Γκέτο του Μαρτσινκόνις | |
---|---|
Τοποθεσία | Μαρτσινκόνις, Λιθουανία |
Κατατρεγμός | φυλάκιση, μαζικοί πυροβολισμοί, καταναγκαστική εργασία, λιμοκτονία, εξορία |
Ημερομηνία | Νοέμβριος 1941 έως 2 Νοεμβρίου 1942 |
Στρατόπεδο εξόντωσης | Στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα και Άουσβιτς |
Θύματα | 200 Εβραίοι |
Το Γκέτο του Μαρτσινκόνις ή Γκέτο του Μαρτσινκάντσε ήταν ένα μικρό ναζιστικό γκέτο που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος στο Μαρτσινκόνις (προπολεμικά στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία, κατά τον πόλεμο στην Περιοχή Μπιαουίστοκ, μεταπολεμικά στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λιθουανίας). Υπήρξε από τον Νοέμβριο του 1941 έως τον Νοέμβριο του 1942 και στεγάσε 300 έως 400 Εβραίους.[1]
Σύμφωνα με μια λιθουανική αναφορά της 26ης Ιουλίου 1941, υπήρχαν 324 Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένων 50 παιδιών κάτω των 6 ετών, που ζούσαν στο Μαρτσινκόνις.[2] Πιθανότατα στις αρχές Νοεμβρίου 1941 (άλλες πηγές αναφέρουν την άνοιξη του 1942 μετά το Πάσχα),[3] δόθηκε εντολή για την ίδρυση του γκέτο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του σιδηρόδρομου Αγίας Πετρούπολης - Βαρσοβίας. Μετά από δωροδοκίες από τη Γιούντενρατ, η περιοχή του γκέτο επεκτάθηκε από τρία σπίτια σε 14.[1] Το γκέτο κάλυπτε μία περιοχή 15 εκταρίων που περιβαλλόταν από συρματοπλέγματα[4] και στέγασε αρκετές δεκάδες Εβραίους από γειτονικές πόλεις και χωριά, συμπεριλαμβανομένων των Ρούντνια, Καμπελιάι, Βαλκινινκάι, Μπουτριμόνις και Βαρένα.[1]
Οι συνθήκες διαβίωσης στο γκέτο ήταν καλύτερες από ότι σε άλλα εβραϊκά γκέτο. Το γκέτο είχε τη δική του μικρή εβραϊκή αστυνομική δύναμη, υπό τις οδηγίες του Μπέρκε Άιζενστατ.[1] Οι περισσότεροι τρόφιμοι αναγκάστηκαν να εργαστούν στο σιδηροδρομικό σταθμό, στους δρόμους, στη δασοκομία ή στο εργοστάσιο κονσερβοποίησης μανιταριών, αλλά μερικοί κατάφεραν να διατηρήσουν το προπολεμικό τους εμπόριο.[1] Το καλοκαίρι του 1942, 70 Εβραίοι επιζώντες έφτασαν στο γκέτο φέρνοντας αναφορές μαζικών δολοφονιών και άλλων φρικαλεοτήτων. Αυτό αύξησε τις εντάσεις και μια ομάδα νεαρών Εβραίων σχεδίαζαν να ξεφύγουν και να ενταχθούν στους Εβραίους παρτιζάνους. Η Γιούντενρατ έβαλε λαθραία ακόμη και 12 όπλα στο γκέτο.[1]
Στις 2 Νοεμβρίου 1942, δόθηκαν εντολές για εκκαθάριση του γκέτο και μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης της Τρεμπλίνκα και του Άουσβιτς. Μια ομάδα 15 Γερμανών, υπό τη διοίκηση του Gendarmerie Hauptwachmeister Άλμπερτ Βίετζκε,[1] διέταξε τους Εβραίους να συγκεντρωθούν στην είσοδο στις 8 π.μ. για να «μεταφερθούν για εργασία».[5] Οι μάρτυρες παρουσιάζουν διαφορετικές αναφορές για τα περαιτέρω γεγονότα. Σύμφωνα με μια επίσημη καταγγελία που γράφτηκε από τον δασοφύλακα Χανς Λέμαν, δύο από τους Γερμανούς άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους των Εβραίων χωρίς εύλογη αιτία.[5] Άλλοι συγγραφείς παρουσιάζουν τα γεγονότα ως εξέγερση εμπνευσμένη από τον Άαρον Κομπρόφσκι, πρόεδρο της Γιούντενρατ.[6] Οι πανικοβλημένοι Εβραίοι προσπάθησαν να ξεφύγουν από το φράχτη στο κοντινό δάσος ή να επιστρέψουν στο γκέτο.[4] Οι Γερμανοί έψαξαν έπειτα το γκέτο, πυροβολώντας οποιονδήποτε Εβραίο και καταστρέφοντας πέντε μυστικές αποθήκες με χειροβομβίδες. Συνολικά, πυροβολήθηκαν 105 ή 132 Εβραίοι.[5]
Τις επόμενες εβδομάδες, Γερμανοί και τοπικοί συνεργάτες έψαχναν τους Εβραίους που διέφυγαν και περίπου 90 έως 100 Εβραίοι σκοτώθηκαν.[1] Μια ομάδα 21 Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων 7 γυναικών, πυροβολήθηκαν όταν το κρησφύγετό τους κοντά στο χωριό Μουστεΐκα προδόθηκε από έναν ντόπιο άνδρα.[4] Περίπου 46 Εβραίοι επέζησαν του πολέμου, κυρίως ως μέλη της παρτιζανικής ομάδας του Κομπρόφσκι, που αναγνωρίστηκε ως μέρος της ταξιαρχίας του Νταβίντοφ των σοβιετικών παρτιζάνων το 1943.[1]
Ο Χανς Λέμαν, ο οποίος είχε προσχωρήσει στο Ναζιστικό Κόμμα το 1933, ερευνήθηκε και αποφασίστηκε πως ήταν συμπονετικός με τους Εβραίους και τους επέτρεψε να διαφύγουν. Δυσφημίστηκε και μετατέθηκε.[7] Το 1943, Εβραίοι αντάρτες εκτροχίασαν ένα γερμανικό τρένο ανατολικά του Μπιαουίστοκ. Ο Λέμαν ήταν μεταξύ των Γερμανών που συνελήφθησαν. Αναγνωρίστηκε από έναν από τους δραπέτες του Μαρτσινκόνις και εκτελέστηκε για το ρόλο του στη σφαγή.[5]