Σκίτσο του Γιώργου Δεληκάρη που τον απεικονίζει να σκοράρει στο Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης, σε βάρος της Δ. Γερμανίας | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 22 Ιουλίου 1951 | ||
Τόπος γέννησης | Πειραιάς, Ελλάδα | ||
Θέση | Επιθετικός | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1967-1969 | Αργοναύτης Πειραιώς | ||
1969-1978 | Ολυμπιακός Πειραιώς | 226 | (25) |
1978-1982 | Παναθηναϊκός | 35 | (5) |
Σύνολο | 261 | (30) | |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1971-1981 | Ελλάδα | 32 | (7) |
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Γιώργος Δεληκάρης (γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1951 στον Πειραιά) είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής που μεσουράνησε τη δεκαετία του '70. Αγωνίστηκε κατά κύριο λόγο στον Ολυμπιακό και στο τέλος της καριέρας του στον Παναθηναϊκό. Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ψηφίστηκε ως ο τέταρτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ το 2003.[1] Η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021.[2]
Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην ομάδα του Αργοναύτη, η οποία τότε αγωνιζόταν στη Β΄ Εθνική. Το 1969 πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό με πριμ 150.000 δρχ., ενώ ο σύλλογός του έλαβε 1.750.000 δρχ. Τον Σεπτέμβρη έκανε το ντεμπούτο σε επίσημο ματς με τον ΠΑΟΚ και έπειτα από δύο μήνες πέτυχε το πρώτο του γκολ.[3]
Ήταν μέλος της μεγάλης ομάδας των "ερυθρόλευκων", που δημιούργησε ο αείμνηστος πρόεδρος Νίκος Γουλανδρής, με την οποία κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα: 1972-73, 1973-74 και 1974-75 και τρία Κύπελλα Ελλάδας: 1971, 1973, 1975.[4] Βιρτουόζος της μπάλας, με εκπληκτική ντρίμπλα, έδινε την εντύπωση ότι προσπερνούσε ακίνητους τους αντιπάλους του. Ήταν αριστεροπόδαρος με πολύ καλή πάσα, που δεν παρέλειπε να σκοράρει.[5]
Την περίοδο 1977-1978 ήρθε σε προστριβή με το σύλλογο εξαιτίας της δυσαρέσκειάς του ότι το περιβραχιόνιο του αρχηγού δόθηκε στον Κώστα Αϊδινίου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί σε "καραντίνα" και από τις 8 Ιανουαρίου ως το τέλος του πρωταθλήματος δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου.[6] Το καλοκαίρι του 1978 βλέποντας πως δεν έχει μέλλον στον Ολυμπιακό αποφάσισε να μετακινηθεί από το λιμάνι στον μεγάλο αντίπαλο Παναθηναϊκό, απόφαση για την οποία αργότερα δήλωσε μετανιωμένος.[4]
Η μεταπήδηση του Γιώργου Δεληκάρη από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό, χαρακτηρίστηκε ως «Η μεταγραφή της δεκαετίας» και αναφέρθηκε ως πρώτο θέμα στα εξώφυλλα των εφημερίδων της εποχής εκείνης. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που πήρε μεταγραφή από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό.[3] Ο ίδιος σε συνέντευξή του την έχει χαρακτηρίσει ως ιστορικό λάθος.[7]
Σταμάτησε την καριέρα του στις 19 Οκτωβρίου 1981 σε ηλικία μόλις 29 ετών αλλά παρέμεινε τυπικά στην ομάδα του Παναθηναϊκού μέχρι και το τέλος της χρονιάς.[7] Η απόδοσή του στη νέα του ομάδα ήταν κατώτερη των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει η άφιξή του.[4] Σημαντική στιγμή του με τον Παναθηναϊκό ο νικηφόρος με 4-2 αγώνας εναντίον της Γιουβέντους στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, στον οποίο είχε καταπληκτική απόδοση και σκόραρε.[8] Με τον Παναθηναϊκό αναδείχθηκε Κυπελλούχος Ελλάδας το 1982.
Με την Ελλάδα αγωνίστηκε επί μία δεκαετία, το διάστημα 1971-1981. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 21 Απριλίου 1971 στο Στάδιο Γουέμπλεϊ, σε αγώνα των προκριματικών του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1972 (τότε Κυπέλλου Εθνών) εναντίον της Αγγλίας, όταν αντικατέστησε τον Γιώργο Δέδε στο 88΄.
Υπήρξε μέλος της ομάδας που διεκδίκησε μέχρι τέλους από την τότε παγκόσμια πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία την πρόκριση στο Κύπελλο Εθνών του 1976. Έχει μείνει στην ιστορία το εκπληκτικό τέρμα που πέτυχε στις 20 Νοεμβρίου 1974 στο Στάδιο Καραϊσκάκη, όταν έπειτα από κόρνερ του Μίμη Δομάζου πετάχτηκε στη μικρή περιοχή με εναέρια προβολή και έστειλε την μπάλα στο "Γ" του εμβρόντητου Σεπ Μάιερ.[5] Ήταν το πρώτο από τα επτά τέρματα που σημείωσε με την Ελλάδα. Σκόραρε και στον επαναληπτικό στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, ισοφαρίζοντας σε 1-1 στο 79΄.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1977 σε φιλικό αγώνα κατά της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι αγωνίστηκε για πρώτη φορά ως αρχηγός της ελληνικής ομάδας, στον πρώτο αγώνα της Ελλάδας με προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια. Ο παραγκωνισμός του από τον Ολυμπιακό και η μεταγραφική του περιπέτεια στον Παναθηναϊκό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του από τον Ιανουάριο ως το Σεπτέμβριο του 1978. Επανήλθε στον αγώνα για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών 1980 κατά της Ε.Σ.Σ.Δ. στις 20 Σεπτεμβρίου 1978, στον οποίο ήταν αρχηγός. Υπήρξε βασικό μέλος της ομάδας που προκρίθηκε στην τελική φάση της διοργάνωσης, ενώ πέτυχε δύο τέρματα στο 8-1 επί της Φινλανδίας στις 11 Οκτωβρίου 1978, όμως λόγω τραυματισμού δεν ήταν στην αποστολή που αγωνίστηκε στα γήπεδα της Ιταλίας, τον Ιούνιο του 1980.
Ως αρχηγός αγωνίστηκε ξανά στις 15 Νοεμβρίου 1978 σε αγώνα για το Βαλκανικό Κύπελλο στα Σκόπια με την τότε Γιουγκοσλαβία. Στις 14 Φεβρουαρίου 1979 σημείωσε το πέμπτο του τέρμα με την Ελλάδα σε φιλικό αγώνα εναντίον του Ισραήλ.
Επανήλθε ως αρχηγός στις 15 Οκτωβρίου 1980, στην ιστορική νίκη με 1-0 επί της Δανίας στην Κοπεγχάγη για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1982. Πέτυχε το έκτο του τέρμα με πέναλτι επί της Αυστραλίας, στον αποχαιρετιστήριο αγώνα του Μίμη Δομάζου και αγωνίστηκε ως αρχηγός για τελευταία φορά εναντίον της Ιταλίας στις 6 Δεκεμβρίου 1980. Η τελευταία του συμμετοχή με την Ελλάδα ήταν στις 14 Οκτωβρίου 1981 επί της Δανίας στη Θεσσαλονίκη για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αγώνα στον οποίο αντικαταστάθηκε στο 23΄ λόγω τραυματισμού.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου, σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο την Αντερλεχτ, στις 26 Μαρτίου 1975, έχοντας ως συμπαίκτες μεγάλα ονόματα όπως ο Πελέ, ο Εουσέμπιο, ο Γιόχαν Κρόιφ κα.