Γιώργος Αλογοσκούφης | |
---|---|
Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ελλάδας | |
Περίοδος 10 Μαρτίου 2004 – 7 Ιανουαρίου 2009 | |
Πρωθυπουργός | Κώστας Καραμανλής |
Προκάτοχος | Νίκος Χριστοδουλάκης |
Διάδοχος | Γιάννης Παπαθανασίου |
Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου | |
Περίοδος 22 Σεπτεμβρίου 1996 – 7 Σεπτεμβρίου 2009 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 17 Οκτωβρίου 1955 | , Αθήνα
Εθνότητα | Ελληνική |
Υπηκοότητα | Ελληνική |
Πολιτικό κόμμα | Νέα Δημοκρατία |
Σύζυγος | Δίκα Αγαπητίδου |
Παιδιά | 3 |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (έως 1977) Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου |
Επάγγελμα | Οικονομολόγος |
Ιστοσελίδα | http://www.alogoskoufis.gr/ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης (Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 1955) είναι Έλληνας καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1990. Από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως τον Οκτώβριο του 2009 ήταν βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Διετέλεσε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών από τις 10 Μαρτίου 2004 ως τις 7 Ιανουαρίου 2009. Μετά τις εκλογές του 2009 αποσύρθηκε από την πολιτική και έζησε για ένα διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1955. Μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, όπου πέρασε και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι οικονομολόγος με μεγάλη δραστηριότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αποφοίτησε με άριστα το 1977 από το Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1981 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (London School of Economics). Το 1984 εξελέγη Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και αργότερα προήχθη σε Υφηγητή. Το 1990 εξελέγη Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Διατέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (1992-1993) καθώς και Σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το 1996 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Το 2000, το 2004 και το 2007 εξελέγη βουλευτής Α΄ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας και τον Μάρτιο του 2004 ανέλαβε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, θέση που διατήρησε μέχρι και τον ανασχηματισμό της 7ης Ιανουαρίου του 2009[1]. Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 απέτυχε να επανεκλεγεί και ανακοίνωσε την επιστροφή του στην πανεπιστημιακή δραστηριότητα και την αναστολή κάθε κομματικής του δραστηριότητας[2].
Από το 2020, είναι Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του ΟΠΑ.
Στην περίοδο 2004-2008, η ελληνική οικονομία παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε απλοποίησε το φορολογικό σύστημα, μείωσε σταδιακά τη φορολογία εισοδήματος και ακινήτων και προώθησε αποκρατικοποιήσεις οι οποίες οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,4%, με αποτέλεσμα στην πενταετία 2004-2008 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος να αυξηθεί από το 81,3% του μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των 15 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο 84,5%. Σε τρέχουσες τιμές το συνολικό ΑΕΠ σε ετήσια βάση αυξήθηκε κατά 64,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Δημιουργήθηκαν 300.000 νέες θέσεις εργασίας, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν και η ανεργία μειώθηκε από το 10,5% το 2004 στο 7,7% το 2008[3].
Το 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλαβε ελλείμματα της τάξης του 5,7% του ΑΕΠ [4] και ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 97,4% του ΑΕΠ. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες προχώρησε σε σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή έως τα μέσα του 2007. Μετά το 2007 η προσαρμογή ανακόπηκε και εν μέρει αντιστράφηκε λόγω της κρίσης, της παγκόσμιας ύφεσης αλλά και των πολιτικών περιορισμών που ανέκυψαν στην εφαρμογή της. Η αντιστροφή αυτής της τάσης, που παρουσιάστηκε μετά την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, συνέβη εν γένει και στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης (τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν σε ολόκληρη την ευρωζώνη). Αυτό που διαφοροποιεί την Ελλάδα, και που είναι η βάση των σημερινών προβλημάτων, είναι το υψηλό δημόσιο χρέος της[3].
Στην περίοδο 2004-2008 προχώρησε σε φορολογική μεταρρύθμιση, μεγάλης κλίμακας αποκρατικοποιήσεις, συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), συνέχιση της ένταξης της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή, μεταρρύθμιση της λειτουργίας των ΔΕΚΟ, εφαρμόστηκε το Εθνικό Πρόγραμμα Περιφερειακής Ανάπτυξης, δημιουργήθηκε το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής.
Υπήρξε πλήρης αποκρατικοποίηση της Εθνικής και της Εμπορικής Τράπεζας, ενώ το ελληνικό δημόσιο διέθεσε σημαντικό ποσοστό των μετοχών του στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και τον ΟΠΑΠ, όπου κατέστη μέτοχος μειοψηφίας. Το 2008, ο ΟΤΕ απέκτησε στρατηγικό εταίρο την Deutsche Telekom, ο οποίος ανέλαβε και τη διοίκηση του οργανισμού, με σημαντικά όμως δικαιώματα αρνησικυρίας, προς όφελος του ελληνικού δημοσίου. Δεν έγινε προώθηση των αποκρατικοποιήσεων στους τομείς της ενέργειας και της ύδρευσης. Ειδικά στον τομέα της ενέργειας επελέγη η προώθηση συμφωνιών για τη διέλευση αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου. Στον τομέα των μεταφορών, μετά από προσπάθειες χρόνων, ολοκληρώθηκε η αποκρατικοποίηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Το 2008 έγινε η σύναψη της συμφωνίας για τη αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, με βάση την οποία τόσο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όσο και η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχώρησαν το 2008, το 2009 και το 2011 σε διάθεση μετοχών του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom.
Μεταξύ των άλλων, ως Υπουργός προώθησε τη φορολογική μεταρρύθμιση, με την οποία μειώθηκαν φορολογικοί συντελεστές επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, προώθησε τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά και την απογραφή (που αποκάλυψε τα τεράστια ελλείμματα της περιόδου 2000-2004 και οδήγησε στην επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση)[5][6].
Τον Ιούνιο του 2008 όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν ιδιαίτερα έντονη κριτική στο Γιώργο Αλογοσκούφη για το χειρισμό της πώλησης του ΟΤΕ, καθώς και για τα κενά στους όρους της συμφωνίας. Παράλληλα κατηγορήθηκε ότι η συμφωνία έγινε με τη Deutsche Telekom, επειδή η γυναίκα του πρώην υπουργού είχε οριστεί νόμιμος εκπρόσωπος της Jones Lang La Salle, που διαχειρίζεται και την D.T. Κριτική δέχθηκε και για το γεγονός ότι δεν έδωσε συνέχεια στις διαπραγματεύσεις με την MIG, η οποία ενδιαφερόταν να εξαγοράσει τον ΟΤΕ[7]. Το Μάρτιο του 2010 σχηματίστηκε δικογραφία που αφορούσε τον Γιώργο Αλογοσκούφη και τους όρους πώλησης του ΟΤΕ. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ τον κατηγόρησε για διάφορες παραβάσεις νόμων και αξιόποινες πράξεις.
Το 2006, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας προχώρησε σε αναθεώρηση του ΑΕΠ, που οδήγησε κατ' επέκταση σε αναθεώρηση κρίσιμων δημοσιονομικών μεγεθών. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η νέα μέτρηση του ΑΕΠ ήταν επιβεβλημένη με βάση τον Κανονισμό ΕΚ 2223/96 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ορίζει την ανανέωση των στοιχείων του ΑΕΠ ανά πενταετία και είχε ζητηθεί από την ΕΕ από το 2002[8], ενώ ο Γ. Αλογοσκούφης αναφέρθηκε επίσης σε πίεση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας με τελική προθεσμία μέχρι το Σεπτέμβριο του 2006[9]. Στην αναθεώρηση, που αναμενόταν να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 25,7% από το 2000, συνυπολογίστηκαν έρευνες για το εμπόριο, τις μεταφορές, τα ξενοδοχεία, τις κατασκευές, τα στοιχεία μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων καθώς και η απογραφή του 2001, ενώ συμπεριλήφθηκαν και παράνομες δραστηριότητες οι οποίες όμως αφορούσαν συνολικά το 0,7% του 25%.[8]
Η αναθεώρηση του ΑΕΠ αντιμετωπίστηκε με έντονη κριτική από την αντιπολίτευση, που εστίασε σε δυσμενείς επιπτώσεις της, όπως την αύξηση της ελληνικής εισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών πρόβαλε θετικές συνέπειες όπως η ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και ο περιορισμός του ελλείμματος. Το αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNN σχολίασε αρνητικά την αναθεώρηση περιλαμβάνοντάς την σε κατάλογο με τις 101 χειρότερες οικονομικές αποφάσεις για το έτος 2006[10]. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος της αναθεώρησης του ελληνικού ΑΕΠ, για την περίοδο 2000-2006 και τελικά η αύξησή του με έτος βάσης το 2000 διαμορφώθηκε στο 9,6%»[11].
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιούσε το Υπουργείο Οικονομικών επί θητείας του Γιώργου Αλογοσκούφη, η Ελλάδα μείωσε το έλλειμμα στο 2,6% του ΑΕΠ, από 7,9% το 2004, ενώ παρουσιάστηκαν μείωση της ανεργίας, υψηλοί δείκτες ανάπτυξης και ανάκαμψη εισαγωγών και επενδύσεων[12]. Τα εν λόγω στοιχεία αποδείχτηκαν όμως ψευδή[13][14][15][16][17], καθώς έκθεση της Eurostat το 2008 έδειξε ότι το έλλειμμα έχει ξεπεράσει το 4,8% του ΑΕΠ, τριπλάσιο των προβλέψεων του Υπουργείου Οικονομικών. Η ΕΕ ξεκίνησε τότε να πιέζει την κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα για τη μείωση του, καθώς οι απαιτήσεις της Ευρωζώνης για την Ελλάδα προέβλεπαν έλλειμμα της τάξεως του <3%[18]. Η τελευταία έκθεση της Eurostat, που αφορούσε τη πολιτική του Γιώργου Αλογοσκούφη, έφτασε στις αρχές του 2010. Το έλλειμμα του 2009 τελικώς άγγιξε το 13,6% του ΑΕΠ, ενώ υπήρχαν ταυτόχρονα επιφυλάξεις για τη ποιότητα των οικονομικών στοιχείων που δηλώνονταν από την Ελλάδα τη πενταετία μεταξύ 2004-2009[19]. Την ίδια εποχή πρωτο-χρησιμοποιήθηκε ο όρος "Greek statistics" από Ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, ο οποίος ειρωνεύεται τη γνησιότητα των στοιχείων που παρέθετε η Ελλάδα για την οικονομική της πορεία[16].
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης κατηγορήθηκε έντονα για απόκρυψη του πραγματικού ελλείμματος και για ψευδή στοιχεία λίγο πριν τη συντριβή της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2009. Ο ίδιος υποστηρίζει από τότε πλήρως την πολιτική που ακολούθησε αλλά ουδέποτε δόθηκαν ουσιαστικές εξηγήσεις από τον ίδιο για το πως οδηγήθηκε το έλλειμμα της Ελλάδας σε τόσο υψηλά επίπεδα[16].
Το 2007 αναμείχθηκε στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων. Η υπόθεση αυτή πήρε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις και οι κατηγορίες ήταν πολλαπλές, με την εμπλοκή πολλών Ελλήνων πολιτικών. Το 2010 συστάθηκε εξεταστική επιτροπή της βουλής, ώστε να ερευνηθεί σε βάθος η ευθύνη σκανδάλων επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας κατά την 5ετία 2004-2009. Ανάμεσα βρισκόταν και η υπόθεση των ομολόγων. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι ο Γιώργος Αλογοσκούφης υπέγραψε ομόλογα κατά τη διάρκεια της θητείας του. Δέχτηκε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα τύπου και πολιτών κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων. Επίθεση δέχτηκε και από τον πρόεδρο της MIG, Ανδρέα Βγενόπουλο για το σκάνδαλο των ομολόγων[20].
Τον Ιούλη του 2008 κατατέθηκε μήνυση κατά του Γιώργου Αλογοσκούφη από τον γνωστό Έλληνα επιχειρηματία Βασίλη Μπρέκο, ενώ ζήτησε άμεσα την ποινική του δίωξη. Συγκεκριμένα κατηγόρησε τον τότε υπουργό, ότι δεν πληρώθηκε η εταιρία του για τη βοήθεια που προσέφερε στο Γιώργο Αλογοσκούφη κατά την προεκλογική καμπάνια του το 2004. Η ζημία, σύμφωνα με τον Βασίλη Μπρέκο, ξεπέρασε τα 3 εκ. Ευρώ. Στην υπόθεση φέρεται να εμπλέκεται και ο Σωτήρης Νικολαρόπουλος. Από την πλευρά του ο Γιώργος Αλογοσκούφης δεν σχολίασε το εν λόγω θέμα, ούτε απάντησε σε ερωτήσεις που τέθηκαν από την Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ[21].
Τον Μάρτιο του 2011 κατηγορήθηκε και για συμμετοχή στο μεγάλο σκάνδαλο της SIEMENS μαζί με τους πρώην υπουργούς Άκη Τσοχατζόπουλο, Βύρωνα Πολύδωρα και Προκόπη Παυλόπουλο. Ο ίδιος αρνήθηκε άμεσα οποιαδήποτε συμμετοχή και υπεραμύνθηκε των θέσεων του. Παράλληλα η εξεταστική επιτροπή τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στα ονόματα υπουργών, που είχαν συμμετοχή στα εν λόγω σκάνδαλα[22]. Στις 7 Ιουλίου 2011 συμπεριλήφθηκε στη λίστα των πρώην υπουργών για τους οποίους η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου ξεκίνησε προανακριτική εξέταση σχετικά με το σκάνδαλο Siemens[23]. Στις 20 Ιουλίου 2011 ύστερα από ψηφοφορία στη βουλή, αποφασίστηκε να μην παραπεμφθεί στο γνωμοδοτικό συμβούλιο, το οποίο θα εξέταζε τις κατηγορίες σχετικά με ενδεχόμενη συμμετοχή του στο σκάνδαλο της Siemens[24].
Στις αρχές Απριλίου 2011 παραχώρησε συνέντευξη στα Ελληνικά ΜΜΕ και κατονόμασε τον Κώστα Καραμανλή ως κύριο υπαίτιο της οικονομικής καταστροφής[25][26], όπως και το 2018. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν ήθελε να προχωρήσει σε επικύρωση μέτρων που προτάθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών[27]. Μία αποκάλυψη του Αλογοσκούφη ήταν και η προσπάθεια του ιδίου να προσφύγει η Ελλάδα στο ΔΝΤ από το 2004[28]. Μερικές ημέρες αργότερα δέχτηκε έντονη κριτική για τις δηλώσεις του κατά του Κώστα Καραμανλή, τόσο από πρώην αλλά και από νυν βουλευτές της ΝΔ. Ακόμα και η νυν ηγεσία της ΝΔ αμφισβητεί έντονα την πολιτική που ακολουθήθηκε από τον Γ. Αλογοσκούφη, παρόλο που ο ίδιος εξακολουθεί να την υποστηρίζει[29].
Έχει εκδώσει πέντε βιβλία και πάνω από 40 εργασίες που έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά με πολλές αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία. Η διδακτορική του διατριβή (1981) βραβεύτηκε με το βραβείο Σέιερς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Το Δεκέμβριο του 2002, το βιβλίο του: «Η Δραχμή: Από το Φοίνικα στο Ευρώ» βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Η έρευνά του επικεντρώνεται σε θέματα διεθνούς νομισματικής και μακροοικονομικής θεωρίας και πολιτικής, οικονομικής της εργασίας, οικονομικής μεγέθυνσης, πληθωρισμού, ανεργίας και σε νομισματικά και μακροοικονομικά θέματα της ελληνικής οικονομίας.
Έχει μετάσχει με εργασίες του σε εκατοντάδες συνέδρια και έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, καθώς και στην Ιαπωνία.
Όπως κατατίθεται[30], οι κυριότερες διεθνείς δημοσιεύσεις και βιβλία έχουν ως εξής: