Γιαν Νεπομούτσεν Γκουοβάτσκι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Jan Nepomucen Głowacki (Πολωνικά) |
Γέννηση | 1802[1][2][3] Κρακοβία[4][5][6] |
Θάνατος | 28 Ιουλίου 1847[7][8][4] Κρακοβία[4][5][6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Δουκάτο της Βαρσοβίας Ελεύθερη Πόλη της Κρακοβίας Αυστριακή Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά[2] |
Σπουδές | Ακαδημία Καλών Τεχνών «Γιαν Ματέικο» |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[4][9] διδάσκων πανεπιστημίου[6] |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Ludwika Groppler[10] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιαν Νεπομούτσεν Γκουοβάτσκι (πολωνικά: Jan Nepomucen Głowacki, 1802 – 28 Ιουλίου 1847) ήταν Πολωνός ρεαλιστής ζωγράφος της ρομαντικής εποχής, ο οποίος θεωρείται ο πιο σημαντικός τοπιογράφος των αρχών του 19ου αιώνα στην υπό τους ξένους διαμελισμούς Πολωνία.[11][12] Ο Γκουοβάτσκι σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κρακοβίας και αργότερα στις ακαδημίες της Πράγας και της Βιέννης, καθώς και της Ρώμης και του Μονάχου. Επέστρεψε στην Κρακοβία το 1828 και έγινε δάσκαλος ζωγραφικής και σχεδίου. Από το 1842 υπηρέτησε ως καθηγητής στη Σχολή Τοπογραφίας της Σχολής Καλών Τεχνών. Έργα του βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Πολωνίας και στα παραρτήματά του.[13] Μερικά από τα έργα του κλάπηκαν από τη Ναζιστική Γερμανία στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν ανακτήθηκαν ποτέ.[14]
Ο Γκουοβάτσκι γεννήθηκε στην Κρακοβία, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πήρε τα πρώτα του μαθήματα τέχνης με τον ζωγράφο Αντόνι Γκιζίνσκι και μεταξύ 1819 και 1825 παρακολούθησε τα εργαστήρια των Γιούζεφ Μπροντόφσκι και Γιούζεφ Πέσκα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κρακοβίας. Συνέχισε τις σπουδές του στην Πράγα και στη συνέχεια στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, υπό τον Φραντς Στάινφελντ μέχρι το 1828. Πήγε στη Ρώμη το 1834-35 και τελείωσε τις σπουδές του στο Μόναχο. Στο εξωτερικό, ονομαζόταν Γιαν Νεπόμουκ Γκλοβάτσκι (Jean Nepomuk Glowacki).[15] Με την επιστροφή του από τη Βιέννη, ο Γκουοβάτσκι έγινε δάσκαλος τέχνης στη γενέτειρά του και επίσης παραγωγικός καλλιτέχνης. Ζωγράφισε κυρίως τοπία και τοπία πόλεων, καθώς και πορτρέτα και θρησκευτικές ή μυθολογικές σκηνές.[11] Επηρεάστηκε από τη βιεννέζικη σχολή του ρεαλισμού, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στις σπουδές του στην προσωπογραφία. Οι Πολωνοί κριτικοί τέχνης και ιστορικοί τον θεωρούν πατέρα της πολωνικής σχολής ζωγραφικής τοπίου.[16]
Ο Γκουοβάτσκι ήταν ο πρώτος Πολωνός καλλιτέχνης που αφιέρωσε μια ολόκληρη σειρά έργων στα Όρη Τάτρα.[16] Ήταν επίσης ο πρώτος που έκανε μελέτες για τις ελαιογραφίες του σε επίπονες υπαίθριες εκδρομές. Τοπία όπως το «Widok z Poronina» (Θέα από το Πορόνιν, 1836) και «Μόρσκιε Όκο» (1837) λέγεται ότι σηματοδοτεί την αρχή της ρεαλιστικής πολωνικής ζωγραφικής των ορέων.[17] Τα ρομαντικά τοπία της πόλης του στην Κρακοβία και τα περίχωρά της έγιναν πολύ δημοφιλή κατά τη διάρκεια της ζωής του χάρη σε ένα άλμπουμ με 24 εκτυπώσεις που δημοσίευσε το 1836.[15] Ήταν παντρεμένος και είχε έναν υιό, τον Γιούστιν Γιαν Γκουοβάτσκι, που γεννήθηκε το 1838, και μια κόρη, την Εμίλια (περίπου 1840). Πολύ λίγα άλλα είναι γνωστά για την προσωπική του ζωή.[18]
Επιλεγμένοι πίνακες τοπίων | |||||||||
|
Index of known artwork looted in World War II.[νεκρός σύνδεσμος]