Γιόος ντε Μόμπερ | |
---|---|
![]() | |
Γέννηση | 1564[1][2][3] Αμβέρσα[4] |
Θάνατος | 5 Φεβρουαρίου 1635[3][5][6] Αμβέρσα[3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων |
Ιδιότητα | ζωγράφος[3][7] και καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[7] |
Σημαντικά έργα | Landscape, Mountain view και River landscape with boar hunt |
![]() | |
Ο Γιόος ντε Μόμπερ ο νεότερος (φλαμανδικά: Joos de Momper de Jonge ή Joost de Momper de Jonge, [εναλλακτικές γραφές του μικρού του ονόματος: Jodocus, Joes, Joeys και Josse] (1564–1635) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Φλαμανδούς τοπιογράφους, τοποθετούμενος ανάμεσα στους Πίτερ Μπρίγκελ τον πρεσβύτερο και τον Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Η επίδραση του Μπρίγκελ στα έργα του Μόμπερ είναι εμφανής.
Ο Γιόος ντε Μπόμπερ γεννήθηκε σε καλλιτεχνική οικογένεια στην Αμβέρσα και έλαβε το όνομα του παππού του, ο οποίος ήταν τοπιογράφος.[8] Έμαθε να ζωγραφίζει από τον πατέρα του, Μπαρτολομέους ντε Μόμπερ, ο οποίος ήταν ζωγράφος και εκδότης.[9] Το 1581 έγινε "Δάσκαλος" στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της Αμβέρσας, σε ηλικία μόλις 17 ετών.[8] Εικάζεται ότι κατά τη δεκαετία του 1580 ταξίδεψε στην Ιταλία για σπουδές.[9]
Ο ντε Μόμπερ απολάμβανε υψηλών προστατών, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η τότε Κυβερνήτις της Φλάνδρας, Αρχιδούκισσα Ιζαμπέλλα Κλάρα Ευγενία έστειλε μια επιστολή στους άρχοντες της Αμβέρσας, ζητώντας να τον εξαιρέσουν από την πληρωμή φόρων και τελών. Τα έργα του εμφανίζονται σε αριστοκρατικές πινακοθήκες από τις αρχές του 17ου αιώνα.[9]
Ως μαθητές του καταγράφονται οι Λουί ντε Κωλλερύ και ο γιος του Φίλιπ ντε Μόμπερ.[8] Οπαδοί του ήταν ο Φρανς ντε Μόμπερ και Χέρκουλες Σέγκερς.[8]
Αναφέρεται από τον Κάρελ φαν Μάντερ στο Schilderboeck και χαρακτικό με τη μορφή του δημιούργησε ο Άντονι βαν Ντάικ.[10]
Ο ντε Μόμπερ ζωγράφιζε κατά κύριο λόγο τοπία, το είδος τέχνης για το οποίο έχαιρε υψηλής εκτίμησης κατά τη διάρκεια του βίου του. Μικρός μόνον αριθμός από τα 500 έργα που αποδίδονται σε αυτόν φέρει υπογραφή και μόνον ένα είναι χρονολογημένο. Η μεγάλη αυτή παραγωγικότητα παραπέμπει σε οργανωμένο εργαστήριο. Συνεργαζόταν συχνά με ζωγράφους που ειδικεύονταν στη ζωγραφική μορφών, όπως οι Φρανς Φράνκεν ΙΙ, Πίτερ Σνάιερς, Γιαν Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος και Γιαν Μπρίγκελ ο νεότερος, συνήθως σε μεγάλα, ορεινά τοπία, στα οποία οι άλλοι ζωγράφοι έφτιαχναν το "σταφφάζ" (πρόσθεση μορφών) και ο ντε Μόμπερ το τοπίο.[9]
Ζωγράφισε και φανταστικά τοπία, στα οποία το σημείο θέασης βρισκόταν ψηλά και υιοθετούσε μανιεριστική παλέτα, με καφέ στο προσκήνιο ως πράσινο που κατέληγε μεταβατικά σε μπλε στο παρασκήνιο, αλλά και πιο ρεαλιστικά τοπία, με χαμηλότερα το σημείο θέασης και πιο φυσικά χρώματα. Τα μεγάλα του πανοράματα έχουν ομάδες από μικρές μορφές.[11]
Τα έργα του αντλούν κυρίως έμπνευση από τις απότομες, απόκρημνες πλαγιές των Άλπεων και τους ψηλούς ορεινούς όγκους που εμφανίζονται και στα έργα του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου. Η στενή σχέση που είχε με τον Γιαν Μπρίγκελ τον πρεσβύτερο φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο στην εξοικείωσή του με το "ιδίωμα" των Μπρίγκελ. Αυτό φαίνεται επίσης και σε μερικά από τα μοτίβα έργων του ντε Μόμπερ, που ανάγονται σε επινοήσεις του Πίτερ Μπρίγκελ, όπως τα χειμερινά τοπία και ο θερισμός. Ένα από τα έργα του, που τιτλοφορείται "Θύελλα στη θάλασσα" παλαιότερα είχε αποδοθεί στον Πίτερ Μπρίγκελ, αλλά σήμερα εν γένει γίνεται αποδεκτό ως έργο του ντε Μόμπερ. Μια ακόμη επίδραση που δέχτηκε ο ντε Μόμπερ προερχόταν από τον ειδικευμένο τοπιογράφο Λόντεβαϊκ Τούπουτ (Lodewijk Toeput), ο οποίος έφυγε για να σταδιοδρομήσει στην Ιταλία. Ο ντε Μόμπερ έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη στυλιστική συμμόρφωση παρά στα νατουραλιστικά εφέ και χρησιμοποιούσε το βάθος και την ατμόσφαιρα για να επιτύχει το αποτέλεσμα της χωρικής σύνθεσης.[9]
Το έργο του ντε Μόμπερ, όπως και αυτό του συγχρόνου του τοπιογράφου Άμπελ Χρίμμερ (Abel Grimmer) συχνά έχει υποστεί απορρίψεις λόγω των τυπικών επαναλήψεων σε μοτίβα και παρουσιάσεις, ενώ τα μεγάλου μεγέθους έργα του έχουν ερμηνευθεί ως παραλλαγές με "ευρύτερες πινελιές" των έργων του Γιοάχιμ Πατινίρ, έναν αιώνα μετά την εμφάνιση του αποκαλούμενου "παγκόσμιου τοπίου". Θεωρείται περισσότερο ως εκπρόσωπος του τέλους μιας παράδοσης, παρά μιας αναβίωσης ή καινοτομίας στην τοπιογραφία που συνέβαινε στην Ολλανδική Δημοκρατία του 17ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, το μεγάλο μέγεθος των έργων του και η συνεργασία του με άλλους, κορυφαίους καλλιτέχνες, υποδεικνύουν και μεγάλο κόστος αλλά και εκτίμηση για την εικαστική βελτίωση.[9]