Γκέραρντ Ντάβιντ | |
---|---|
![]() | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Gerard David (Ολλανδικά) |
Γέννηση | περ. 1455 Άουντεβατερ, Φλάνδρα, σημερινή Ολλανδία |
Θάνατος | 13 Αυγούστου 1523 Μπρυζ, Φλάνδρα |
Κατοικία | Μπρυζ, Φλάνδρα |
Εθνικότητα | Φλαμανδός |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων |
Ιδιότητα | Ζωγράφος της πρώιμης Βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης |
Σύζυγος | Cornelia Cnoop (από 1497) |
Κίνημα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Πρώιμη φλαμανδική ζωγραφική |
Σημαντικά έργα | Triptych of the Sedano family, Cervara Polyptych, Judgement of Cambyses, Virgin among the Virgins και Baptism of Christ |
![]() | |
Ο Γκέραρντ Ντάβιντ (ορθή απόδοση Χέραρντ Ντάβιντ, φλαμ. Gheeraert David ή Gerard David, περ. 1455 - 13 Αυγούστου 1523) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος της πρώιμης Βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης, από τους τελευταίους μεγάλους δασκάλους της Σχολής της Μπρυζ.
Γεννήθηκε στο Αουντεβάτερ, σήμερα στην επαρχία της Ουτρέχτης.[1]
Πιθανώς εκπαιδεύτηκε στην Ολλανδία, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι συνθέσεις του, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, καθώς και μια διαφοροποιημένη αναπαράσταση του χώρου και των προσώπων.[2]
Έγινε δεκτός στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της Μπρυζ το 1484.[1][2] Πρωταγωνίστησε στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης μετά τον θάνατο του Χανς Μέμλινγκ (περ. 1430 - 1494).[1] Την εποχή του Ντάβιντ, η Μπρυζ είχε αρχίσει να χάνει τα οικονομικά και καλλιτεχνικά της πρωτεία από την Αμβέρσα και το έργο του καλλιτέχνη παραδοσιακά θεωρείται πως σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, παρόλο που τον ακολούθησαν καλλιτέχνες του διαμετρήματος των Άντριεν Ίσενμπραντ (δεκ. 1480 - 1551), και Αμπρόσιους Μπένσον (περ. 1495/1500 - 1550).[1]
Κατά πάσα πιθανότητα ο Ντάβιντ πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιταλία γύρω στο 1513 και, κατά συνέπεια, το ώριμο έργο του μαρτυρά μια συνολική αντίληψη της εικαστικής σύνθεσης που φαίνεται να παραπέμπει στην Αναγέννηση των χωρών του Νότου.[2] Οι «μαρμαρωμένες» κινήσεις των προσώπων και τα ψυχρά χρώματα προσεγγίζουν αναμφίβολα τον Μανιερισμό.[2]
Καταπιάστηκε κυρίως με θρησκευτικά θέματα, εμποτισμένα με λεπτή ευσέβεια, που αντανακλούν την επιρροή των προγενέστερων δασκάλων των Κάτω Χωρών, όπως ο Γιαν βαν Άυκ (πριν το 1395 – περ. 1441) και ο Χούγκο φαν ντερ Χους (περ. 1440 – 1482/1483), με ενσωματωμένη πλέον την ιταλική επιρροή εκφρασμένη με μια νέα επίσημη αίσθηση του μνημειώδους.[1] Μέσω των μαθητών του, Γιόος φαν Κλέφε (περ. 1485 - 1540/1541) και Γιοάχιμ Πατινίρ (περ. 1480 - 1524), άσκησε επιρροή τόσο στη φλαμανδική ζωγραφική, όσο και εκείνη άλλων περιοχών.[2]
Στα πρώιμα έργα του, όπως «Το Κάρφωμα του Χριστού στο Σταυρό» (περ. 1480, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο) και «Η Θεία Γέννηση» (περ. 1490, Μουσείο Καλών Τεχνών, Βουδαπέστη) ήδη παρέχει ένα δείγμα των εξαιρετικών ικανοτήτων του στη χρήση του χρώματος. Στη Μπρυζ είχε την ευκαιρία να μελετήσει το έργο των αδελφών Βαν Άυκ, του Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν και του Χούγκο φαν ντερ Χους, ενώ δέχθηκε την επίδραση του Χανς Μέμλινγκ. Στην περίοδο αυτή ανήκουν τα έργα του «Ο Γάμος της Κανά» (περ. 1500, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι) και «Η Ένθρονη Παναγία με Αγγέλους» (Ντάρμστατ).[3] Ωστόσο τα έργα στα οποία ο καλλιτέχνης ωφείλει κυρίως τη φήμη του είναι εκείνα που φιλοτέχνησε για βωμούς εκκλησιών: το δίπτυχο «Η Κρίση του Καμβύση» (1498, Groeningemuseum, Μπρυζ), το τρίπτυχο «Η Βάπτιση του Κυρίου» (1505, Groeningemuseum, Μπρυζ), «Η Παναγία και το Θείο Βρέφος με Αγίους και Δωρητές» (περ. 1505, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), το δίπτυχο «Ο Ευαγγελισμός» (1506, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη) και «Virgo inter Virgines» (Η Παρθένος εν μέσω των παρθένων) (1509, Μουσείο Καλών Τεχνών, Ρουέν).[3]
Αυτά τα ώριμα έργα, αυστηρά αλλά με πλούσιους χρωματισμούς, δείχνουν αριστοτεχνική χρήση του φωτός, του όγκου και του χώρου. Αξιοσημείωτα το δίπτυχο της «Κρίσης» αποτελεί ένα από τα πρώτα φλαμανδικά έργα στα οποία γίνεται χρήση διακοσμητικών στοιχείων με ιταλική προέλευση, όπως ερωτιδείς και γιρλάντες.[3] Στην Αμβέρσα, ο Ντάβιντ εντυπωσιάστηκε από το έργο του Κουέντιν Μασσάις (1466–1529), ο οποίος είχε εισάγει μια πιο προσωπική και ανθρώπινη αντίληψη των ιερών θεμάτων. «Η Αποκαθήλωση» (περ. 1515, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο) και «Η Σταύρωση» (1510-1515, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Γένοβα) δημιουργήθηκαν υπό την επιρροή αυτή και είναι αξιοσημείωτα για τη δραματική τους κίνηση.[3]