Γιαν φαν Χόγιεν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Jan van Goyen (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 13 Ιανουαρίου 1596[1][2][3] Λέιντεν[4] |
Θάνατος | 27 Απριλίου 1656[1][2][3] Χάγη[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5][6][7], έμπορος έργων τέχνης[8] και καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[6] |
Τέκνα | Χρέτγε φαν Χόγιεν |
Κίνημα | ζωγραφική της "Χρυσής ολλανδικής εποχής" |
Είδος τέχνης | τοπιογραφία |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | ζωγραφική της "Χρυσής ολλανδικής εποχής" |
Σημαντικά έργα | Estuary with Sailing Boats, Riverview και Seascape with Duiventil and Hooiberg |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιαν φαν Χόγιεν (ολλανδικά: Jan Josephszoon van Goyen, 13 Ιανουαρίου 1596 - 27 Απριλίου 1656) ήταν Ολλανδός τοπιογράφος. Ήταν εξαιρετικά παραγωγικός καλλιτέχνης και σήμερα διασώζονται περίπου 1.200 πίνακές του και περισσότερα από 1.000 σχέδιά του.
Ο Γιαν φαν Χόγιεν ήταν γιος ενός υποδηματοποιού και ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στο Λέιντεν, την πόλη όπου γεννήθηκε. Όπως πολλοί Ολλανδοί ζωγράφοι της εποχής του, σπούδασε τέχνη στο Χάαρλεμ με τον Εσάιας φαν ντε Φέλντε. Σε ηλικία 35 ετών δημιούργησε το δικό του μόνιμο εργαστήριο στη Χάγη. Ο Πωλ Κρένσω (Paul Crenshaw) καθηγητής ιστορίας της Τέχνης στο Providence College αναφέρει (και το τεκμηριώνει) ότι τα τοπία του φαν Χόγιεν σπάνια "έπιαναν" υψηλή τιμή, αλλά ισοστάθμιζε τη χαμηλή τιμή των πινάκων του αυξάνοντας την παραγωγή του, ζωγραφίζοντας με λεπτές στρώσεις και γρήγορα, με περιορισμένη παλέτα φθηνών χρωμάτων. Παρά τις καινοτομίες του στην αγορά, πάντα αναζητούσε μεγαλύτερο εισόδημα, όχι μόνον μέσω της ζωγραφικής του ή του εμπορίου έργων τέχνης και των δημοπρασιών του, αλλά προσπαθώντας να αντλήσει κέρδη από ενασχόληση με τις τουλίπες και την αγορά ακινήτων. Αν και η τελευταία αποτελούσε συνήθως ασφαλή δίοδο επενδύσεων, στην περίπτωση του φαν Χόγιεν τον οδήγησε σε τεράστια χρέη. Ο Πάουλους Πόττερ νοίκιαζε ένα σπίτι του. Αν και φαίνεται ότι διατηρούσε το εργαστήριό του, οι μόνοι καταγεγραμμένοι μαθητές του ήταν οι Νικολάες φαν Μπέρχεμ, Γιαν Στέιν και Άντριεν φαν ντερ Κάμπελ.[9] Ο κατάλογος των καλλιτεχνών που επηρέασε, ωστόσο, είναι κατά πολύ μεγαλύτερος.
Κατά την περίοδο 1652 - 1654 αναγκάστηκε να πωλήσει τη συλλογή πινάκων και αντικειμένων γραφικών τεχνών που διέθετε και να μετακομίσει σε μικρότερο σπίτι. Απεβίωσε το 1656 στη Χάγη, με χρέος 18.000 γκίλντερς, κάτι που ανάγκασε τη χήρα του να πωλήσει όσα έπιπλα και πίνακες είχαν απομείνει. Τα προβλήματα του φαν Χόγιεν πιθανότατα επηρέασαν τις επαγγελματικές προοπτικές του μαθητή και γαμπρού του Γιαν Στέιν, ο οποίος εγκατέλειψε τη Χάγη το 1654.[10]
Κανονικά, ένας ζωγράφος της "Χρυσής εποχής" της ζωγραφικής στην Ολλανδία εμπίπτει σε μια από τέσσερις θεματικές κατηγορίες: Ζωγράφος προσωπογραφιών (πορτρέτων), τοπίων, νεκρών φύσεων ή σκηνών της καθημερινότητας. Η ολλανδική ζωγραφική εμφάνιζε υψηλή εξειδίκευση και σπάνια ένας καλλιτέχνης μπορούσε να ελπίζει ότι θα μπορούσε να διακριθεί σημαντικά σε περισσότερες από μια κατηγορία κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Ο Γιαν φαν Χόγιεν μπορεί να ταξινομηθεί ως τοπιογράφος, με "μάτι" για σκηνές της καθημερινότητας. Ζωγράφισε πολλά από τα κανάλια γύρω από τη Χάγη καθώς και τα χωριά που περιέβαλλαν την εξοχή γύρω από το Ντελφτ, το Ρόττερνταμ, το Λέιντεν και την Χάουντα. Άλλοι δημοφιλείς Ολλανδοί τοπιογράφοι του 17ου αιώνα ήταν οι Γιάκομπ φαν Ράουσντελ, Έλμπερτ Κόυπ, Λούντολφ Μπακχάουζεν, Μέιντερτ Χομπέμα και Ερτ φαν ντερ Νέιρ.
Ο φαν Χόγιεν ξεκινούσε ένα πίνακα χρησιμοποιώντας ως υπόστρωμα λεπτό ξύλο βαλανιδιάς. Στο πάνελ αυτό πρόσθετε κάποιες επιστρώσεις λεπτής ζωικής κόλλας και με μια λεπίδα έξυνε την κόλλα σε όλη την επιφάνεια, επιστρώνοντάς τη με λευκό του μολύβδου, για να διαμορφώσει την επιφάνεια στην οποία θα ζωγράφιζε. Το υπόβαθρο το χρωμάτιζε ανοικτό καφέ, ορισμένες φορές κοκκινωπό ή σε απόχρωση ώχρας.
Στη συνέχεια χαλαρά και πολύ γρήγορα σκιτσάριζε τη σκηνή που θα ζωγράφιζε με πενάκι και μελάνι, χωρίς να υπεισέρχεται στις μικρολεπτομέρειες του θέματος. Αυτό το σχεδίασμα είναι εμφανώς ορατό σε μερικά σημεία των έργων του που έχουν λεπτές στρώσεις χρωμάτων. Η σκηνή μπορεί να είχε σχεδιαστεί εκ του φυσικού στο ύπαιθρο και στη συνέχεια μεταφερόταν στο εργαστήριο ως υλικό αναφοράς. Τα σχεδιάσματα αυτά των ζωγράφων της εποχής σπάνια θεωρούνταν έργα τέχνης από πλευράς τους, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στην παλέτα του περιλάμβανε μια ομάδα από χρώματα σε σκόνη όπως το ουδέτερο γκρίζο, ελαιόμαυρο, ώχρα και γήινο πράσινο που έμοιαζε σαν να είχαν ληφθεί από το έδαφος που απεικόνιζε. Ένα ελαιώδες βερνίκι χρησιμοποιούνταν για να μετατρέψει τα κονιοποιημένα υλικά σε χρώματα και στη συνέχεια προσέθετε λεπτές στρώσεις, οι οποίες εύκολα αναμειγνύονταν.
Οι σκοτεινές περιοχές του πίνακα διατηρούνταν πολύ λεπτές και διάφανες, με τη χρήση άφθονου ελαίου. Το φως που "χτυπούσε" στις περιοχές αυτές χανόταν και απορροφούνταν στο υπόβαθρο. Οι φωτεινότερες περιοχές του πίνακα ήταν αντικείμενα μεταχείρισης με παχύτερες στρώσεις χρώματος, αδιαφανείς, με χρήση λευκού του μολύβδου που αναμιγνυόταν με τα χρώματα. Το φως που προέρχεται από αυτές τις περιοχές, ανακλάται και προσπίπτει στον θεατή. Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικός ρεαλισμός και αίσθηση τριών διαστάσεων. Η επιφάνεια του ολοκληρωμένου πίνακα προσομοιάζει με υγρή εύπλαστη αφρόκρεμα, η οποία διαμορφώνεται αριστοτεχνικά με το πινέλο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης H.-U. Beck, "Στις ελεύθερης σύνθεσης θαλασσογραφίες του της δεκαετίας του 1650, έφθασε στο απόγειο της δημιουργικής του εργασίας, δημιουργώντας πίνακες εξαιρετικής τελειότητας".[11]
Ο Γιαν φαν Χόγιεν επηρέασε σημαντικά τους τοπιογράφους του αιώνα του. Η τονική του ποιότητα ήταν χαρακτηριστικό που πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν. Σύμφωνα με το Ολλανδικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης επηρέασε τους Κορνέλις ντε Μπι, Γιαν Κουλενμπίρ, Κορνέλις φαν Νόορντε, Άμπραχαμ Σουσενίρ Χέρμαν Σαφτλέφεν, Πίτερ Γιανς φαν Ασχ και Άμπραχαμ φαν Μπάιερεν.[9]