Γεώργιος Λασσάνης | |
---|---|
Υπουργός Οικονομικών | |
Περίοδος 14 Φεβρουαρίου 1836 – 21 Μαρτίου 1837 | |
Πρωθυπουργός | Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ |
Προκάτοχος | Νικόλαος Θεοχάρης |
Διάδοχος | Νικόλαος Μπότασης |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | Γεώργιος Λάτσκος1793, Κοζάνη |
Θάνατος | 1870[1][2] Αθήνα |
Εθνότητα | Έλληνας |
Υπηκοότητα | Ελλάς |
Επάγγελμα | Λογοτέχνης |
Στρατιωτική υπηρεσία | |
Μάχες/πόλεμοι | Ελληνική Επανάσταση, 1821, Μολδοβλαχία |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο Γεώργιος Λασσάνης (Κοζάνη 1793 - Αθήνα 1870) ήταν Έλληνας λόγιος και πολιτικός από την Κοζάνη. Aνέπτυξε δραστηριότητα ως συγγραφέας, δραματουργός και δάσκαλος· υπήρξε Φιλικός και συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 στη Μολδοβλαχία ως Ιερολοχίτης και μέλος του στενού περιβάλλοντος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ενώ στα χρόνια 1828-1829 έλαβε μέρος στις τελευταίες μάχες του Αγώνα στην Αττική. Μετά την ίδρυση του ελλήνικου κράτους κατέλαβε υψηλά αξιώματα, μεταξύ άλλων εκείνο του υπουργού οικονομικών.
Ο Γεώργιος Λασσάνης ήταν γιος του εύπορου Κοζανίτη εμπόρου Ιωάννη Λάτσκου Σαπουντζή και της Αικατερίνης Χατζηκλήμου (γεν. περ. 1776).[3] Ο πατέρας του δολοφονήθηκε από ληστές, γύρω στα 1796, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Βιέννη όπου εμπορευόταν. Ο Γεώργιος διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην Κοζάνη. Γύρω στο 1813 αρραβωνιάστηκε την Κοζανίτισσα Αναστασία Τακιατζή. Μετά το 1814, άγνωστο πότε ακριβώς, μετέβη στην Πέστη, όπου εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στις εμπορικές επιχειρήσεις του Νικολάου Τακιατζή, πατέρα της Αναστασίας.
Μετά από μία μάλλον σύντομη διαμονή στην Πέστη, ανεχώρησε για τη Λειψία της Γερμανίας. Εκεί ενδέχεται να παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της πόλης ως ελεύθερος ακροατής. Έμεινε στη Λειψία έως το 1816 ή τις αρχές του 1817. Το 1816, ενώ βρισκόταν στην κεντρική Ευρώπη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Από την κεντρική Ευρώπη μετακινήθηκε στα Βαλκάνια. Την εποχή αυτή φαίνεται να διαλύθηκε και ο αρραβώνας του με την Αναστασία Τακιατζή.
Το 1817 βρισκόταν στο Ιάσιο και, το αργότερο, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Βουκουρέστι. Από εκεί μετέβη στη Μόσχα όπου κατηχήθηκε από τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα σε κάποιον από τους ανώτατους βαθμούς της Φιλικής Εταιρείας. Τον Σεπτέμβριο του 1818 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας. Συμμετείχε ενεργά στη θεατρική δραστηριότητα της πόλης, ως δραματουργός και ηθοποιός του ελληνικού ερασιτεχνικού θιάσου. Για τον θίασο αυτό έγραψε το 1818 το μονόπρακτο Ελλάς (δημοσιεύτηκε το 1820) και το 1819 συνέταξε τη θεατρική διασκευή Αρμόδιος και Αριστογείτων. Τα έργα παραστάθηκαν το 1819 με συμμετοχή του ίδιου ως ηθοποιού. Το 1819 ο Λασσάνης δραστηριοποιήθηκε ως παιδαγωγός. Μαζί με τον Φιλικό Γεώργιο Γεννάδιο (1786-1854), δάσκαλο του Ελληνεμπορικού Σχολείου της Οδησσού, συνέταξαν μια Εγκυκλοπαιδεία των παιδικών μαθημάτων (Μόσχα 1820) με στόχο να τη χρησιμοποιήσουν στη διδασκαλία στο παραπάνω εκπαιδευτικό ίδρυμα. Την ίδια και την επόμενη χρονιά εισήγαν εκεί την αλληλοδιδακτική μέθοδο, ακολουθώντας χωρίς καθυστέρηση την επίκαιρη τότε παιδαγωγική τάση που είχε εκδηλωθεί στη Δύση.
Στις αρχές Αυγούστου του 1820, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος είχε αναλάβει εντωμεταξύ την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (12.4.1820), έφτασε στην Οδησσό, ο Λασσάνης εντάχθηκε στο στενό περιβάλλον του. Τον Σεπτέμβριο του 1820 ο Λασσάνης εγκατέλειψε την Οδησσό μαζί με τον Υψηλάντη, συνοδεύοντάς τον ως «γραμματικός» του στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με ηγετικά στελέχη της Φιλικής, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Γρηγόριο Δικαίο, τον Χριστόφορο Παρραιβό κ.ά., και να αποφασίσουν το πέρασμα από την «ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία» της Επανάστασης «στην άμεση ένοπλη εξέγερση». Στο εξής ο Λασσάνης έμεινε στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αναλαμβάνοντας καταρχάς τις συνεννοήσεις με τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον Απρίλιο του 1821, ο Λασσάνης ακολούθησε τον Υψηλάντη στο Τιργοβίστι, όπου διορίστηκε αρχιγραμματέας του «Γενικού Βουλευτηρίου» του συγκεντρωμένου ελληνικού στρατού. Η άποψη του σκωτσέζου στρατιωτικού και ιστορικού Τόμας Γκόρντον (1788-1841) ότι ο Λασσάνης συμμετείχε τότε στη δολοφονία του Ρουμάνου επαναστάτη Τούντορ Βλαντιμιρέσκου (περ. 1780-1821) δεν τεκμηριώνεται από πηγές. Στις 7/19 Ιουνίου ο Λασσάνης έλαβε μέρος στην τραγική μάχη στο Δραγατσάνι ως χιλίαρχος του Ιερού Λόχου.
Η διάλυση των ελληνικών δυνάμεων που ακολούθησε την ήττα στο Δραγατσάνι ανάγκασε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να εγκαταλείψει το έδαφος των Ηγεμονιών, προκειμένου να μην συλληφθεί από τους Οθωμανούς. Ο Λασσάνης, μέλος της μικρής συνοδείας του, ανέλαβε τότε να διαπραγματευτεί με τις αυστριακές αρχές στην Τρανσυλβανία τη διέλευση του Υψηλάντη και της συνοδείας του από τα εδάφη της, προκειμένου να μεταβεί ο Υψηλάντης στο Αμβούργο και από εκεί στην Αμερική. Καταπατώντας την υπόσχεση για ελεύθερη διάβαση, οι Αυστριακοί συνέλαβαν στις 16/28 Ιουνίου 1821 τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τη συνοδεία του, η οποία αποτελείτο από τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, τον Λασσάνη, τον Γεράσιμο Ορφανό, τον Κωνσταντίνο Καβαλερόπουλο και τον Πολωνό Wazlov Hornovsky. Φυλακίστηκαν πρώτα στο Μουνκάτς (Munkács) στη σημερινή δυτική Ουκρανία, έως το 1823, και εν συνεχεία στο Τερεζίν (Terezín) στην Τσεχία, κοντά στην Πράγα. Οι Έλληνες επαναστάτες απελευθερώθηκαν μόλις στις 25 Νοεμβρίου του 1827, μετά από μεσολάβηση του τσάρου Νικολάου, στο πλαίσιο μιας θετικής στροφής της ρωσικής πολιτικής απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση.[4] [3]
Μετά την απελευθέρωσή τους από την επταετή αυστριακή φυλάκιση, ο Λασσάνης μετέβη μαζί τον Υψηλάντη, τους αδελφούς του και τον Καβαλερόπουλο, στη Βιέννη, ταξιδεύοντας προς τη Βερόνα, η οποία είχε οριστεί ως τόπος περιορισμού του Υψηλάντη. Στις 31 Ιανουαρίου του 1828, ωστόσο, ο βαριά άρρωστος Υψηλάντης απεβίωσε στη Βιέννη. Στους επόμενους μήνες οι συνοδοιπόροι του εγκατέλειψαν τη Βιέννη.
Καθώς οι Αυστριακοί απαγόρευαν τα ταξίδια Ελλήνων προς την Ελλάδα μέσω της επικράτειάς τους, ο Λασσάνης, που σκόπευε να ενταχθεί και πάλι στον Αγώνα, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει μέσω της (αυστριακής τότε) Τεργέστης, που θα ήταν το κοντινότερο λιμάνι στη Βιέννη. Τον Απρίλιο του 1828 αναχώρησε από τη Βιέννη και ταξιδιεύοντας μέσω του Μονάχου, της Καρλσρούης, του Στρασβούργου, των Παρισίων και της Μασσαλίας, επιβιβάστηκε σε μία γαλλική φρεγάτα στη Λυών. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του αυτού έγινε δεκτός από τον βασιλιά Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας, στο Μόναχο, και ήρθε σε επαφή με τα γερμανικά και αλσατικά φιλελληνικά δίκτυα της εποχής.[5]
Ο Λασσάνης έφτασε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1828. Εντάχθηκε στον στρατό της Ανατολικής Ελλάδος υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και έλαβε μέρος στις μάχες του Στεβένικου, της Λιβαδειάς, της Θήβας και της Πέτρας. Τον Μάιο του 1833, μετά την έλευση του βασιλιά Όθωνα και των αντιβασιλέων, ο Λασσάνης διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Την εποχή αυτή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου στις 3 Νοεμβρίου 1834 παντρεύτηκε την Ευφημία Λιανοσταφίδα, κόρη του Στάμου Λιανοσταφίδα και της Καρυάς Ιωάννη Γέροντα.
Το 1836 διορίστηκε υπουργός οικονονικών. Απομακρύνθηκε από τη θέση αυτή την άνοιξη του 1837, επειδή σε συνεργασία με τον αντιβασιλέα Ιωσήφ Λουδοβίκο Άρμανσπεργκ (1787-1853) είχε παραβεί τα καθήκοντά του, ευνοώντας πρόσωπα του πελατειακού δικτύου τους κατά τη διανομή των εθνικών γαιών. Μετακινήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Όντας υπέρμαχος της συνταγματικής μοναρχίας, συμμετείχε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Υπήρξε μέλος της Βασιλικής Φάλαγγας από το 1847. Το 1850 διορίστηκε νομάρχης Ακαρνανίας και Αιτωλίας και το 1853 νομάρχης Αθηνών. Από τη θέση αυτή συμμετείχε στις προσπάθειες καταστολής της ληστείας. Αργότερα διετέλεσε νομάρχης Φθιώτιδος και Φωκίδος (έως το 1860), ενώ το 1861 διορίστηκε Βασιλικός Επίτροπος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο Λασσάνης πέθανε το βράδυ της Δευτέρας 6/18 προς την Τρίτη 7/19 Ιουλίου του 1870 στην Αθήνα.[6]
Το 1865, με σκοπό να ενισχύσει το ελληνικό θέατρο που διένυε τότε μια εποχή ύφεσης, ο Λασσάνης θέσπισε με τη διαθήκη του το κληροδότημα που χρησιμοποιήθηκε για τον Λασσάνειο Διαγωνισμό. Σαφώς επηρεασμένος από τον ρομαντισμό, ο Λασσάνης όριζε βραβεία για δύο έργα, μία κωμωδία και μία τραγωδία, τα οποία θα προήγαν και τα δύο το «εθνικό» θέατρο, επιλέγοντας θέματα από τη σύγχρονη ελληνική ζωή, η πρώτη, και από την ελληνική ιστορία (με έμφαση στη βυζαντινή περίοδο και στην ιστορία των Κλεφτών) η δεύτερη. Ο Λασσάνειος Διαγωνισμός διεξήχθη για πρώτη φορά το 1889 και για τελευταία το 1910.[7]
Στην Αθήνα ο Λασσάνης και η σύζυγός του Ευφημία Λιανοσταφίδα κατοίκησαν σε ένα διώροφο κτήριο στην πλατεία των Αέρηδων στην Πλάκα, το οποίο χτίστηκε στα έτη 1833-1837. Σήμερα στεγάζεται σε αυτό το Μουσείο ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων και το Κέντρο Μουσικολογίας. (Βλ. Αρχοντικό Λασσάνη, Πλάκα, Αθήνα.)
Στην Κοζάνη σώζεται το πατρικό του σπίτι σε κεντρική πλατεία της πόλης η οποία φέρει το όνομά του (Πλατεία Λασσάνη). Το αρχοντικό του έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο οίκημα και μνημείο. Διέθετε 2 ορόφους, κελάρι και μια αποθήκη. Περιτριγυρίζεται από πέτρινη μάντρα. Οι διαστάσεις του αρχοντικού δεν είναι τόσο επιβλητικές όσο άλλων στην Κοζάνη, όμως χαρακτηρίζεται από έναν αρμονικό όγκο, με μορφολογικά χαρακτηριστικά αστικής αρχιτεκτονικής και μία λειτουργικότητα σοφά προσαρμοσμένη στις καιρικές συνθήκες του τόπου. Από τις 11 Οκτωβρίου 2008 (96η επέτειος από την Απελευθέρωση της Κοζάνης) στεγάζει τη Δημοτική Χαρτοθήκη Κοζάνης
Οι Δημοτικές εκδηλώσεις στην Κοζάνη στο τέλος του καλοκαιριού, με διάφορους αθλητικούς διαγωνισμούς, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κ.α. φέρουν το όνομα "Λασσάνεια".
Το απεικονιζόμενο πορτρέτο του Γεώργιου Λασσάνη είναι το μοναδικό γνωστό πορτρέτο του. Πρόκειται για φωτογραφία ενός πορτρέτου του το οποίο λανθάνει. Ο δημιουργός του δεν είναι γνωστός. Η φωτογραφία του λανθάνοντος πορτρέτου φυλάσσεται στο Φωτογραφικό Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (ταξινομικός αριθμός ΙΒ 1118).
Ο Δήμος Κοζάνης χρησιμοποιεί το πορτρέτο του Λασσάνη που απεικονίζεται εδώ στην επίσημη σφραγίδα του Δήμου Κοζάνης.