Γιου-Σαν | |
---|---|
Ύψος | 3.952 μέτρα |
Οροσειρά | Yushan Range |
Ήπειρος | Ασία |
Χώρες | Ταϊβάν |
wikidata ( ) |
Το Γιου-Σαν (κινέζ. 玉山, πινγίν Yù Shān), γνωστό και μεταφρασμένο ως «Όρος του Ίασπη» ή όρος Γιου, είναι το υψηλότερο βουνό της Ταϊβάν, με υψηλότερη κορυφή 3.952 m πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, δίνοντας στην Ταϊβάν το τέταρτο μεγαλύτερο υψόμετρο μεταξύ όλων των νησιών της Γης. Παλαιότερα ήταν γνωστό στους Δυτικούς και ως Όρος Μόρισον[1], ονομασία που πιστεύεται ότι δόθηκε προς τιμή του Βρετανού σημαίνοντος πρεσβυτεριανού ιεραποστόλου του 19ου αιώνα Ρόμπερτ Μόρισον.
Τον χειμώνα το Γιου-Σαν είναι συχνά καλυμμένο με παχύ στρώμα χιονιού και τότε όλη η κορυφή αστράφτει σαν πολύτιμο πετράδι από το οποίο πήρε και το όνομά του.
Το Γιου-Σαν και τα κοντινά του βουνά συναποτελούν την Οροσειρά Γιου-Σαν, μέρος του Εθνικού Πάρκου Γιου-Σαν, του μεγαλύτερου σε έκταση από τα εννέα της χώρας και με το μεγαλύτερο μέσο υψόμετρο. Τα παρθένα δάση του φιλοξενούν πολλά ενδημικά είδη ζώων.
Η υψηλότερη κορυφή του βουνού και της οροσειράς είναι και η υψηλότερη σε ολόκληρη την περιοχή του δυτικού Ειρηνικού εκτός της Χερσονήσου Καμτσάτκα. Το βουνό δημιουργήθηκε κάτω από τη θάλασσα και υψώθηκε μέχρι το σημερινό του ύψος επειδή η Ευρασιατική τεκτονική πλάκα ανέρχεται καθώς η ωκεάνια Τεκτονική πλάκα των Φιλιππίνων γλιστρά από κάτω της.
Η νήσος Ταϊβάν βρίσκεται στο όριο δύο λιθοσφαιρικών τεκτονικών πλακών: της Ευρασιατικής και της εκείνης των Φιλιππίνων. Μέχρι και τα τέλη του Παλαιοζωικού αιώνα (πριν από περίπου 250 εκατομμύρια έτη), υπήρχε αμμώδης ιζηματογενής βυθός στην περιοχή. Καθώς οι δύο πλάκες άρχισαν να συγκλίνουν, ο φλοιός κάμφθηκε, η πρώτη πλάκα εφίππευσε την άλλη και δημιούργησε το νησί και το σημερινό τοπίο του: 165 βουνά ψηλότερα από 3.000 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το Γιου-Σαν είναι επίσης μοναδικό στο ότι περιέχει το υψηλότερο σημείο του Τροπικού του Καρκίνου και το μόνο σημείο πάνω σε αυτόν τον κύκλο γεωγραφικού πλάτους όπου υπάρχει κάποια ένδειξη παγετωνικής δραστηριότητας σε Εποχή Παγετώνων της Τεταρτογενούς περίοδου.[2] Πράγματι, μέχρι και πριν από μόλις 17 χιλιάδες χρόνια, μόνιμοι παγετώνες υπήρχαν σε όλα τα ψηλά βουνά της Ταϊβάν και εξαιτίας του υγρού κλίματος με τις πολλές (τότε) χιονοπτώσεις εκτείνονταν μέχρι ελάχιστο υψόμετρο 2800 μέτρων. Σήμερα οι εγγύτεροι παγετώνες στον Τροπικό του Καρκίνου βρίσκονται στο ηφαίστειο Ιστακσίουατλ του Μεξικού.
Το βουνό έχει 5 κύριες κορυφές, με την Κύρια Κορυφή να είναι η πλέον δημοφιλής για τους ορειβάτες:
Οι 4 άλλες κορυφές περιβάλλουν την Κύρια Κορυφή. Η Νότια Κορυφή είναι μία αιχμή από μαύρο σχιστόλιθο. Η ευκολότερα προσβάσιμη δυτική πλευρά του Γιου-Σαν καλύπτεται με πυκνό δάσος. Η Βόρεια Κορυφή είναι τμήμα μιας μακριάς ράχης με μικρή κλίση και φιλοξενεί το σε μεγαλύτερο υψόμετρο ευρισκόμενο μονίμως κατοικούμενο κτίσμα της Ταϊβάν, τον Μετεωρολογικό Σταθμό του Γιου-Σαν.
Με την πανοραμική θέα του, τις δασωμένες πλαγιές και κοιλάδες του, το βουνό αποτελεί αγαπημένο μέρος για τους ορειβάτες της Ταϊβάν ενώ συχνά διεθνείς «συλλέκτες κορυφών» θα συνδυάσουν την ανάβαση στο Γιου-Σαν με αυτή του Κιναμπάλου και του Φούτζι για μια «Ασιατική Τριλογία» νησιωτικών κορυφών πεζοπορικής ορειβασίας.[3]
Με τον Τροπικό του Καρκίνου να τη διασχίζει, η Ταϊβάν έχει κλίμα μεταξύ του τροπικού και του υποτροπικού. Εδώ οι περιοχές χαμηλού υψομέτρου υποστηρίζουν δάση αειθαλών πλατύφυλλων δέντρων. Καθώς ανεβαίνουμε σε υψόμετρο, αυτά αντικαθίστανται βαθμιαία από δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων. Στις βουνοκορφές υπάρχει αλπική ζώνη, όπου φύονται μόνο βρύα και χλόη.[4]
Και οι τρεις ζώνες υπάρχουν στο Γιου-Σαν, που διατηρεί την πλουσιότερη και πιο ποικίλη άγρια ζωή στο νησί. Σύντομες έρευνες έχουν διαπιστώσει την παρουσία 130 ειδών πτηνών, 28 ειδών θηλαστικών, 17 ειδών ερπετών, 12 είδη αμφιβίων και 186 είδη πεταλούδων στο Εθνικό Πάρκο Γιου-Σαν. Μάλιστα το Γιου-Σαν αποκαλείται από μερικούς βιολόγους «η Κιβωτός», καθώς το θεωρούν ταμιευτήρα των σπάνιων ειδών της Ταϊβάν. Αποτελεί σχεδόν μια «εγκυκλοπαίδεια» των οικοσυστημάτων της νήσου, το ενδιαίτημα του ενός τρίτου των ενδημικών ειδών της, όπως τα θηλαστικά Capricornis swinhoei, Macaca cyclopis («μακάκος των βράχων της Ταϊβάν»), Ursus thibetanus formosanus («μαύρη αρκούδα της Φορμόζας») και Muntiacus reevesi, το πτηνό Urocissa caerulea («μπλε καρακάξα της Ταϊβάν») και τα μοναδικά ψάρια Hemimyzon taitungensis και Varicorhinus tamusuiensis του ποταμού Λεκουλέκου.
Το 1900, κατά την ιαπωνική κατοχή της Ταϊβάν, δύο Ιάπωνες ανθρωπολόγοι, οι Τορίι Ριουζό και Ουσινοσούκε Μόρι (1877-1926), έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που καταγεγραμμένα ανέβηκαν στην κορυφή του Γιου-Σαν. Ονόμασαν το βουνό στα ιαπωνικά Niitakayama (新高山) ή όρος Νιιτάκα, που σημαίνει το «Νέο Υψηλό Βουνό», επειδή ήταν ψηλότερο ακόμα και από το όρος Φούτζι[1] (κατά 176 μέτρα). Το 1937 το Niitakayama έγινε μέρος του «Εθνικού Πάρκου Niitaka Alishan» (ιαπων.: 新高阿里山国立公園|新高阿里山国立公園).
Η ιαπωνική αυτή ονομασία του βουνού χρησιμοποιήθηκε ως το μυστικό σύνθημα που δόθηκε στον στόλο αεροπλανοφόρων του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού για να αρχίσει την Επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941. Συγκεκριμένα, ο κωδικός ήταν «Niitakayama Nobore» (δηλαδή «Ανεβείτε το Νέο Υψηλό Βουνό»).[5]
Το 1966 ένα μεγάλο μπρούντζινο άγαλμα του Γιου Γιουρέν τοποθετήθηκε στην κορυφή και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1996, οπότε πετάχτηκε σε ένα φαράγγι από ακτιβιστές του κινήματος της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.[6]
Πιο πρόσφατα, το Γιου-Σαν απέκτησε σημαντικό ρόλο σε μια επανεστίαση της ταυτότητας της Ταϊβάν. Επιλέχθηκε ως το φόντο για το νέο χαρτονόμισμα των χιλίων νέων δολαρίων Ταϊβάν στις 20 Ιουλίου 2005.[7] Παρόμοια, ένας αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 2007 από το κοντινό Αστεροσκοπείο Λουλίν του Εθνικού Κεντρικού Πανεπιστημίου πήρε το όνομα του βουνού: είναι ο 185546 Γιουσάν (Yushan)[8]