Ο Γιούλιους Γιάκομπ φον Χάιναου (γερμανικά: Julius Jakob von Haynau, 14 Οκτωβρίου 1786 - 14 Μαρτίου 1853) ήταν ευγενής καταγόμενος από τον Οίκο της Έσσης. Ήταν στρατηγός του στρατού της Αυστρίας, που κατέστειλε τις εξεγέρσεις του 1848 στην Ιταλία και του 1849 την Ουγγαρία. Ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, αλλά και αδίστακτος διοικητής. Οι στρατιώτες του τον αποκαλούσαν τίγρη των Αψβούργων και οι εχθροί του δήμιο του Αράντ. .
Γεννήθηκε στο Κάσσελ και ήταν ένας από τους πολλούς νόθους γιους του Γουλιέλμου Α΄ εκλέκτορα της Έσσης και της ερωμένης του Ρόζας-Δωροθέας Ρίττερ[8]. Ο πατέρας του είχε μεγαλώσει στη Δανία και έπειτα από 20 έτη επέστρεψε στο λαντγκραβάτο της Έσσης-Κάσσελ. Τον αναγνώρισε, του έδωσε τον τίτλο του Χαυνάου και μερίμνησε για την εκπαίδευσή του. Τον έβαλε δόκιμο αξιωματικό σε στρατιωτικό σώμα.
Στα 15 έτη του εισήλθε στο Πεζικό της Αυστρίας. Απέκτησε εμπειρία κατά τους Ναπολεόντιους Πολέμους και τραυματίστηκε στο Βάγκραμ το 1809, όταν οι Γάλλοι νίκησαν μία από τις πιο σημαντικές μάχες. Διακρίθηκε στις επιχειρήσεις των ετών 1813-14 στην Ιταλία. Λάμβανε προαγωγές το διάστημα 1815-47, ώσπου έφθασε στο βαθμό του αντιστράτηγου.
Είχε βίαιο χαρακτήρα και αυτό δημιουργούσε προβλήματα με τους ανωτέρους του. Αντιτέθηκε με αγριότητα στα αντι-μοναρχικά κινήματα του 1848: επιλέχθηκε για την καταστολή τους. Όταν ο όχλος της Μπρέσια έσφαξε Αυστριακούς στρατιώτες στο νοσοκομείο, ο Ιούλιος-Ιάκωβος εκτέλεσε τους συμμετέχοντες. Για τις γυναίκες που έδειξαν συμπάθεια στους αντάρτες, λέγεται ότι διέταξε τη μαστίγωσή τους και κατηγορήθηκε για κτηνωδία.
Το επόμενο έτος οι Ούγγροι εξεγέρθηκαν και ο Ιούλιος-Ιάκωβος, με τη βοήθεια μεγάλης Ρωσικής επέμβασης, τους νίκησε. Αποδείχθηκε αποτελεσματικός και αδίστακτος, προσπαθώντας να εμφανίσει ότι η Αυστρία και όχι η Ρωσία, επέφερε τη νίκη[9]. Θεωρούσε ότι με τα στρατεύματα στην Ιταλία θα μπορούσε να νικήσει[10]. Διέταξε τον απαγχονισμό στο Αράντ των 13 στρατηγών, που είχαν εξεγερθεί στην Ουγγαρία. Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν ύαινα της Μπρέσια και δήμιο του Αράντ, αλλά οι στρατιώτες του τίγρη των Αψβούργων.
Μετά την Ερήνη, ορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Ουγγαρίας. Διαπληκτιζόταν συχνά με τον Υπουργό Πολέμου και παραιτήθηκε το 1850. Ταξίδεψε στη Δυτική Ευρώπη και στη Βρετανία. Στις Βρυξέλλες, ο φημισμένος για τις κτηνωδίες του, μόλις που γλίτωσε από το πλήθος. Στο Λονδίνο ένας εργάτης ζυθοποιίας του πέταξε λάσπη και κοπριά και τον κυνηγούσε στην οδό φωνάζοντας "Κάτων ο Αυστριακός χασάπης". Όταν ο Τζουζέππε Γκαριμπάλντι επισκέφθηκε την Αγγλία το 1864, πήγε στη ζυθοποιία και συνεχάρη τον εργάτη αυτόν[11].
Νυμφεύτηκε το 1808 την Τερέζα, κόρη του στρατηγού φον Βέμπερ. Ο πατέρας της σκοτώθηκε το επόμενο έτος σε μάχη, κατά τους Ναπολεοντίους Πολέμους. Είχε τέκνο: