Γιόχαν Γκότφρηντ Άιχορν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Johann Gottfried Eichhorn (Γερμανικά) |
Γέννηση | 16 Οκτωβρίου 1752[1][2][3] Ίνγκελφινγκεν[4] |
Θάνατος | 25 Ιουνίου 1827[1][4][5] Γκέτινγκεν[4][6] |
Τόπος ταφής | Albanifriedhof |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Βυρτεμβέργης |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[7] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν[8] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος[4] διδάσκων πανεπιστημίου[6] ιστορικός[9] ιστορικός της λογοτεχνίας[10] συγγραφέας[11] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν Πανεπιστήμιο της Ιένας |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Καρλ Φρίντριχ Άιχορν |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | rector of the University of Jena (Απριλίου 1778 – Οκτώβριος 1778) rector of the University of Jena (1787–1788) |
Βραβεύσεις | μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιόχαν Γκότφρηντ Άιχορν (Johann Gottfried Eichhorn, 16 Οκτωβρίου 1752 – 27 Ιουνίου 1827) ήταν Γερμανός Προτεστάντης θεολόγος του Διαφωτισμού και ένας από τους πρώτους οριενταλιστές. Υπήρξε μέλος της «σχολής ιστορίας» του Γκέτινγκεν.
Ο Άιχορν γεννήθηκε στο Ντέρεντσίμερν (Dörrenzimmern, σήμερα μέρος της πόλεως του Ίνγκελφίνγκεν) και πήγε στο δημόσιο σχολείο του Βάικερσαϊμ, όπου ο πατέρας του ήταν επιθεωρητής, στη συνέχεια στο γυμνάσιο της Χαϊλμπρόν και τέλος στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (1770-1774), όπου είχε καθηγητή τον Γιόχαν Ντάβιντ Μικαέλις. Κατόπιν, το 1774, δέχθηκε τη θέση του διευθυντή του γυμνασίου στην κωμόπολη Όρντρουφ, στο δουκάτο Σάξε-Γκότα.
Σύντομα ωστόσο, το 1775, ο Άιχορν έγινε καθηγητής των σημιτικών γλωσσών στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιένας. Η δημοσιευμένη διατριβή του «επί υφηγεσία» είχε ως θέμα τα «νομισματικά ζητήματα στους αρχαίους Άραβες» (De rei numariae apud Arabas initiis) με βάση το χρονικό του Μακίν ιμπν αλ-Αμίντ. Αργότερα επιμελήθηκε το «Briefe über das arabische Münzwesen» του Γιόχαν Γιάκομπ Ράισκε. Ως συμπλήρωμα αυτού, συνέταξε το 1786 την πρώτη υπομνηματισμένη βιβλιογραφία της ισλαμικής νομισματικής, με περισσότερες από εκατό σελίδες, που αποτελεί ακόμη έργο αναφοράς. Επιμελήθηκε επίσης κάποια ιστορικά έργα του Ράισκε, που είχε αποβιώσει το 1774. Ο Άιχορν τον γνώριζε από την εποχή των σπουδών του στο Γκέτινγκεν.
Κατά το διάστημα που ήταν καθηγητής στην Ιένα, ο Άιχορν συνέγραψε το σημαντικό έργο Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη (Einleitung in das Alte Testament), το οποίο άνοιξε μια νέα οδό προς την ιστορική κατανόηση της Πεντατεύχου. Το 1776 ίδρυσε το πρώτο σημαντικό επιστημονικό ερευνητικό περιοδικό για τις ανατολικές σπουδές, το Repertorium für biblische und morgenländische Litteratur, το οποίου ήταν αρχισυντάκτης μέχρι το 1788.
Το 1788 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, όπου παρέδιδε μαθήματα όχι μόνο ανατολικών γλωσσών και ερμηνείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά και πολιτικής ιστορίας. Το 1825 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.[12] Η υγεία του χάλασε το 1825, αλλά συνέχισε τις παραδόσεις μαθημάτων, μέχρι που τον κατέβαλε εμπύρετο νόσημα, από το οποίο και απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών στο Γκέτινγκεν. Ο γιος του, ο Καρλ Φρήντριχ Άιχορν, έγινε ονομαστός νομικός.
Ο Άιχορν έχει αποκληθει ο «θεμελιωτής της νεότερης επιστημονικής κριτικής της Παλαιάς Διαθήκης». Ανεγνώρισε τα προβλήματά της και άνοιξε πολλές από τις σημαντικότερες συζητήσεις σχετικώς. Οι έρευνές του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι «τα περισσότερα από τα γραπτά των Εβραίων έχουν περάσει από πολλά χέρια». Λάμβανε ως δεδομένο ότι όλα τα υπερφυσικά γεγονότα που αναφέρονται στην Αγία Γραφή ήταν εξηγήσιμα από φυσικά αίτια. Επεδίωξε να τα κρίνει, ως γνήσιος οπαδός του Διαφωτισμού, από την άποψη του αρχαίου κόσμου, και να τα αποδώσει στις δεισιδαιμονικές πίστεις που ήταν τότε γενικευμένες. Δεν έβλεπε να υπάρχουν στα βιβλία της Αγίας Γραφής θρησκευτικές ιδέες με κάποια μεγάλη σημασία για τον σύγχρονο κόσμο. Αυτά τα κείμενα τον ενδιέφεραν μόνο από ιστορικής πλευράς και για το φως που έριχναν στη γνώση της αρχαιότητας.
Ο Άιχορν θεωρούσε πολλά από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης ως αμφίβολης γνησιότητας, ενώ από την Καινή Διαθήκη αμφισβητούσε τη γνησιότητα των Α΄ και Β΄ Επιστολών του Πέτρου, καθώς και της Επιστολής του Ιούδα, ενώ αρνιόταν την αποδιδόμενη στον Απόστολο Παύλο πατρότητα των Επιστολών προς τον Τιμόθεο και της Επιστολής προς Τίτο. Υπεστήριξε (1804) ότι τα κανονικά Ευαγγέλια βασίζονταν πάνω σε ποικίλες μεταφράσεις και εκδοχές ενός πρωταρχικού Ευαγγελίου γραμμένου στην αραμαϊκή γλώσσα («υπόθεση του πρωταρχικού Ευαγγελίου»), αλλά δεν εκτιμούσε όσο ο Ντάβιντ Στράους και οι κριτικοί της Τυβίγγης τις δυσκολίες που έπρεπε να υπερβεί μια φυσική θεωρία, ούτε στήριζε τα συμπεράσματά του σε τόσο λεπτομερείς αναλύσεις, όσο θεωρούσαν εκείνοι απαραίτητες. Αμφισβήτησε την αυγουστίνεια υπόθεση στο πρόβλημα των συνοπτικών Ευαγγελίων με την υπόθεση του πρωταρχικού Ευαγγελίου.[13]