Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γιοαχίμ Κρολ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 17 Απριλίου 1933 Ζάμπζε |
Θάνατος | 1 Ιουλίου 1991[1] Rheinbach penitentiary[1] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου[1] |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια[1] |
Τόπος ταφής | Rheinberg War Cemetery |
Χώρα πολιτογράφησης | Ναζιστική Γερμανία (έως 1945) Υπό Συμμαχική Κατοχή Γερμανία (1945–1949) Δυτική Γερμανία (1949–1990) Γερμανία (από 1990) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ποινική κατάσταση | |
Κατηγορίες εγκλήματος | δολοφονία[1] απόπειρα δολοφονίας[2] |
Ο Γιοάχιμ Γκέοργκ Κρολ (Joachim Georg Kroll, 17 Απριλίου 1933 - 1 Ιουλίου 1991) ήταν Γερμανός κατά συρροήν δολοφόνος, ο οποίος έγινε γνωστός και ως Ruhrkannibale (Κανίβαλος του Ρουρ) ή και Duisburger Menschenfresser (Ανθρωποφάγος του Ντούισμπουργκ). Δολοφόνησε και μερικώς έφαγε μεταξύ οκτώ και δεκατέσσερις ανθρώπους στην ευρύτερη περιοχή του Ντούισμπουργκ.
Ο Κρολ γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1933 στην πόλη Χίντενμπουργκ της Άνω Σιλεσίας. Ήταν το έκτο από οκτώ παιδιά ενός ανθρακωρύχου, είχε μονάχα πενταετή και ελλιπή σχολική εκπαίδευση, ενώ ένα τεστ ευφυίας μετά τη σύλληψή του κατέδειξε ένα IQ ύψους μόλις 76. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Ρουρ. Οι πρώτες δολοφονίες άρχισαν το 1955, όταν ο Κρολ έμενε ακόμη μαζί με τον πατέρα του στο Μπότροπ. Αφορμή πιθανώς ήταν ο θάνατος της μητέρας του. Στις αρχές της δεκαετίας 1960 μετακόμισε στο κοντινό Ντούισμπουργκ, όπου στην αρχή καθάριζε αποχωρητήρια της εταιρίας Mannesmann. Αργότερα εργάστηκε ως φροντιστής στα αποδυτήρια προσωπικού στα μεταλλωρυχεία της Thyssen AG. Οι συνάδελφοί του τον θεωρούσαν ιδιόρρυθμο και δεν του έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Το διάστημα αυτό ο Κρολ συνέχισε τους φόνους του.
Στις 22 Αυγούστου 1965 παρατήρησε σε απομονωμένο μέρος το αυτοκίνητο του Χέρμαν Σμιτς (Hermann Schmitz), ο οποίος βρισκόταν μέσα με την κοπέλα του. Ο Κρολ τρύπησε ένα λάστιχο του αυτοκινήτου και κατόπιν επιτέθηκε στον Σμιτς που είχε βγει και τον τραυμάτισε σοβαρά. Η κοπέλα τελικά όμως κατάφερε (μαζί με τον Σμιτς που ξαναεπιβιβάστηκε) να ξεφύγει με το αμάξι. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία, αλλά ο δράστης έμεινε άφαντος. Ο Χέρμαν Σμιτς πέθανε από αιμορραγία στα χέρια της φίλης του.
Το 1967 ο Κρολ επιχείρησε ξανά να δολοφονήσει άνθρωπο. Κοντά σε ορυχείο κατάφερε να πλησιάσει την εντεκάχρονη Γκαμπριέλε Πύτμαν (Gabriele Püttmann). Έσφιξε το λαιμό της μέχρι που το κορίτσι έχασε τις αισθήσεις του. Επιβίωσε όμως επειδή εκείνη τη στιγμή πλησίασαν απροσδόκητα εργάτες και ο Κρολ αναγκάστηκε να την παρατήσει.
Το 1976 συνελήφθη, αφού πριν απήγαγε και δολοφόνησε την τετράχρονη Μάριον Κέτερ (Marion Ketter), ένα παιδάκι που έμενε στην γειτονιά του. Αστυνομικοί που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι πληροφορήθηκαν από έναν γείτονα του Κρολ ότι είχε βουλώσει ο σωλήνας αποχέτευσης. Εκείνος τους είπε επίσης ότι αφού είχε ρωτήσει τον γείτονα του, τον Κρολ, εάν ήξερε την αιτία της απόφραξης, εκείνος απλά του απάντησε: «εντόσθια». Αμέσως οι αστυνομικοί μπήκαν στο διαμέρισμα του Κρολ, όπου βρήκαν το πτώμα του κοριτσιού. Διάφορα μέρη της βρέθηκαν σε πλαστικές σακούλες στην κατάψυξη, ενώ το ένα χέρι της βρισκόταν στην κουζίνα σε μια κατσαρόλα με σούπα.
Ο «Κανίβαλος του Ρουρ» παραδέχτηκε ότι επανειλημμένα τεμάχισε τα θύματά του για να τα μαγειρέψει και να τα φάει. Επίσης ήλπιζε να θεραπευτεί απλά με μια εγχείρηση και κατόπιν να αφεθεί ελεύθερος. Στις 5 Οκτωβρίου 1979 άρχισε η δίκη του και το 1982 καταδικάστηκε για οκτώ δολοφονίες και μια απόπειρα δολοφονίας σε εννιά φορές ισόβια κάθειρξη, ενώ ο ίδιος παραδέχτηκε άλλες 12 δολοφονίες.
Συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου του φόνου ο Κρολ ομολόγησε τα εξής εγκλήματα:
Στα θύματα του Κρολ, εκτός από τους νεκρούς και τους συγγενείς τους, συμπεριλαμβάνονται και οι άδικα φυλακισθέντες, όπως ο Κόνραντ Μέκλερ (Konrad Meckler), ο οποίος, αν και αθώος, φυλακίστηκε για πέντε χρόνια, κατηγορούμενος για έναν φόνο που είχε διαπράξει ο Κρολ.
Ο Κρολ πέθανε στις 1 Ιουλίου 1991 σε φυλακή του Ράινμπαχ από έμφραγμα του μυοκαρδίου.