Ο Γιαν Χένρικ Ντομπρόφσκι (πολωνικά: Jan Henryk Dąbrowski), επίσης γνωστός ως Γιόχαν Χάινριχ Ντομπρόφσκι στα γερμανικά (Johann Heinrich Dombrowski)[8] και Ζαν Ανρί Ντομπροφσκί στα γαλλικά (Jean Henri Dombrowski)[9] (29 Αυγούστου 1755 - 6 Ιουνίου 1818), ήταν Πολωνός στρατηγός και πολιτική προσωπικότητα, σεβαστός ευρέως μετά το θάνατό του για την πατριωτική του στάση, ο οποίος περιγράφεται ως εθνικός ήρωας που πέρασε όλη του τη ζωή αποκαθιστώντας την κληρονομιά της Πολωνίας.[10]
Ο Ντομπρόφσκι αρχικά υπηρέτησε στον Βασιλικό Σαξονικό Στρατό και προσχώρησε στον Στρατό της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας το 1792, λίγο πριν από τον δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας. Προήχθη στο βαθμό του στρατηγού στην Εξέγερση του Κοστσιούσκο του 1794. Μετά τον τελικό τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας, ο οποίος τερμάτισε την ύπαρξη της Πολωνίας ως ανεξάρτητης χώρας, συμμετείχε ενεργά στην προώθηση του σκοπού της ανεξαρτησίας της Πολωνίας στο εξωτερικό. Ήταν ο ιδρυτής των Πολωνικών Λεγεώνων στην Ιταλία που υπηρέτησαν υπό τον Ναπολέοντα από το 1795, και ως στρατηγός στην ιταλική και γαλλική θητεία συνέβαλε στη σύντομη αποκατάσταση του πολωνικού κράτους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Μείζονος Πολωνίας το 1806. Συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους, συμμετέχοντας στον Αυστροπολωνικό Πόλεμος και στη γαλλική εισβολή στη Ρωσία μέχρι το 1813. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, αποδέχθηκε μια θέση γερουσιαστή στη ρωσική Πολωνία του Συνεδρίου και ήταν ένας από τους οργανωτές του Στρατού της Πολωνίας του Συνεδρίου.
Ο πολωνικός εθνικός ύμνος, «Η Πολωνία δεν έχει χαθεί ακόμη», που γράφτηκε και τραγουδήθηκε για πρώτη φορά από τους Πολωνούς λεγεωνάριους, αναφέρει τον Ντομπρόφσκι κατά όνομα και είναι επίσης γνωστός ως «Η μαζούρκα του Νταμπρόφσκι».[11]
Ο Ντομπρόφσκι γεννήθηκε στο Πιέσχουφ του Στέμματος του Βασιλείου της Πολωνίας[11] στις 29 Αυγούστου 1755.[α] Οι γονείς του ήταν ο Συνταγματάρχης Γιαν Μίχαου Ντομπρόφσκι και η Ζόφια Μάρια Ντομπρόφσκα, το γένος φον Λέτοφ. Μεγάλωσε στο Χογεσβέρντα στο Εκλεκτοράτο της Σαξονίας, όπου ο πατέρας του υπηρέτησε ως συνταγματάρχης στο Βασιλικό Σαξονικό Στρατό.[15] Έγινε μέλος της Βασιλικών Σαξονικών Ιππικών Φρουρών το 1770[16][17] ή το 1771.[18] Η οικογένειά του ήταν πολωνικής καταγωγής. Ωστόσο, στην παιδική του ηλικία και την εφηβεία του μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από τον γερμανικό πολιτισμό στη Σαξονία και υπέγραφε το όνομά του ως Γιόχαν Χάινριχ Ντομπρόφσκι. Πολέμησε στον Πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής (1778-1779), κατά τη διάρκεια του οποίου ο πατέρας του πέθανε. Λίγο αργότερα, το 1780, παντρεύτηκε την Γκουστάβα Ράκελ. Έζησε στη Δρέσδη και ανέβηκε σταθερά τους βαθμούς, ώσπου έγινε Rittmeister (Ίλαρχος) το 1789. Υπηρέτησε ως επικουρικός στρατηγός του Βασιλιά Φρειδερίκου Αυγούστου Α΄ της Σαξονίας από το 1788 έως το 1791.[19]
Μετά την έκκληση του Πολωνικού Τετραετούς Σέιμ σε όλους τους Πολωνούς που υπηρετούν στο εξωτερικό για ένταξη στον Πολωνικό Στρατό, και χωρίς να βλέπει πολλές ευκαιρίες να προχωρήσει στη στρατιωτική του καριέρα στη τότε ειρηνική Σαξονία, στις 28 Ιουνίου 1792, ο Ντομπρόφσκι προσχώρησε στο Στρατό της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και στις 14 Ιουλίου προήχθη στο βαθμό του αντιταξιάρχου. Συμμετέχοντας στις τελευταίες εβδομάδες του Πολέμου Πολωνίας-Ρωσίας του 1792, δεν είδε μάχη σε αυτόν. Ασυνήθιστος με την πολυπλοκότητα της πολωνικής πολιτικής, όπως πολλοί από τους υποστηρικτές του Πονιατόφσκι, εντάχθηκε στη Συνομοσπονδία της Ταργκοβίτσα στα τέλη του 1792.[20]
Ο Ντομπρόφσκι θεωρήθηκε ειδικός του ιππικού και ο Βασιλιάς Στανίσουαφ Αύγουστος Πονιατόφσκι ενδιαφερόταν προσωπικά να αποκτήσει τις υπηρεσίες του Ντομπρόφσκι. Ως ιππέας που εκπαιδεύτηκε σε στρατιωτική σχολή της Δρέσδης υπό τον Κόμη Μορίς Μπελγκάρντ, μεταρρυθμιστή του ιππικού του Σαξονικού Στρατού, ζητήθηκε από τον Ντομπρόφσκι να βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό του πολωνικού ιππικού, υπηρετώντας στις τάξεις της 1ης Ταξιαρχίας Ιππικού της Μείζονος Πολωνίας (1 Wielkpolska Brygada Kawalerii Narodowej). Τον Ιανουάριο του 1793, έχοντας κάνει στάση γύρω από το Γκνιέζνο με δύο μονάδες ιππικού, περίπου 200 ατόμων, ενεπλάκη για λίγο σε μάχη με τις πρωσικές δυνάμεις που εισήλθαν στην Πολωνία μετά το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας και στη συνέχεια έγινε γνωστός ακτιβιστής, υποστηρίζοντας τη συνέχιση του στρατιωτικού αγώνα ενάντια στο κατακτητές.[21]
Το Σέιμ του Γκρόντνο, που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 1793, τον έθεσε υποψήφιο για ένταξη σε στρατιωτική επιτροπή. Αυτό προκάλεσε να τον βλέπουν με υποψία από την πλειοψηφία του δυσαρεστημένου στρατού και δεν συμπεριλήφθηκε στις προετοιμασίες για την επερχόμενη εξέγερση.[22] Έτσι, εξεπλάγην όταν ξέσπασε η Εξέγερση του Κοστσιούσκο, και η δική του ταξιαρχία εξεγέρθη. Διακήρυξε την υποστήριξή του στους αντάρτες μετά την απελευθέρωση της Βαρσοβίας, και έκτοτε συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση, υπερασπιζόμενος τη Βαρσοβία και οδηγώντας ένα στρατιωτικό σώμα υπέρ μιας εξέγερσης στη Μεγάλη Πολωνία.[18] Το θάρρος του επαινέθηκε από τον ίδιο τον Ταντέους Κοστσιούσκο, τον Ανώτατο Διοικητή των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος τον προήγαγε στο βαθμό του στρατηγού.
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης παρέμεινε στην διαμελισμένη Πολωνία για λίγο, προσπαθώντας να πείσει τις πρωσικές αρχές ότι χρειάζονταν την Πολωνία ως σύμμαχο εναντίον της Αυστρίας και της Ρωσίας.[18] Ήταν ανεπιτυχής και με τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας, η Πολωνία εξαφανίστηκε από τον χάρτη της Ευρώπης. Η επόμενη λύση του Ντομπρόφσκι ήταν να πείσει τη Γαλλική Δημοκρατία ότι πρέπει να υποστηρίξει έναν πολωνικό σκοπό και να δημιουργήσει έναν πολωνικό στρατιωτικό σχηματισμό. Αυτό αποδείχθηκε πιο επιτυχημένο, και μάλιστα ο Ντομπρόφσκι μνημονεύεται στην ιστορία της Πολωνίας ως οργανωτής των Πολωνικών Λεγεώνων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. (Αυτές οι Λεγεώνες είναι επίσης συχνά γνωστές ως «Λεγεώνες του Ντομπρόφσκι»).[23] Αυτό το γεγονός έδωσε ελπίδα στους σύγχρονους Πολωνούς, και εξακολουθεί να μνημονεύεται στον εθνικό ύμνο της Πολωνίας, που πήρε το όνομά του από τον Ντομπρόφσκι.[11] Ξεκίνησε το έργο του το 1796, όταν ήρθε στο Παρίσι και σύντομα συνάντησε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο Μιλάνο. Στις 7 Ιανουαρίου 1797 εξουσιοδοτήθηκε από τη Δημοκρατία της Σισαλπίνης να δημιουργήσει τις Πολωνικές Λεγεώνες, οι οποίες θα αποτελούσαν μέρος του στρατού της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Λομβαρδίας.[24]
Τον Απρίλιο, ο Ντομπρόφσκι άσκησε πιέσεις για ένα σχέδιο για να περάσει στα πολωνικά εδάφη στη Γαλικία, αλλά αυτό μπλοκαρίστηκε από τον Ναπολέοντα που αντ΄ αυτού αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα στο ιταλικό μέτωπο.[25] Οι Πολωνοί στρατιώτες του Ντομπρόφσκι πολέμησαν στο πλευρό του Ναπολέοντα από τον Μάιο του 1797 έως τις αρχές του 1803. Ως διοικητής της λεγεώνας του έπαιξε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο στην Ιταλία, μπήκε στη Ρώμη τον Μάιο του 1798 και διακρίθηκε σπουδαία στη Μάχη του Τρέβια στις 19 Ιουνίου 1799, στην οποία τραυματίστηκε, καθώς και σε άλλες μάχες τα έτη 1799-1801.[24] Από τη στιγμή που οι Λεγεώνες φρουρούσαν τη Ρώμη, ο Ντομπρόφσκι απέκτησε μια σειρά από τρόπαια από έναν Ρωμαίο εκπρόσωπο, ονομαστικά αυτά που έστειλε εκεί ο Πολωνός βασιλιάς Γιαν Γ΄ Σομπιέσκι, μετά τη νίκη του επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην πολιορκία της Βιέννης το 1683. Ανάμεσά τους ήταν ένα οθωμανικό λάβαρο που στη συνέχεια έγινε μέρος των χρωμάτων των Λεγεωνών, που τα συνόδευαν από τότε και στο εξής.[26][27] Ωστόσο, οι λεγεώνες δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στην Πολωνία και δεν απελευθέρωσαν τη χώρα, όπως ονειρευόταν ο Ντομπρόφσκι. Ο Ναπολέων, ωστόσο, παρατήρησε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των στρατιωτών του και των διοικητών τους. Ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένοι από μια ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας που υπεγράφη στο Λουνεβίλ στις 9 Φεβρουαρίου 1801, η οποία έσπασε τις πολωνικές ελπίδες του Βοναπάρτη να απελευθερώσει την Πολωνία.[23] Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο, ο Ντομπρόφσκι αναδιοργάνωσε και τις δύο Λεγεώνες στο Μιλάνο σε δύο μονάδες 6.000 ανδρών.[28] Απογοητευμένοι με το Ναπολέοντα μετά τη Συνθήκη του Λουνεβίλ, ακολούθως πολλοί λεγεωνάριοι παραιτήθηκαν. Από τους υπόλοιπους, χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους όταν στάλθηκαν οι Λεγεώνες για να καταστείλουν την Αϊτινή Επανάσταση το 1803, όπου εκείνη την εποχή ο Ντομπρόφσκι δεν ήταν πια διοικητής των Λεγεώνων.
Ο Ντομπρόφσκι, εν τω μεταξύ, πέρασε τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα ως στρατηγός στην υπηρεσία της ιταλικής δημοκρατίας.[24] Το 1804 έλαβε τον σταυρό του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, και τον επόμενο χρόνο, το Ιταλικό Τάγμα του Σιδηρού Στέμματος.[29] Μαζί με τον Γιούζεφ Βιμπίτσκι κλήθηκε ξανά από τον Ναπολέοντα το φθινόπωρο του 1806 και ανέλαβε να αναδημιουργήσει τον πολωνικό σχηματισμό, τον οποίο ο Ναπολέοντας ήθελε να χρησιμοποιήσει για να ανακτήσει τη Μεγάλη Πολωνία από την Πρωσία.[30] Η επακόλουθη σύγκρουση ήταν γνωστή ως εξέγερση της Μείζονος Πολωνίας (1806), και ο Ντομπρόφσκι ήταν ο αρχηγός των πολωνικών ανταρτικών δυνάμεων σε αυτήν.[18] Ο Ντομπρόφσκι διακρίθηκε στην Πολιορκία του Ττσεφ, στην Πολιορκία του Ντάντσιγκ και στη Μάχη του Φρίντλαντ.
Το 1807, το Δουκάτο της Βαρσοβίας ιδρύθηκε στα ανακτηθέντα εδάφη, ουσιαστικά ως δορυφόρος της Γαλλίας του Βοναπάρτη. Ο Ντομπρόφσκι απογοητεύτηκε από τον Ναπολέοντα, ο οποίος του πρόσφερε χρηματικές ανταμοιβές, αλλά χωρίς σοβαρή στρατιωτική ή κυβερνητική θέση.[30] Του απονεμήθηκε επίσης το Τάγμα Στρατιωτικής Αξίας της Πολωνίας εκείνο το έτος.[31] Το 1809, ξεκίνησε να υπερασπίζεται την Πολωνία ενάντια σε μια αυστριακή εισβολή υπό την ηγεσία του Πρίγκιπα Γιούζεφ Πονιατόφσκι. Συμμετέχοντας στο Στρατό του Δουκάτου της Βαρσοβίας λίγο μετά τη Μάχη του Ράσιν, συμμετείχε στα πρώτα στάδια της επίθεσης στη Γαλικία και στη συνέχεια οργάνωσε την άμυνα της Μείζονος Πολωνίας. Τον Ιούνιο του 1812, ο Ντομπρόφσκι ήταν διοικητής του 17ου (Πολωνικού) Τάγματος Πεζικού στο Σώμα του Grande Armée, κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ναπολέοντα στη Ρωσία.[18] Ωστόσο, μέχρι τον Οκτώβριο ο Γαλλο-Ρωσικός Πόλεμος τελείωσε και οι γαλλικές δυνάμεις, αποδεκατισμένες από έναν έντονο χειμώνα, έπρεπε να υποχωρήσουν. Στην καταστροφική Μάχη της Μπερεζίνα στα τέλη Νοεμβρίου εκείνου του έτους, ο Ντομπρόφσκι τραυματίστηκε και η ηγεσία και οι τακτικές του σε αυτή επικρίθηκαν.[32] Μετά την αναδιοργάνωση του Grande Armée τον Μάρτιο, έγινε διοικητής του 27ου (Πολωνικού) Τάγματος Πεζικού στο 8ο Σώμα.[33] Διοίκησε στη Μάχη της Λειψίας (1813), και στη συνέχεια στις 28 Οκτωβρίου έγινε αρχηγός των υπόλοιπων πολωνικών δυνάμεων στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, όπου διαδέχτηκε τον Αντόνι Πάβεου Σουουκόφσκι.
Ο Ντομπρόφσκι συνέδεε πάντα την ανεξάρτητη Πολωνία με έναν Πολωνικό Στρατό, και προσέφερε τις υπηρεσίες του στη νέα δύναμη, η οποία υποσχέθηκε να οργανώσει έναν τέτοιο σχηματισμό: τη Ρωσία.[32] Ήταν ένας από τους στρατηγούς που ανέθεσε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας για την αναδιοργάνωση του στρατού του Δουκάτου στο Στρατό της Πολωνίας του Συνεδρίου.[18] Το 1815 έλαβε τους τίτλους του στρατηγού του ιππικού και του γερουσιαστή-βοεβόδα του νέου Βασιλείου της Πολωνίας.[11] Του απονεμήθηκε επίσης το Τάγμα του Λευκού Αετού στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Λίγο αργότερα αποχώρησε από την ενεργό πολιτική. Αποσύρθηκε τον επόμενο χρόνο στα κτήματά του στη Βίνα Γκούρα στο Μεγάλο Δουκάτο του Πόζεν στο Βασίλειο της Πρωσίας, όπου πέθανε στις 6 Ιουνίου 1818, από συνδυασμό πνευμονίας και γάγγραινας. Τάφηκε σε εκκλησία στη Βίνα Γκούρα.
Με τα χρόνια, ο Ντομπρόφσκι έγραψε αρκετές στρατιωτικές πραγματείες, κυρίως για τις Λεγεώνες, στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα πολωνικά.[32]
Ο Ντομπρόφσκι δέχτηκε συχνά κριτική από τους συγχρόνους του και από την πρώιμη πολωνική ιστοριογραφία, αλλά η εικόνα του βελτιώθηκε με την πάροδο του χρόνου.[34][35] Συγκρίθηκε συχνά με τους δύο άλλους στρατιωτικούς ήρωες της εποχής των Διαμελισμών και των Λεγεώνων, τον Ταντέους Κοστσιούσκο και τον Γιούζεφ Πονιατόφσκι, και με τον πατέρα της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας, Γιούζεφ Πιουσούτσκι. Ειδικότερα, η αναφορά του στον πολωνικό εθνικό ύμνο, γνωστό και ως «Μαζούρκα του Ντομπρόφσκι», συνέβαλε στη φήμη του στην Πολωνία.[11][36] Δεν είναι ασυνήθιστο για τα σύγχρονα έργα της πολωνικής ιστορίας να τον περιγράφουν ως «(εθνικό) ήρωα».[10]
Ο Ντομπρόφσκι μνημονεύεται επίσης έξω από την Πολωνία για τις ιστορικές του συνεισφορές. Το όνομά του, στη γαλλική έκδοση «Dombrowsky», είναι εγγεγραμμένο κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι (Νότιο πυλώνα, Στήλη 25).[37]
Generał Jan Henryk Dąbrowski należy do bohaterów narodowych otoczonych w polskim społeczeństwie szczególnym kultem.
29 sierpnia 1755 roku w Pierzchowcu (d. powiat bocheński) urodził się chłopiec, któremu zgodnie z tradycją rodzinną nadano podwójne imię: Jan Henryk
Jego pozycję w narodowym panteonie niewątpliwie ugruntowała Pieśń Legionów z nieśmiertelnym referenem "Marsz, marsz Dąbrowski...", która w odrodzonej Ojczyźnie uznano za hymn państwowy.