Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Γιούζεφ Βάντζικ | ||
Ημερ. γέννησης | 13 Αυγούστου 1963 | ||
Τόπος γέννησης | Ταρνόφσκιε Γκούρι, Πολωνία | ||
Ύψος | 1,98 μ. | ||
Θέση | Τερματοφύλακας | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1982-1984 | Ρουχ Χόζουφ | 56 | (0) |
1984-1990 | Γκούρνικ Ζάμπζε | 140 | (0) |
1990-1999 | Παναθηναϊκός | 249 | (0) |
1999-2000 | Απόλλων Σμύρνης | 25 | (0) |
2000-2001 | Αθηναϊκός | 6 | (0) |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1985-1995 | Πολωνία | 52 | (0) |
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Γιούζεφ Βάντζικ (πολωνικά: Józef Wandzik, γενν. 13 Αυγούστου 1963, Ταρνόφσκιε Γκούρι) είναι Πολωνός πρώην ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας και νυν προπονητής τερματοφυλάκων.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ρόντιο Γκορνίκι, πριν μετακομίσει στη Ρουχ Χόρζουφ. Μετά από δύο χρόνια στο σύλλογο, πήρε μεταγραφή στον αντίπαλο σύλλογο Γκούρνικ Ζάμπζε. Με τη Γκούρνικ κέρδισε το Πρωτάθλημα Πολωνίας για τρεις συνεχόμενες σεζόν (1985-1988), ενώ κατέλαβε την 3η θέση το 1989. Η αξιοπιστία του, του χάρισε τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 1990. Με τον Παναθηναϊκό γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, φτάνοντας ως τον ημιτελικό του ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ της σεζόν 1995-96, αποκλειόμενος τελικά από τον Άγιαξ στο δεύτερο παιχνίδι. Κέρδισε το Πρωτάθλημα Ελλάδας το 1991, το 1995 και το 1996, το Κύπελλο Ελλάδας το 1991, το 1993, το 1994 και το 1995 και το Σούπερ Καπ το 1993 και το 1994. Στο πρωτάθλημα παρέμεινε ανίκητος για 988 καθώς και για 906 λεπτά, θέτοντας αντίστοιχα το τρίτο και το τέταρτο ρεκόρ στην Ελλάδα. Οι εμφανίσεις του και η σταθερότατη παρουσία του στο τέρμα του είχαν χαρίσει το προσωνύμιο «Βουνό».
Μετά από σχεδόν μια δεκαετία στον Παναθηναϊκό, είχε ετήσια περάσματα από τον Απόλλωνα Σμύρνης και τον Αθηναϊκό, πριν τελειώσει την καριέρα του το 2001. Η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του απένειμε το Βραβείο Επιτυχημένης Ζωής, για την αφοσίωσή του και την υπηρεσία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Έχει θεωρηθεί από πολλούς ως ο σπουδαιότερος ξένος τερματοφύλακας όλων των εποχών στην Ελλάδα.[1]
Ξεκίνησε τη διεθνή σταδιοδρομία του από την Εθνική Πολωνίας Κ18, με την οποία έφτασε στους τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου Κ18 του 1981. Στη συνέχεια, κατέκτησε την 3η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Κ20 με την Εθνική Πολωνίας Κ20.[2]
Αγωνίστηκε για την Εθνική Πολωνίας από το Δεκέμβριο του 1985 και για μια δεκαετία, όντας η πρώτη επιλογή στη θέση του τερματοφύλακα. Πραγματοποίησε 52 συμμετοχές στην Εθνική ομάδα, κάνοντας ντεμπούτο στις 9 Δεκεμβρίου 1985 εναντίον της Τυνησίας, ενώ η τελευταία του συμμετοχή σημειώθηκε στις 25 Απριλίου 1995 εναντίον του Ισραήλ.[3] Έχει το ρεκόρ των περισσότερων αγώνων χωρίς να δεχτεί γκολ (23 αγώνες), σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο θρυλικός Γιαν Τομασέφσκι (Jan Tomaszewski). Παρά την ικανότητα του, αντιπροσώπευσε την Πολωνία μόνο σε μία μεγάλη διοργάνωση, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, όπου ήταν η τρίτη επιλογή, πίσω από τους Γιούζεφ Μούναρτσικ (Józef Młynarczyk) και Γιάτσεκ Καζιμιέρσκι (Jacek Kazimierski), ενώ δεν μπόρεσε να προκριθεί με την Πολωνία σε άλλη διοργάνωση έκτοτε.
Μετά την αποχώρησή του το 2001, εργάστηκε ως προπονητής τερματοφυλάκων για την Καλλιθέα, αλλά ακολούθως ασχολήθηκε ως προπονητής σε διάφορες ακαδημίες νέων.