Γιόχαν Χάινριχ Άλστεντ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Johann Heinrich Alsted (Γερμανικά) |
Γέννηση | 1588[1][2][3] Μπάλερσμπαχ |
Θάνατος | 9 Νοεμβρίου 1638 Άλμπα Ιούλια[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[5] |
Θρησκεία | Προτεσταντισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Λατινικά[1][6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος μουσικολόγος συγγραφέας μουσικός θεωρητικός διδάσκων πανεπιστημίου φιλόσοφος[7] καθηγητής[8] παιδαγωγός[9] |
![]() | |
Ο Γιόχαν Χάινριχ Άλστεντ (γερμ. Johann Heinrich Alsted, Μάρτιος 1588 – 9 Νοεμβρίου 1638) ήταν Γερμανός μεταρρυθμιστής θεολόγος, Καλβινιστής πάστορας και λόγιος, γνωστός για την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του: για τη ραμιστική και τη λιουλιστική φιλοσοφία, την παιδαγωγική και τις εγκυκλοπαίδειες. Μάλιστα ο Άγγλος σοφός της μαθηματικής λογικής Αύγουστος Ντε Μόργκαν τον χαρακτήρισε στο έργο του Budget of Paradoxes (1864) «πραγματικό γονέα όλων των εγκυκλοπαιδειών»[10], ενώ οι σύγχρονοί του επεσήμαιναν ότι ένας αναγραμματισμός της λατινικής μορφής του ονόματός του (Alstedius) ήταν sedulitas, που στη λατινική σημαίνει «σκληρή δουλειά».[11] Σήμερα πάντως είναι γνωστός και για τις μιλλεναριανιστικές απόψεις του.
Ο Άλστεντ γεννήθηκε στην κωμόπολη Μίτενααρ της Έσσης και σπούδασε στην Ακαδημία του Χέρμπορν, όπου είχε καθηγητή τον Ιωάννη Πισκάτορ, και το 1606 στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου, όπου διδάχθηκε από τον σχολαστικό φιλόσοφο Ρούντολφ Γκοκλένιους. Το επόμενο έτος πήγε στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, όπου διδάχθηκε και μαθηματικά, και είχε καθηγητή στη θεολογία τον Αμάντους Πολάνους και τον εβραϊστή Γιόχαν Μπούξτορφ. Περί το 1608 επέστρεψε στην Ακαδημία του Χέρμπορν, προκειμένου να διδάξει εκεί φιλοσοφία και θεολογία.[12]
Ωστόσο το 1629 ο Άλστεντ αυτοεξορίσθηκε από τη σπαρασσόμενη από τον Τριακονταετή Πόλεμο Γερμανία, καταφεύγοντας στην Τρανσυλβανία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του, στην πόλη Βάισσενμπουργκ, τη σημερινή Άλμπα Ιούλια της Ρουμανίας. Εκεί ίδρυσε μια Καλβινιστική Ακαδημία, καθώς η βασιλική οικογένεια της Τρανσυλβανίας είχε μόλις επιστρέψει στον Καλβινισμό, οπότε μετεκάλεσε τον Άλστεντ και τον νεαρό τότε φιλόσοφο Γιοχάνες Μπίστερφελντ (Johannes Heinrich Bisterfeld, 1605-1655) ως Γερμανούς καθηγητές, προκειμένου να βελτιώσει το μορφωτικό επίπεδο στη χώρα. Μεταξύ των σπουδαστών που δίδαξε εκεί ήταν και ο Γιάνος Απατσάι Τσέρε.[13]
Ο Άλστεντ έχει αποκληθεί «ένας από τους σημαντικότερους εγκυκλοπαιδιστές όλων των εποχών».[14] Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, με τη γενική του Encyclopaedia (1630) να χαίρει επί δεκαετίες πολύ καλής φήμης. Αυτής προηγήθηκαν βραχύτερα έργα του Άλστεντ, όπως (το 1608) η Encyclopaedia cursus philosophici. Η μεγάλη του εγκυκλοπαίδεια αποτελείτο από «επτά ξεχωριστούς τόμους» (λατ. «Septem Tomis Distincta») και 35 «βιβλία», ενώ περιείχε 48 συνοπτικούς πίνακες και ευρετήριο. Ο συγγραφέας την περιέγραψε ως «μία μεθοδική συστηματοποίηση όλων των πραγμάτων που θα έπρεπε να μανθάνονται από τους ανθρώπους στην παρούσα ζωή. Εν ολίγοις, αποτελεί το σύνολο των γνώσεων.»[15] Στην εποχή της εξυμνήθηκε από τους Μπερνάρ Λαμύ και Κότον Μάδερ, ενώ τροφοδότησε το έργο τού σπουδαστή τού Άλστεντ Ιωάννη Κομένιου. Ένα ημιτελές εγκυκλοπαιδικό εγχείρημα του Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς ξεκίνησε ως ένα σχέδιο επεκτάσεως και εκσυγχρονισμού της εγκυκλοπαίδειας του Άλστεντ. Παρά το ότι ο Γιάκομπ Τομάζιους επέκρινε το έργο για λογοκλοπή με κατά λέξη αντιγραφή χωρίς αναφορά[16], δυόμισι αιώνες αργότερα ο Αύγουστος Ντε Μόργκαν το απεκάλεσε αργότερα «τον πραγματικό γονέα όλων των εγκυκλοπαιδειών ή συλλογών πραγματειών, ή των έργων στα οποία κυριαρχεί αυτός ο χαρακτήρας».[10]
Ο Αμερικανός ιστορικός του πνεύματος Πέρυ Μίλερ έγραψε για την Encyclopaedia του Άλστεντ στο βιβλίο The New England Mind (1982):
Η μεγάλη αυτή εγκυκλοπαίδεια επανεκδόθηκε ως τετράτομη ανατύπωση, με επιμέλεια του W. Schmidt-Biggemann, από τις εκδόσεις Fromann-Holzboog της Στουτγάρδης[18] το 1989-1990.
Το 1610 ο Άλστεντ δημοσίευσε την πρώτη έκδοση μιας «Βιβλικής εγκυκλοπαίδειας». Σε αυτή επιχειρεί να αποδείξει ότι τα θεμέλια και οι «πρώτες ύλες» των πάντων μπορούν να βρεθούν στην Αγία Γραφή. Υπεστήριξε, πιο συγκεκριμένα, ότι πηγή κάθε επιστήμης και ειδικότερα το θεμέλιο της ιατρικής είναι οι Γραφές.[19]
Ο Γιόχαν Χάινριχ Άλστεντ δημοσίευσε το έργο Logicae Systema Harmonicum (1614). Όντας εγκυκλοπαιδιστής και ραμιστής φιλόσοφος, εφήρμοσε την αντίληψή του για τη λογική στο σύνολο της ανθρώπινης γνώσεως.[11] Προς τούτο προσέθεσε τη μέθοδο των «τόπων μνήμης» του Ραμόν Λιουλ στη ραμιστική «τοπική λογική» της επιχειρηματολογίας, αναστρέφοντας έτσι στην πραγματικότητα μία από τις αρχικές συλλήψεις του Ράμους.[20] Ο Άλστεντ είχε στην εποχή του τη φήμη τού διακεκριμένου ειδικού επί της μεθόδου («μεθοδολόγου»).
Από την τρανσυλβανική περίοδο του Άλστεντ προέκυψε το έργο Prodromus (φέρει χρονολογία 1635, αλλά τυπώθηκε το 1641). Πρόκειται για μια καλβινιστική αναίρεση ενός από τα πλέον επιδραστικά αντιτριαδικά έργα, του De vera religione του Σοκινιανού συγγραφέως Γιοχάνες Φέλκελ (Johannes Völkel, 1565-1616).[21] Από την άλλη, ο Άλστεντ έτρεφε μιλλεναριανιστικές απόψεις.
Σήμερα ο Άλστεντ μνημονεύεται κυρίως ως εγκυκλοπαιδιστής. Η προσέγγισή του στη γενική εγκυκλοπαίδεια χρειάσθηκε δύο δεκαετίες προκαταρκτικών έργων και εργασίας, και υπήρξε μια προσπάθεια συνθέσεως των θεωριών και των εργαλείων που είχε στη διάθεσή του.[24]
Εκτός από τα δικά του έργα, ο Άλστεντ εξέδωσε το 1610 το Artificium perorandi of Τζορντάνο Μπρούνο[25]. Το 1612 επιμελήθηκε το Explanatio του Bernard de Lavinheta, οπαδού του Λιουλ[26], και το 1613 δημοσίευσε μια έκδοση του Systema systematum του Μπαρτολομαίους Κέκερμαν[12].