1975 | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 9 Ιανουαρίου 1948 | ||
Τόπος γέννησης | Βρότσουαφ, Πολωνία | ||
Ύψος | 1,93 μ. | ||
Θέση | Τερματοφύλακας | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1963–1967 | Γκβάρντια Βρότσλαβ | (0) | |
1967–1970 | Σλασκ Βρότσλαβ | 25 | (0) |
1970–1972 | Λέγκια Βαρσοβίας | 19 | (0) |
1972–1978 | ΛΚΣ Λοτζ | 155 | (1) |
1978–1981 | Κ. Μπέρσχοτ Φ.Α.Κ. | 85 | (0) |
1981–1982 | Έρκουλες ΚΦ | 15 | (0) |
1982–1984 | ΛΚΣ Λοτζ | 4 | (0) |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1971–1981 | Πολωνία | 63 | (0) |
Τίτλοι | |||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Γιαν Τομασέφσκι (πολωνικά: Jan Tomaszewski, γεννήθηκε 9 Ιανουαρίου 1948) είναι Πολωνός πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας. Ήταν βασικός της Εθνικής Πολωνίας στην κατάκτηση της τρίτης θέσης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου αναδείχθηκε Καλύτερος Τερματοφύλακας και στην κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976.[1] Ο κορυφαίος τερματοφύλακας στην ιστορία της χώρας του, ψηφίστηκε 18ος καλύτερος Ευρωπαίος τερματοφύλακας του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.[2] [3]
Ο Τομασέφσκι μεγάλωσε στο Βρότσουαφ, όπου οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί όταν εκδιώχθηκαν από το Βίλνιους μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.[4]
Η ποδοσφαιρική σταδιοδρομία του ήταν κυρίως με την ΛΚΣ Λοτζ. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, του επετράπη να αγωνιστεί στο εξωτερικό, πρώτα στη βελγική Κ. Μπέρσχοτ Φ.Α.Κ. κατακτώντας το μοναδικό συλλογικό τίτλο της καριέρας του (Κύπελλο του 1979) και στη συνέχεια στην ισπανική Έρκουλες ΚΦ, πριν αποσυρθεί το 1984 μετά από δύο ακόμη χρόνια με την ΛΚΣ Λοτζ.[5]
Έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ανδρών στον αγώνα με τη Δυτική Γερμανία (1-3) στη Βαρσοβία το 1971.[6] Ο Τομασέφσκι μνημονεύεται συχνά για την απόδοσή του για την Εθνική Πολωνίας απέναντι στην Αγγλία, σε προκριματικό αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, που η Αγγλία χρειαζόταν να κερδίσει.[7] Ο Τομασέφσκι είχε χαρακτηριστεί για την αμφίεσή του ως «κλόουν» από τον Μπράιαν Κλαφ πριν από τον αγώνα (οι δύο άνδρες όμως έγιναν αρκετά φίλοι στα επόμενα χρόνια), αλλά είχε το τελευταίο λόγο, καθώς πραγματοποίησε το εντυπωσιακή εμφάνιση που του απέφερε το βραβείο «Παίκτης του Αγώνα», αφού έκανε επανειλημμένα αποκρούσεις στα σουτ των Άγγλων, που είχαν 35 τελικές προσπάθειες έναντι δύο μόνον των Πολωνών. Το μοναδικό γκολ που δέχθηκε ήταν το πέναλτι ισοφάρισης από τον Άλαν Κλαρκ.[8][9][10] Η Πολωνία έφερε την επιθυμητή ισοπαλία 1-1 και προκρίθηκε στους τελικούς στη Δυτική Γερμανία σε βάρος της Αγγλίας.[11]
Στο «Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου», ο Μπράιαν Γκλάνβιλ έγραψε: «Εκ των υστέρων, να αποκλειστείς από μια τόσο καλή ομάδα, όπως η Πολωνία δεν φαίνεται ντροπή, αλλά αυτός είναι ένας εκ των υστέρων συλλογισμός. Αμφιβάλλω αν η Αγγλία θα μπορούσε να έχει κάνει τόσο εκθαμβωτική συμβολή όσο η Πολωνία στη διοργάνωση, ωστόσο πρέπει να θυμόμαστε ότι η Πολωνία που νίκησε την Αγγλία και η Πολωνία που πήρε τη θέση της ήταν δύο πολύ διαφορετικές προτάσεις». Η Πολωνία διεκδίκησε την τρίτη θέση κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Δυτική Γερμανία, στο οποίο ο Τομασέφσκι απέκρουσε δύο πέναλτι σε δύο διαφορετικούς αγώνες (από τους Στάφαν Τάπερ και Ούλι Χένες) - ο πρώτος «τερματοφύλακας στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου FIFA που το έκανε αυτό». Οι Πολωνοί ηττήθηκαν στον ημιτελικό από την μετέπειτα νικήτρια της διοργάνωσης Δυτική Γερμανία με 1-0 και νίκησαν στο μικρό τελικό την πρωταθλήτρια κόσμου Βραζιλία με 1-0 αφήνοντας ως ομάδα ανεξίτηλο σημάδι στις τελικές φάσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου.[12] Ο Τομασέφσκι συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα εκείνης της διοργάνωσης.[13] Κέρδισε επίσης το ασημένιο μετάλλιο με την Πολωνία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 του Μόντρεαλ και έπαιξε επίσης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, όπου η εθνική της χώρας του κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι τη δεύτερη φάση των ομίλων.[6]
Συνολικά έκανε 63 εμφανίσεις για την Πολωνία,[5][14] και έγινε τότε ο τερματοφύλακας με τις περισσότερες συμμετοχές για τη χώρα του μέχρι το 2016.[15] Θεωρείται ως ο κορυφαίος τερματοφύλακας στην ιστορία της χώρας του.[16]
Μετά την αγωνιστική του σταδιοδρομία, εργάστηκε για λίγο ως προπονητής της Βίντζεφ Λοτζ το 1989, ως αθλητικός σχολιαστής και δημοσιογράφος. Εκλέχτηκε στο Σέιμ στις εκλογές του 2011, εκπροσωπώντας τον Λοτζ για το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη.