Ο Γιόζεφ Γιόακιμ (Joseph Joachim, ουγγρικά: Joachim József, Κίτζε 28 Ιουνίου 1831 – Βερολίνο 15 Αυγούστου 1907), ήταν Ούγγρος βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Στενός συνεργάτης του Γιοχάνες Μπραμς, θεωρείται ευρέως ο θεμελιωτής της σύγχρονης τεχνικής στο βιολί[15] και ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες του 19ου αιώνα. Ήταν, ιδιαίτερα, γνωστός για την αριστουργηματική τεχνική του και τις ερμηνείες του σε έργα Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.[16]
Ο Γιόζεφ γεννήθηκε στο σημερινό Κίτζε (Kittsee) της Αυστρίας που, τότε, ανήκε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας και ονομαζόταν Κέπτσενι (Köpcsény). Ήταν το έβδομο από τα οκτώ παιδιά του Γιούλιους Γιόακιμ, εμπόρου μαλλιού από τη Βουδαπέστη, και της Φάνι Φίγκντορ από τη Βιέννη· οι γονείς του είχαν ουγγροεβραϊκή καταγωγή.[17] Από τη βρεφική ηλικία του ανήκε στην εβραϊκή κοινότητα Kittsee Kehilla, μία από τις σημαντικότερες της Ουγγαρίας, υπό το προτεκτοράτο της οικογένειας των Εστερχάζι. Ήταν συγγενής, από την πλευρά της μητέρας του, με τον φιλόσοφο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein) και τον πιανίστα Π. Βίτγκενσταϊν (Paul Wittgenstein).[18]
Το 1833, η οικογένειά του μετακόμισε στην Πέστη που, τότε, δεν είχε συνενωθεί ακόμη με την Óbuda για να σχηματίσει τη Βουδαπέστη. Εκεί, από το 1836 (σε ηλικία 5 ετών) έκανε μαθήματα βιολιού με τον Σ. Σερβασζίνσκι (Stanisław Serwaczyński), εξάρχοντα της Όπερας της Πέστης που, λέγεται ότι, ήταν ο καλύτερος βιολονίστας της πόλης[17] (ο Σερβασζίνσκι, αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Λούμπλιν της Πολωνίας, όπου δίδαξε τον Χένρικ Βιενιάφσκι). Αν και οι γονείς του, δεν ήταν ιδιαίτερα εύποροι, είχαν συμβουλευτεί προσεκτικά να επιλέξουν όχι έναν «συνηθισμένο» δάσκαλο βιολιού. Η πρώτη δημόσια παράσταση του Γιόακιμ δόθηκε στις 17 Μαρτίου 1839, όταν ήταν οκτώ ετών.[19] Το ίδιο έτος, ο Γιόακιμ συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο της Βιέννης, αρχικά με τους Μ. Χάουζερ (Miska Hauser) και Γ. Χέλμεσμπεργκερ (Georg Hellmesberger, Sr.)[20] και, κατόπιν, με τον Γ. Μπεμ (Joseph Böhm),[21] ο οποίος τον εισήγαγε στον κόσμο της μουσικής δωματίου.[22][23] Το 1843, τον ανέλαβε η εξαδέλφη του, Φάνι -η οποία, αργότερα, παντρεύτηκε έναν έμπορο από τη Λειψία[24], με το επώνυμο Βίτγκενσταϊν- που τον πήρε μαζί της για να σπουδάσει εκεί.[25] Εκείνη την εποχή, διευθυντής της Ορχήστρας Γκέβαντχαους της Λειψίας ήταν ο Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος πήρε τον Γιόακιμ υπό την προστασία του και κανόνισε να μελετήσει θεωρία και σύνθεση με τον Μ. Χαόυπτμαν (Moritz Hauptmann) στο Ωδείο της πόλης.[26] Στην παρθενική του εμφάνιση με την Ορχήστρα Γκέβαντχαους, ο Γιόακιμ έπαιξε τη Φαντασία Οθέλος του Χ. Β. Ερνστ (Heinrich Wilhelm Ernst).
Στις 27 Μαΐου 1844, ο Γιόακιμ, σε ηλικία δεκατριών ετών, στο ντεμπούτο του στο Λονδίνο με τον Μέντελσον, ο οποίος διηύθυνε μια συναυλία της Φιλαρμονικής Εταιρείας, έπαιξε το Κονσέρτο για βιολί του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Η παράσταση υπήρξε θρίαμβος από πολλές απόψεις, όπως περιγράφεται από τον Ρ. Ένσμπαχ (R. W. Eshbach).[27] Η Φιλαρμονική, γενικά, είχε μια πολιτική εναντίον των ερμηνευτών που ήταν τόσο νέοι, αλλά έγινε μια εξαίρεση αφού οι ακροάσεις έπεισαν διακεκριμένoυς μουσικoύς και λάτρεις της μουσικής, ότι ο Γιόακιμ διέθετε ιδιαίτερες ικανότητες. Παρά την αναγνώριση του Μπετόβεν ως έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες και το έργο του, Κονσέρτο για βιολί, ως ένα από τα σημαντικότερα που έχουν γραφεί για το συγκεκριμένο όργανο, εκείνη την εποχή τα πράγματα ήσαν διαφορετικά -πριν από την εκτέλεση του Γιόακιμ. Ο Λούντβιχ Σπορ είχε επικρίνει σκληρά το έργο, και μετά την πρεμιέρα του Λονδίνου από τον βιολονίστα Έ. Ελίαζον (Edward Eliason), ένας κριτικός είπε ότι «θα μπορούσε να έχει γραφτεί από οποιονδήποτε τρίτο ή τέταρτο συνθέτη». Αλλά ο Γιόακιμ ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος να παίξει το κοντσέρτο του Μπετόβεν, αφού έγραψε τις δικές του καντέντσες και απομνημόνευσε το κομμάτι. Το ακροατήριο ήταν πολύ απαιτητικό, έχοντας καταλάβει, ήδη, από την πρόβα τις ικανότητες του βιολονίστα[28] και έτσι, έγραψε ο Μέντελσον, «άρχισαν φρενήρη χειροκροτήματα αμέσως μόλις ο Γιόακιμ βγήκε μπροστά στην ορχήστρα. Η αρχή χειροκροτήθηκε ακόμα περισσότερο και «οι επευφημίες του ακροατηρίου συνόδευαν κάθε ... μέρος της συναυλίας». Οι μουσικοκριτικοί είχαν, επίσης, πολύ καλά λόγια να πουν. Κάποιος, από τον Μουσικό Κόσμο, έγραψε: «Οι μεγαλύτεροι βιολονίστες έβλεπαν αυτό το κοντσέρτο με δέος ... Ο νεαρός Γιόακιμ ... τού «επιτέθηκε» με το σθένος και την αποφασιστικότητα του πιο καταξιωμένου καλλιτέχνη ... κανένας δάσκαλος δεν θα μπορούσε να το αναγνώσει καλύτερα» και οι δύο καντέντσες, γραμμένες από τον εκτελεστή, ήσαν «τεράστια επιτεύγματα ... ευγενικά συντεθειμένα». Ένας άλλος κριτικός, για το Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου έγραψε ότι, ο Γιόακιμ «είναι ίσως ο καλύτερος βιολονίστας, όχι μόνο της ηλικίας του, αλλά του αιώνα του· εκτέλεσε το μοναδικό κοντσέρτο του Μπετόβεν, στο οποίο ακούσαμε όλους τους μεγάλους ερμηνευτές να προσπαθούν τα τελευταία είκοσι χρόνια και συνεχώς να αποτυγχάνουν ... η εκτέλεση ήταν μια εύγλωττη δικαίωση του πνεύματος-αυθεντίας που το επινόησε». Ένας τρίτος κριτικός, για τη Morning Post έγραψε ότι, ενώ το κοντσέρτο «έχει, γενικά, θεωρηθεί από τους βιολονίστες ως μη-κατάλληλο και αναποτελεσματικό για το ξεδίπλωμα των δυνάμεων του οργάνου τους», η απόδοση του Γιόακιμ «είναι πέρα από κάθε έπαινο και περιγραφή» και «εντελώς χωρίς προηγούμενο». Ο Γιόακιμ παρέμεινε αγαπητός στο αγγλικό κοινό για το υπόλοιπο της καριέρας του. Επισκέφθηκε την Αγγλία στις χρονιές 1858, 1859, 1862 και για αρκετές δεκαετίες στη συνέχεια.[29]
Μετά τον θάνατο του Μέντελσον, το 1847, ο Γιόακιμ έμεινε για λίγο στη Λειψία, διδάσκοντας στο Ωδείο και παίζοντας στα πρώτα βιολιά της Ορχήστρας Γκέβαντχαους μαζί με τον Φ. Ντάβιντ,[30] τον οποίο ο Μέντελσον είχε ορίσει ως εξάρχοντα για την ανάληψη της διεύθυνσης, το 1835. Το 1848, ο Φραντς Λιστ εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη, όπου είχαν ζήσει οι Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Σίλερ.[31] Ο Λιστ ήταν αποφασισμένος να αποκαταστήσει τη φήμη της πόλης, ως Αθήνα της Γερμανίας. Εκεί, συγκέντρωσε έναν κύκλο πρωτοποριακών νεαρών μαθητών, φανερά αντίθετων με τον συντηρητισμό του κύκλου της Λειψίας. Ο Γιόακιμ ήταν μεταξύ των πρώτων· υπηρέτησε τον Λιστ ως εξάρχων και, για αρκετά χρόνια, αγκάλιασε με ενθουσιασμό τη νέα «ψυχολογική μουσική», όπως την αποκαλούσε. Όμως, το 1852, εγκαταστάθηκε στο Ανόβερο, διαχωριζόμενος παράλληλα από τα μουσικά ιδεώδη της «νέας γερμανικής σχολής» (Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Εκτόρ Μπερλιόζ και των οπαδών τους, όπως ορίζεται από τον δημοσιογράφο Φ. Μπρέντελ (Franz Brendel). «Η λατρεία της μουσικής του Βάγκνερ που διαπερνά τη μουσική γεύση στη Βαϊμάρη ήταν υπερβολική και απαράδεκτη για τον Γιόακιμ».[32] Η ρήξη με τον Λιστ οριστικοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1857, όταν έγραψε στον πρώην μέντορά του: «Είμαι απόλυτα αντίθετος με τη μουσική σας• διαψεύδει όλα όσα προσέλαβα από τα νεανικά μου χρόνια, ως διανοητική τροφή, από το πνεύμα των μεγάλων μας δασκάλων».[33] Το Ανόβερο ήταν, τότε, ένα ανεξάρτητο βασίλειο, που ενσωματώθηκε αργότερα στη γερμανική αυτοκρατορία. Ο βασιλιάς Γεώργιος της πόλης ήταν εντελώς τυφλός και τού άρεσε πολύ η μουσική· προσέφερε στον Γιόακιμ καλό μισθό και σημαντική ελευθερία.[34] Τα καθήκοντά του στο Ανόβερο περιελάμβαναν το σολιστικό μέρος του βιολιού σε παραστάσεις όπερας και τη διεύθυνση κρατικών συναυλιών. Είχε ρεπό, πέντε μήνες τα καλοκαίρια, οπότε πραγματοποιούσε συναυλίες σε όλη την Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 1853 έστειλε στον Λιστ ένα αντίγραφο της εισαγωγής στον Άμλετ που είχε, πρόσφατα, συνθέσει.[35]
Επίσης, το 1853, μια επιτροπή με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Σούμαν κάλεσε τον Γιόακιμ στο Φεστιβάλ Μουσικής του Κάτω Ρήνου όπου, και πάλι, ήταν ο σολίστ στο Κονσέρτο για βιολί του Μπετόβεν,[36] και πάλι με τέτοια επιτυχία, που τον αποκάλεσαν τον «περιφημότερο καλλιτέχνη της Γερμανίας».[37] Ο Σούμαν και η σύζυγός του, Κλάρα, εντυπωσιάστηκαν βαθιά και δημιούργησαν έκτοτε «στενή σχέση» με τον Γιόακιμ.[38] Τότε ήταν που, ο 22 χρονος Γιόακιμ, θα συναντήσει τον -εκείνη την εποχή άγνωστο- 20χρονο Γιοχάνες Μπραμς και έγραψε γι' αυτόν ότι, το παίξιμό του «δείχνει την έντονη φωτιά... που προδίδει τον καλλιτέχνη» και «οι συνθέσεις του έχουν, ήδη, προαναγγείλει τέτοια δύναμη που δεν έχω δει σε κανέναν άλλον μουσικό της ηλικίας του».[39] Ο Γιόακιμ συνέστησε ανεπιφύλακτα τον Μπραμς στον Σούμαν[40] και εκείνος τον δέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Μετά την πνευματική κατάρρευση του Σούμαν, το 1854,[i] και τον θάνατό του, το 1856, οι Γιόακιμ, Κλάρα Σούμαν και Μπραμς παρέμειναν διά βίου φίλοι και μοιράζονταν κοινές μουσικές απόψεις. Το ύφος παιξίματος του Γιόακιμ στο βιολί, όπως εκείνο της Κλάρας στο πιάνο, λέγεται ότι ήταν «συγκρατημένο, καθαρό και αντιβιρτουόζικο, αναδεικνύοντας τη μουσική και όχι τον ερμηνευτή».[41]
Από νωρίς, ο Μπραμς, έπαιζε και συνέθετε για το πιάνο, το οποίο «είχε κατακτήσει με μεγαλειώδη τρόπο», αλλά ήταν κάπως ανεπαρκής ως ενορχηστρωτής.[42] Το 1854, άρχισε να συνθέτει το πρώτο του ορχηστρικό έργο, εκείνο που έμελε να γίνει το Κοντσέρτο για πιάνο, Νο. 1. Έστειλε ένα αντίγραφο του πρώτου μέρους στον Γιόακιμ ζητώντας τη συμβουλή του. Αφού έλαβε απάντηση, ο Μπραμς, τού έγραψε: «Χίλιες ευχαριστίες για το ότι μελετήσατε το πρώτο μέρος με τόσο συμπαθητικό και προσεκτικό τρόπο· έχω μάθει πολλά από τα σχόλιά σας. Ως μουσικός δεν έχω, πραγματικά, μεγαλύτερη επιθυμία από το να διαθέτω περισσότερο ταλέντο έτσι, ώστε να μπορώ να μάθω ακόμα περισσότερα από έναν τέτοιο φίλο».[43] Αργότερα, στην εξέλιξη σύνθεσης του έργου που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, ο Μπράμς έγραψε στον Γιόακιμ: «Σας στέλνω το rondo για άλλη μια φορά. Και, όπως, συνέβη τελευταία, παρακαλώ για κάποια πραγματικά σοβαρή κριτική».[44] Η τελική εκδοχή του κοντσέρτου, «δείχνει πολλές αλλαγές στο ύφος γραψίματος του Γιόακιμ».[45]
Τα χρόνια του Γιόακιμ στο Ανόβερο ήταν η πιο παραγωγική περίοδος για τις συνθέσεις του. Στο εξής, και κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης καριέρας του, έπαιζε συχνά με την Κλάρα Σούμαν. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1857, έκαναν περιοδεία στη Δρέσδη, τη Λειψία και το Μόναχο. Η αίθουσα του Αγίου Ιακώβου στο Λονδίνο, η οποία άνοιξε το 1858, φιλοξένησε μια σειρά από «Λαϊκές Συναυλίες» μουσικής δωματίου, των οποίων τα προγράμματα διατηρούνται από το 1867 έως το 1904.[46] Ο Γιόακιμ εμφανίζεται σε αυτά πολλές φορές, άλλωστε, επισκεπτόταν το Λονδίνο κάθε χρόνο, μετά το 1866.
Τον Μάρτιο του 1898 και, μεταξύ 1901-1904, ο Γιόακιμ εμφανίστηκε μαζί με το δικό του κουαρτέτο μουσικών. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω έγραψε ότι, οι «Λαϊκές Συναυλίες» είχαν βοηθήσει πολύ να εξαπλωθεί και να ξεκαθαριστεί το μουσικό «γούστο» στην Αγγλία.[47] Ο Γιόακιμ διατηρούσε εκτεταμένη αλληλογραφία, τόσο με την Κλάρα όσο και με τον Μπραμς, καθώς ο τελευταίος εκτιμούσε πολύ τη γνώμη τού Γιόακιμ σχετικά με τις νέες του συνθέσεις. Το 1860, ο Μπράχς και ο Γιόακιμ έγραψαν από κοινού ένα μανιφέστο κατά της «προοδευτικής» μουσικής της «νέας γερμανικής» σχολής.
Στις 10 Μαΐου 1863, ο Γιόακιμ νυμφεύτηκε την κοντράλτο Αμαλία Σνέιβαϊς (Amalie Schneeweiss, καλλιτεχνικό επώνυμο Βάις). Η Αμαλία εγκατέλειψε τη δική της -πολλά υποσχόμενη- καριέρα ως τραγουδίστρια όπερας και γέννησε έξι παιδιά. Συνέχισε, πάντως, να εμφανίζεται σε ορατόρια και να δίνει ρεσιτάλ τραγουδιού. Το 1865, ο Γιόακιμ εγκατέλειψε τη θέση που είχε στην υπηρεσία του βασιλιά του Ανόβερου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Όπερας αρνήθηκε να προωθήσει έναν από τους μουσικούς της ορχήστρας, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Το 1866, ως αποτέλεσμα του Αυστροπρωσικού Πολέμου, ο Γιόακιμ εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου προσκλήθηκε, να ιδρύσει και να γίνει ο πρώτος διευθυντής ενός νέου τμήματος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Την Παρασκευή, 10 Απριλίου 1868, ο Γιόακιμ και η σύζυγός του, συμμετείχαν στον θρίαμβο του φίλου τους, Μπραμς, στην πρεμιέρα του έργου τού τελευταίου, Γερμανικό Ρέκβιεμ, στον καθεδρικό ναό της Βρέμης.
Το 1869, δημιουργήθηκε το «Κουαρτέτο Γιόακιμ», το οποίο απέκτησε γρήγορα τη φήμη του καλύτερου κουαρτέτου εγχόρδων στην Ευρώπη και διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του Γιόακιμ, το 1907. Το 1878, ο Μπράμς γράφει το περίφημο έργο του, Κοντσέρτο για βιολί και, βέβαια, συμβουλεύεται τον Γιόακιμ, ο οποίος «τον ενθάρρυνε, δίνοντάς του και τεχνικές συμβουλές».[48] Ο Μπραμς ζήτησε από τον Γιόακιμ να γράψει την καντέντσα, κάτι που εκείνος έκανε. Το 1884, το ζεύγος χώρισε, επειδή ο Γιόακιμ πίστευε ότι, η σύζυγός του διατηρούσε σχέσεις με τον εκδότη Φ. Σίμροκ (Fritz Simrock). Ο Μπραμς, βέβαιος ότι οι υποψίες του φίλου του ήταν αβάσιμες, έγραψε μιαν επιστολή συμπαράστασης στην Αμαλία, την οποία εκείνη, αργότερα, προσκόμισε ως αποδεικτικό στοιχείο στη διαδικασία έκδοσης του διαζυγίου. Αυτό, οδήγησε στην ψύχρανση των φιλικών σχέσεων του Μπραμς με τον Γιόακιμ, η οποία δεν αναστράφηκε για αρκετά χρόνια, όταν ο Μπραμς συνέθεσε το Διπλό κοντσέρτο για βιολί και βιολοντσέλο, ως «ειρηνική» προσφορά στον παλιό φίλο του. Στα τέλη του 1895, οι Μπραμς και Γιόακιμ ήσαν παρόντες στα εγκαίνια της αίθουσας Tonhalle στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Ο Μπραμς διηύθυνε και ο Γιόακιμ ήταν εξάρχων. Αλλά τον Απρίλιο, δύο χρόνια αργότερα, ο Γιόακιμ έχασε για πάντα τον επιστήθιο φίλο του, καθώς ο Γιόχανες Μπραμς πέθανε σε ηλικία 64 ετών στη Βιέννη. Στο Μάινινγκεν, τον Δεκέμβριο του 1899, ο Γιόακιμ ήταν αυτός που μίλησε στην τελετή αποκάλυψης αγάλματος του Μπραμς. Πέθανε στο Βερολίνο, το 1907, σε ηλικία 76 ετών.
Όπως προαναφέρθηκε, ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα του Γιόακιμ, ήταν η αναβίωση του Κοντσέρτου για βιολί του Μπετόβεν. Επίσης, αναβίωσε και τις Σονάτες και Παρτίτες για βιολί του Μπαχ, BWV 1001-1006, ειδικά την αριστουργηματική σακόν από την Παρτίτα Νο. 2, BWV 1004.[49] Τέλος, έφερε ξανά στο προσκήνιο τα τελευταία ιστορικά κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν.[50] Ο Γιόακιμ ήταν ο δεύτερος βιολονίστας, μετά τον Φέρντιναντ Ντάβιντ, που έπαιξε το Κοντσέρτο για βιολί του Μέντελσον σε Μι Ελάσσονα, το οποίο μελέτησε με τον συνθέτη. Ο Γιόακιμ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του Μπραμς και παρέμεινε ακούραστος σύμβουλος των συνθέσεών του, παρά τα προβλήματα που είχαν στη φιλία τους. Διηύθυνε την αγγλική πρεμιέρα της Συμφωνίας Νο. 1 του συνθέτη, στο Κέιμπριτζ, στις 8 Μαρτίου 1877.
Αρκετοί συνθέτες, όπως οι Ρόμπερτ Σούμαν, Γιοχάνες Μπραμς, Μαξ Μπρουχ και Αντονίν Ντβόρζακ, συνέθεσαν κοντέρτα για τον Γιόακιμ, πολλά από τα οποία έγιναν «κλασικά». Παρ' όλα αυτά, το ατομικό ρεπερτόριο του Γιόακιμ παρέμεινε σχετικά περιορισμένο. Ουδέποτε εκτέλεσε το Κοντσέρτο για βιολί του Σούμαν σε Ρε Ελάσσονα, το οποίο συνέθεσε ο Σούμαν ειδικά γι 'αυτόν, ή το Κοντσέρτο για βιολί του Ντβόρζακ σε Λα Ελάσσονα, αν και ο Ντβόρζακ ζήτησε ένθερμα τις συμβουλές του για το κομμάτι, τού το αφιέρωσε και ήθελε πολύ να ήταν αυτός που θα έπαιζε βιολί στην πρεμιέρα. Το πιο ασυνήθιστο έργο που γράφτηκε για τον Γιόακιμ ήταν η Σονάτα F-A-E, για βιολί και πιάνο, ένα συλλογικό έργο των Σούμαν, Μπραμς και Ντίτριχ, με βάση τα αρχικά Frei aber Einsam (το οποίο ανήκει στον Γιόακιμ και μπορεί να μεταφραστεί ως, «ελεύθερος αλλά μοναχικός» ή «ελεύθερος αλλά μόνος»). Αν και η σονάτα σπάνια εκτελείται στο σύνολό της, το τρίτο μέρος, Σκέρτσο σε Ντο Ελάσσονα, το οποίο συνετέθη από τον Μπραμς, εξακολουθεί να παίζεται σήμερα.
Ως συνθέτης, ο Γιόακιμ, είναι λιγότερο γνωστός. Έδωσε αριθμούς Οpus σε 14 έργα του και συνέθεσε, περίπου, ίσο αριθμό κομματιών χωρίς αριθμούς Οpus (WoO). Μεταξύ των συνθέσεών του περιλαμβάνονται διάφορα έργα για το βιολί (συμπεριλαμβανομένων τριών κοντσέρτων) και εισαγωγές στα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ και Ερρίκος Δ’. Έγραψε, επίσης, καντέντσες για μια σειρά κοντσέρτων άλλων συνθετών (συμπεριλαμβανομένων των κοντσέρτων για βιολί των Μπετόβεν και Μπραμς). Η πιο γνωστή του σύνθεση είναι το Κοντσέρτο για βιολί Νο. 2, σε Ρε Ελάσσονα Op. 11 «Ουγγρικό κοντσέρτο».
Στο παίξιμό του, ο Γιόακιμ, υπέτασσε την τεχνική δεξιότητα στις αισθητικές αξίες, αποφεύγοντας τις «θεαματικές» μουσικές εκτελέσεις.[16]
i. ^ Τον Δεκέμβριο του 1854, ο Γιόακιμ είχε επισκεφθεί τον Σούμαν στο άσυλο Έντενιχ, όπου βρισκόταν από τον Φεβρουάριο, μάλιστα ήταν ο πρώτος επισκέπτης του.[51] '