ.

Πράγματι, ο ρωμαϊκός πολιτισμός -σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα- ήταν ευρέως διαδεδομένος στη δυτική Λαζική, ήταν μειωμένος στην ανατολική Κολχίδα, και ελάχιστος στην Καυκάσια Ιβηρία (με εξαίρεση την πρωτεύουσα Μτσχέτα).

Τα κύρια ρωμαϊκά οχυρά (και οι σχετικές πόλεις) ήταν:

  • Μπατούμι. Επί Αδριανού μετατράπηκε σε οχυρωμένο ρωμαϊκό λιμάνι, αργότερα ερημώθηκε για το κοντινό φρούριο της Πέτρας, που ιδρύθηκε την εποχή του Ιουστινιανού Α' (γύρω στο 535).
  • Γκάγκρα. Οι Ρωμαίοι μετονόμασαν την πόλη σε "Nιτίκα". Η θέση της οδήγησε τους Ρωμαίους να οχυρώσουν την πόλη, η οποία δέχτηκε επανειλημμένες επιθέσεις από Γότθους και άλλους εισβολείς τον 5ο αι.
  • Γκόνιο. Τον 2ο αι. μ.Χ. ήταν μία καλά οχυρωμένη ρωμαϊκή πόλη,, με σχεδόν 2000 λεγεωνάριους.[12] Η πόλη ήταν επίσης γνωστή για το θέατρο και τον ιππόδρομό της. Υπήρχε ακόμη και ένα Γενουατικό εμπορικό εργοστάσιο στην τοποθεσία τον 13ο αι.
  • Πιτσούντα. Γύρω από το Φρούριο άκμασε μία εμπορική πόλη. Στα τέλη του 13ου αι. η περιοχή στέγαζε μία βραχύβια εμπορική αποικία Γενουατών, που ονομαζόταν «Πετσόντα».
  • Φάσις. Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μιθριδατικού Πολέμου, η Φάσις (σημερινή Πότι) πέρασε στον έλεγχο των Ρωμαίων. Εκεί ο Πομπήιος συνάντησε τον Σερβίλιο, τον ναύαρχο του Ευξείνου στόλου του το 65 π.Χ.
  • Σουχούμι. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αύγουστος ονόμασε την πόλη «Σεβαστόπολη». Υπολείμματα πύργων και ρωμαϊκών τειχών της Σεβαστούπολης έχουν βρεθεί κάτω από το νερό. Ήταν το τελευταίο ρωμαϊκό οχυρό στη Γεωργία μέχρι το 736, όταν καταστράφηκε από τους Άραβες.

Η Αρχαιόπολη (σημερινή Noκαλακέβι) κυβερνήθηκε από τους Ρωμαίους από την εποχή τού Αυγούστου, αλλά μόνο η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανέπτυξε με τεράστια κλίμακα αυτή την οχύρωση στο κέντρο της Λαζικής μετά τον 4ο αι. μ.Χ. Στην πραγματικότητα είναι ένας διάσημος αρχαιολογικός χώρος της Γεωργίας.[13]

Το Αρμάζι, στην ανατολική Γεωργία, ήταν μία άλλη οχυρή πόλη, που σχετίζεται με τη Ρώμη. Αυτό το φρούριο κοντά στη Μτσχέτα καταλήφθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του το 65 π.Χ. εναντίον τού βασιλιά της Ιβηρικής Αρτάγ. Μία ερειπωμένη κατασκευή επάνω από τον κοντινό ποταμό Mτκβάρι χρονολογείται από εκείνη την εποχή, και εξακολουθεί να ονομάζεται «γέφυρα του Πομπήιου». Η ακμή του Αρμάζι ήρθε, όταν η Ιβηρία συμμάχησε με τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Μία πέτρινη στήλη που ανακαλύφθηκε στο Αρμάζι το 1867, αναφέρει ότι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Βεσπασιανός οχύρωσε το Αρμάζι για τον βασιλιά της Ιβηρικής Μιθριδάτη Α' το 75 μ.Χ.[14] Αυτό το αμυντικό τείχος που κατασκευάστηκε σε μοναδική θέση, για να μπλοκάρει τη νότια έξοδο τού περάσματος Νταριάλ πριν διευρυνθεί στην πεδιάδα της σύγχρονης Τιφλίδας, ήταν πιθανώς ένα προληπτικό μέτρο κατά των Αλανών, που έκαναν συχνά επιδρομές στα ρωμαϊκά σύνορα πέρα από τον Καύκασο.

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. W.E.D. Allen, A history of the Georgian people (1932), p. 123
  2. Theodor Mommsen, William Purdie Dickson, Francis Haverfield. The provinces of the Roman Empire: from Caesar to Diocletian. Gorgias Press LLC, 2004: pg. 68
  3. "Christianity and the Georgian Empire" (early history) Library of Congress, March 1994, webpage:LCweb2-ge0015.
  4. «History of the later Roman Empire: The Lazic war». 
  5. «Ancient Georgia». 
  6. «Wars of Justinian I». 
  7. Haldon, John F. Byzantium in the seventh century p.72
  8. The Church Triumphant: A History of Christianity Up to 1300, E. Glenn Hinson, p 223
  9. Prayers from the East: Traditions of Eastern Christianity, Richard Marsh, p. 3
  10. «stnina.ca/stnina_life.html». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2010. 
  11. Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana, 2013, (ISBN 978-88-209-9070-1)), p. 952
  12. «Photos of Gonio-Apsaros». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2023. 
  13. «Archaeopolis». 
  14. Sherk, Robert K. (1988), The Roman Empire: Augustus to Hadrian, p. 128-9
  • Μπράουντ, Ντέιβιντ. Georgia in Antiquity: A History of Colchis and Transcaucasian Iberia, 550 π.Χ.-562 μ.Χ. Oxford University Press. Νέα Υόρκη, 1994(ISBN 0-19-814473-3)
  • Haldon, John F. Το Βυζάντιο τον έβδομο αιώνα . Cambridge University Press. Cambridge, 1997
  • Λανγκ, Ντέιβιντ Μάρσαλ. Οι Γεωργιανοί . Thames & Hudson. Λονδίνο, 1966
  • Mommsen, Theodore. Οι επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας . Barnes & Noble Books. Νέα Υόρκη, 1996.(ISBN 0-7607-0145-8)ISBN 0-7607-0145-8
  • Ρόζεν, Ρότζερ. Γεωργία: Μια κυρίαρχη χώρα του Καυκάσου . Εκδόσεις Οδύσσεια. Χονγκ Κονγκ, 1999.(ISBN 962-217-748-4)ISBN 962-217-748-4
  • Σερκ, Ρόμπερτ. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: Ο Αύγουστος στον Αδριανό . Cambridge University Press. Cambridge, 1988.(ISBN 0-521-33887-5)ISBN 0-521-33887-5 .
  • Τουμάνωφ, Κύριλλος. Μελέτες στη Χριστιανική Καυκάσια Ιστορία . Georgetown University Press. Ουάσιγκτον, 1963