Γιούλιους Κόσακ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Juliusz Kossak (Πολωνικά) |
Γέννηση | 15 Δεκεμβρίου 1824[1][2][3] Νόβι Βίσνιτς[4][5] |
Θάνατος | 3 Φεβρουαρίου 1899[6][1][7] Κρακοβία[8][4][5] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Ρακοβίτσκι |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστροουγγαρία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά |
Σπουδές | Νομική Σχολή Πανεπιστημίου της Λβιβ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9][10][3] εικονογράφος[3][5] καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[3] σκιτσογράφος[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Battle of Raszyn. |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Βόιτσεχ Κόσακ[11] Ταντέους Κόσακ |
Γονείς | Michał Kossak |
Αδέλφια | Leon Kossak Władysław Kossak |
Οικογένεια | οικογένεια Κόσακ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Αυτοκρατορικό Τάγμα του Φραγκίσκου Ιωσήφ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιούλιους Φορτούνατ Κόσακ (πολωνικά: Juliusz Fortunat Kossak) (15 Δεκεμβρίου 1824, Νόβι Βίσνιτς – 3 Φεβρουαρίου 1899, Κρακοβία) ήταν Πολωνός ζωγράφος και κορυφαίος εικονογράφος, ο οποίος ειδικεύονταν σε σκηνές μάχης, στρατιωτικά πορτρέτα και άλογα. Ήταν ο γενάρχης μιας καλλιτεχνικής οικογένειας που διήρκεσε τέσσερις γενιές,[12][13] πατέρας του ζωγράφου Βόιτσεχ Κόσακ και παππούς του ζωγράφου Γέζι Κόσακ.[14]
Ο Γιούλιους Κόσακ μεγάλωσε στο Λβουφ κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών διαμελισμών της Πολωνίας. Πήρε πτυχίο νομικής στο Πανεπιστήμιο του Λβουφ με την ενθάρρυνση της μητέρας του. Παράλληλα σπούδασε ζωγραφική με τους Γιαν Κάντι Μασκόφσκι και Πιοτρ Μιχαουόφσκι.[12] Ξεκινώντας το 1844, ο Κόσακ εργάστηκε σε παραγγελίες για την τοπική αριστοκρατία στις Μικρά Πολωνία, Ποδολία και Βολυνία.[15] Παντρεύτηκε τη Ζόφια Γκαουτσίνσκα το 1855 και μαζί έφυγαν για το Παρίσι όπου πέρασαν πέντε χρόνια. Εκεί γεννήθηκαν οι γιοι του, τα δίδυμα αδέρφια: Βόιτσεχ και Ταντέους (την Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1856–1857) και ο μικρότερος, Στέφαν, το 1858. Η οικογένεια μετακόμισε στη Βαρσοβία το 1860, όπου ο Κόσακ έλαβε θέση ως επικεφαλής εικονογράφος και χαράκτης για το περιοδικό Tygodnik Illustrowany. Μετακόμισαν στο Μόναχο για ένα χρόνο και το 1868 εγκαταστάθηκαν στην Κρακοβία ευλογημένοι ήδη με πέντε παιδιά. Ο Κόσακ αγόρασε ένα μικρό κτήμα εκεί, γνωστό ως Kossakówka, φημισμένο για το καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό σουαρέ, όπου σύχναζαν οι Άνταμ Άσνικ, Χένρικ Σιενκιέβιτς, Στανίσουαφ Βιτκιέβιτς, Γιούζεφ Χεουμόνσκι και πολλοί άλλοι. Ο Γιούλιους Κόσακ έζησε και εργάστηκε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1880 του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Τάγματος της Αξίας από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄ της Αυστροουγγαρίας για τα επιτεύγματά του στη ζωή του ως καλλιτέχνης.
Ο Κόσακ εξέθετε το έργο του σε πολωνικό έδαφος και στο εξωτερικό από το 1854. Το μέσο που προτιμούσε ήταν η ακουαρέλα, τόσο σε μικρότερες όσο και σε μεγαλύτερες μορφές. Ήταν ο πρόδρομος μιας πολωνικής σχολής ζωγραφικής στη σκηνή μάχης, με το κύριο θέμα του να περιστρέφεται γύρω από αυτό που απασχολούσε έντονα τους Πολωνούς που αντιτίθενταν στη στρατιωτική κατοχή της χώρας τους. Ήταν ο συγγραφέας πάνω από δώδεκα πανοραμικών πινάκων που απεικονίζουν το Πολωνικό ιππικό στη μάχη και σε στρατιωτικές ενέργειες εναντίον ξένων εισβολέων.
Ο Κόσακ δημιούργησε επίσης μια σειρά από πορτρέτα σε ελαιογραφία για πολωνικές οικογένειες ευγενών, συμπεριλαμβανομένων των Φρέντο, Γκνιέβς, Τισκιέβιτς, Λίπσκι και Μόρστιν. Οι ρουστίκ και ποιμενικές σκηνές του περιελάμβαναν εκθέσεις αλόγων, εξοχικούς γάμους, χειμερινές εκδρομές κυνηγιού, μυθολογικές σκηνές και στάβλους αλόγων. Παρήγαγε επίσης μια σειρά από εικονογραφήσεις της πολωνικής επικής λογοτεχνίας, όπως το Pan Tadeusz του Άνταμ Μιτσκιέβιτς, μυθιστορήματα του Χένρικ Σιενκιέβιτς, έργα των Βιντσέντι Πολ, Γιαν Χριζόστομ Πάσεκ και άλλων. Σχεδίασε διάφορα τιμητικά μετάλλια για τα χυτήρια της Κρακοβίας.