Συντεταγμένες: 50°30′37.01″N 14°8′58.99″E / 50.5102806°N 14.1497194°E
Στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερέζιενσταντ | |
---|---|
Theresienstadt | |
Είδος | Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης[1] και γκέτο στην κατεχόμενη από τη Ναζιστική Γερμανία Ευρώπη[2] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 50°30′37″N 14°8′59″E |
Διοικητική υπαγωγή | Τερεζίν |
Τοποθεσία | Τερεζίν |
Χώρα | Τσεχία |
Έναρξη κατασκευής | Νοέμβριος 1941 |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Γκέτο του Τερέζιενσταντ ήταν γκέτο που δημιουργήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στην πρώην αυστριακή πόλη του Τερέζιενσταντ (τώρα Τερεζίν στη Τσεχία) το Νοέμβρη του 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο κατεχόμενο τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στο Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας. Ως στρατόπεδο κράτησης και διαμετακόμισης, αποτελούσε μέρος του εθνικού σοσιαλιστικού συστήματος στρατοπέδευσης.[3][4] Ο όρος «Γκέτο» ή «εβραϊκή κατοικημένη περιοχή» επισκίαζε τον σκοπό του στρατοπέδου επειδή προοριζόταν για παραμονή μεγαλύτερης διάρκειας για τους κρατουμένους. Το στρατόπεδο αποτελούσε μέρος του ναζιστικού συστήματος για την «εξόντωση» των Εβραίων, ως μέρος της «τελικής λύσης του εβραϊκού ζητήματος» Αρχικά, προοριζόταν να φιλοξενήσει κρατούμενους από την Τσεχοσλοβακία, αλλά σύντομα άνθρωποι από σχεδόν όλη την Ευρώπη απελάθηκαν εκεί.
Στο Τερέζιενσταντ χτίστηκε φρούριο από τον αυτοκράτορα Γιόζεφ Β΄ στα τέλη του 18ου αιώνα. Μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, τον Μάρτιο του 1939 και το σχηματισμό του Προτεκτοράτου Βοημίας και Μοραβίας από το Γερμανικό Ράιχ έγινε φυλακή τον Ιούνιο του 1940.
Στις 10 Οκτωβρίου 1941, ο Άντολφ Άιχμαν και ο Χανς Γκύντερ, επικεφαλής του «Κεντρικού Γραφείου Εβραϊκής Μετανάστευσης στην Πράγα» (από τις 20 Αυγούστου 1942, Κεντρικό Γραφείο Διακανονισμού του Εβραϊκού Ζητήματος) αποφάσισαν να μετατρέψουν το Τερέζιενσταντ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και διέλευσης για Εβραίους. Ως εκ τούτου, αρχικά δεν διέφερε από τα στρατόπεδα διέλευσης στις άλλες χώρες που καταλάμβανε η Ναζιστική Γερμανία. Τον Δεκέμβριο του 1941, οι Εβραίοι απαγορεύονταν να μεταναστεύσουν από την Τσεχική Δημοκρατία. Ο αρχικός πληθυσμός της πόλης έπρεπε να εγκαταλείψει τα σπίτια του μετά από ανακοίνωση για έξωση με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1942. Το Τερέζιενσταντ κηρύχθηκε στρατόπεδο υπό την «εβραϊκή αυτοδιοίκηση», το οποίο στην πράξη σήμαινε ότι οι ίδιοι οι κρατούμενοι έπρεπε να παρέχουν στέγη, τροφή, ιατρική περίθαλψη ή τη φροντίδα, αλλά όλες οι αποφάσεις υπάγονταν στη διοίκηση των SS.[5]
Οι πρώτοι Τσέχοι Εβραίοι εργάτες γνωστοί ως Aufbaukommando από τις φυλακές της Πράγας στάλθηκαν στο στρατόπεδο διέλευσης (Γκέτο). Αυτό είχε ως στόχο να προετοιμάσουν τη χρήση του ως καταυλισμό και να δημιουργηθεί ένα «Γιούντενρατ» ως εσωτερική διοικητική οργάνωση. Ο αριθμός των Εβραίων που απελάθηκαν εκεί από το προτεκτοράτο αυξήθηκε γρήγορα. Περισσότεροι από 28.000 Εβραίοι είχαν ήδη απελαθεί τον Μάιο του 1942 και τον Σεπτέμβριο του 1942 πάνω από 58.000 άτομα είχαν συλληφθεί. Από αυτούς, 30.000 ήταν ηλικιωμένοι και άρρωστοι. Από αυτούς τους ,4.000 ήταν ανάπηροι και 1.000 ήταν τυφλοί. Πολλοί δεν είχαν καν το δικό τους μέρος για ύπνο.
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων που φυλακίστηκαν στο Τερέζιενταντ τον Μάιο του 1945 ήταν περίπου 141.000, συμπεριλαμβανομένων 70.000 ηλικιωμένων και 15.000 παιδιών. Κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου, έφτασαν άλλοι 13.000 ακόμη κρατούμενοι που είχαν μεταφερθεί στο Τερέζιενσταντ από στρατόπεδα συγκέντρωσης στο γερμανικό Ράιχ και την Πολωνία που είχαν εκκαθαριστεί από τα SS.
Το γεγονός ότι το γκέτο ήταν μέρος της εκστρατείας εξόντωσης κατά του εβραϊκού πληθυσμού δεν άλλαξε από την προπαγάνδα. Το ένα τέταρτο των κρατουμένων στο γκέτο του Τερέζιενσταντ (περίπου 33.000) πέθανε εκεί κυρίως λόγω των φρικτών συνθηκών διαβίωσης. Περίπου 88.000 κρατούμενοι απελάθηκαν στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα εξόντωσης όπως Τρεμπλίνκα, το Μαιντάνεκ ή το Σόμπιμπορ. Από αυτούς, μόνο περίπου 4.000 επέζησαν από τον πόλεμο. Υπήρχαν πολλές χιλιάδες παιδιά μεταξύ των νεκρών.
Στις 24 Νοεμβρίου 1941, το πρώτο τρένο με 342 νεαρούς Εβραίους έφτασε, των οποίων το έργο ήταν να προετοιμάσουν την πόλη για την άφιξη χιλιάδων άλλων Εβραίων από τις 30 Νοεμβρίου.[6][7] Άλλη μία μεταφορά 1.000 ανδρών έφτασε στις 4 Δεκεμβρίου. Ο περίπατος ήταν δύσκολος για ηλικιωμένους και άρρωστους Εβραίους, πολλοί από τους οποίους πέθαναν στο ταξίδι. Μετά την άφιξή τους, οι κρατούμενοι είχαν σταλεί στο Schleuse, όπου καταγράφηκαν και στερήθηκαν τα υπάρχοντά τους.[8]
Οι μεταγωγές μεταξύ 24 Νοεμβρίου και 4 Δεκεμβρίου, αποτελούνταν κυρίως από Εβραίους τεχνίτες, μηχανικούς και άλλους εξειδικευμένους εργάτες, γνωστοί ως Aufbaukommando και τα μέλη τους εξαιρέθηκαν από την απέλαση μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943.[9][10] Τα μέλη του Aufbaukommando χρησιμοποίησαν δημιουργικές μεθόδους για τη βελτίωση της υποδομής του γκέτο και την προετοιμασία του για να φιλοξενήσει κατά μέσο όρο 40.000 άτομα κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του. Το κατασκευαστικό έργο χρηματοδοτήθηκε από κλεμμένα εβραϊκά αγαθά. Τα υδραυλικά έργα χάλαγαν κατά τους πρώτους μήνες λόγω ανεπαρκούς χωρητικότητας. Για να βελτιωθεί η παροχή πόσιμου νερού, και έτσι ο καθένας να μπορούσε να πλένεται καθημερινά, οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν πηγάδια και επισκεύαζαν το σύστημα σωληνώσεων. Οι Γερμανοί παρείχαν τα υλικά για αυτές τις βελτιώσεις, κυρίως για να μειώσουν την πιθανότητα εξάπλωσης μεταδοτικών ασθενειών πέρα από το γκέτο, αλλά οι Εβραίοι μηχανικοί διεύθυναν τα έργα.[11]
Οι Εβραίοι ζούσαν στους έντεκα στρατώνες στο φρούριο, ενώ οι πολίτες συνέχισαν να κατοικούν στα 218 σπίτια.[12][13] Ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο ομάδων επιβλήθηκε αυστηρά και είχε ως αποτέλεσμα αυστηρές τιμωρίες στους Εβραίους που εγκατέλειπαν τους στρατώνες τους. Μέχρι το τέλος του έτους, 7.365 άτομα είχαν απελαθεί στο γκέτο, εκ των οποίων 2.000 από το Μπρνο και τα υπόλοιπα από την Πράγα.[14]
Η πρώτη μεταφορά από το Τερέζιενσταντ αναχώρησε στις 9 Ιανουαρίου 1942 για το λεγόμενο Γκέτο της Ρίγας. Ήταν η μόνη μεταφορά της οποίας ο προορισμός ήταν γνωστός στους απελαθέντες. Άλλες μεταφορές αναχώρησαν απλώς για «την Ανατολή».[15] Την επόμενη μέρα, τα SS απαγχόνισαν δημόσια εννέα άντρες για λαθρεμπόριο επιστολών από το γκέτο, ένα γεγονός που προκάλεσε εκτεταμένη οργή και ανησυχία. Οι πρώτες μεταφορές στόχευαν κυρίως ικανά άτομα.[16] Εάν ένα άτομο σε μια οικογένεια επιλέχθηκε για μεταφορά, τα μέλη της οικογένειας συνήθως εθελοντικά θα το συνόδευαν.[17] Από τον Ιούνιο του 1942, τα SS έστελναν τους ηλικιωμένους και «εξέχοντες» Εβραίους από το Ράιχ στο Τερέζιενσταντ. Λόγω της ανάγκης φιλοξενίας αυτών των Εβραίων, οι μη Εβραίοι Τσέχοι που ζούσαν στο Τερέζιενσταντ εκδιώχθηκαν και η πόλη είχε κλείσει μέχρι τα τέλη Ιουνίου.[18][19] Τον Μάιο, η αυτοδιοίκηση είχε μειώσει το ποσοστό των ηλικιωμένων, προκειμένου να αυξήσει το φαγητό που διατίθονταν στους σκληρούς εργάτες, στο πλαίσιο της στρατηγικής της να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά και νέους για να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη μετά το πόλεμο.[20][21]
101.761 κρατούμενοι έφτασαν στο Τερέζιενσταντ το 1942,[17] προκαλώντας την αιχμή του πληθυσμού, στις 18 Σεπτεμβρίου 1942, στους 58.491.[22] Το ποσοστό θανάτου αυξήθηκε επίσης τον ίδιο μήνα σε 3.941 θανάτους.[23] Πτώματα παρέμεναν άκαυστα για μέρες και τα φέρετρα στους δρόμους ήταν συχνό θέαμα. Για την ανακούφιση του υπερπληθυσμού, οι Γερμανοί απέλασαν 18.000 κυρίως ηλικιωμένους σε εννέα μεταφορές το φθινόπωρο του 1942.[24] Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που απελάθηκαν από το Τερέζιενσταντ το 1942 σκοτώθηκαν αμέσως, είτε στα στρατόπεδα θανάτου της Επιχείρησης Ράινχαρντ είτε σε χώρους μαζικής εκτέλεσης στα κράτη της Βαλτικής και στη Λευκορωσία, όπως το Καλέβι-Λίιβα και το Μάλι Τροστένετς. Πολλές μεταφορές δεν είχαν γνωστούς επιζώντες. Οι Γερμανοί επέλεξαν έναν μικρό αριθμό υγιών νέων για καταναγκαστική εργασία.[25] Συνολικά, 42.000 άνθρωποι, κυρίως Τσέχοι Εβραίοι, απελάθηκαν από το Τερέζιενσταντ το 1942, εκ των οποίων μόνο 356 επιζώντες είναι γνωστοί.[26]
Τον Ιανουάριο, επτά χιλιάδες άνθρωποι απελάθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.[27] Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Ερνστ Κάλτενμπρουνερ, επικεφαλής της RSHA (Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ), πρότεινε την απέλαση επιπλέον πέντε χιλιάδων ηλικιωμένων Εβραίων. Ο επικεφαλής των SS Χίμλερ αρνήθηκε, λόγω της αυξανόμενης ανάγκης να χρησιμοποίησει το Τερέζιενσταντ ως άλλοθι για να αποκρύψει πληροφορίες σχετικά με το Ολοκαύτωμα στους Δυτικούς Συμμάχους. Δεν υπήρχαν άλλες μεταφορές από το Τερέζιενσταντ μέχρι την απέλαση 5.000 Εβραίων από το Τερέζιενσταντ στο Άουσβιτς τον Σεπτέμβριο.[28]
Οι κρατούμενοι είχαν επίσης ελαφρώς περισσότερα προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της ταχυδρομικής αλληλογραφίας και του δικαιώματος παραλαβής δεμάτων.[29] Στις 24 Αυγούστου 1943, 1.200 εβραϊκά παιδιά από το Γκέτο του Μπιαλιστόκ στην Πολωνία έφτασαν στο Τερέζιενσταντ.[30] Αρνήθηκαν να απολυμανθούν λόγω του φόβου τους ότι τα ντους ήταν θάλαμοι αερίου. Αυτό το περιστατικό ήταν μια από τις μόνες ενδείξεις για το τι συνέβη σε όσους απελάθηκαν από το Τερέζιενσταντ. Τα παιδιά κρατήθηκαν σε αυστηρή απομόνωση για έξι εβδομάδες πριν από την απέλαση τους στο Άουσβιτς. Κανένα δεν επέζησε.[31][32] Στις 9 Νοεμβρίου 1943, ο Έντελσταϊν και άλλοι διαχειριστές του γκέτο συνελήφθησαν, κατηγορούμενοι για κάλυψη της διαφυγής πενήντα πέντε κρατουμένων. Δύο ημέρες αργότερα, ο διοικητής Άντον Μπούργκερ διέταξε την απογραφή ολόκληρου του πληθυσμού του γκέτο, περίπου 36.000 άτομα εκείνη την εποχή. Όλοι οι κρατούμενοι ανεξαρτήτως ηλικίας έπρεπε να στέκονται έξω στο παγωμένο καιρό από τις 7 π.μ. έως τις 11 μ.μ. και 300 άνθρωποι πέθαναν στους εξωτερικούς χώρους λόγω εξάντλησης. Πέντε χιλιάδες κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένου του Έντελσταϊν και των άλλων συλληφθέντων ηγετών, στάλθηκαν στο στρατόπεδο στο Άουσβιτς στις 15 και 18 Δεκεμβρίου.[33]
293 Εβραίοι έφτασαν στο Τερέζιενσταντ από το Βέστερμπορκ (στις Κάτω Χώρες) τον Απρίλιο του 1943 και οι υπόλοιποι 4.894 Εβραίοι που απελάθηκαν από το Βέστερμπορκ στο Τερέζιενσταντ έφτασαν το 1944. 450 Εβραίοι από τη Δανία, οι λίγοι που δεν είχαν ξεφύγει στη Σουηδία, έφτασαν τον Οκτώβριο του 1943. Τα αρχεία RSHA μεταφέρθηκαν στο Τερέζιενσταντ τον Ιούλιο του 1943, μέχρι να καούν στις 17 Απριλίου 1945 υπό τη διαταγή των SS.[34][35]
Τον Φεβρουάριο του 1944[36], τα SS ξεκίνησαν μια εκστρατεία «καλλωπισμού» για να προετοιμάσουν το γκέτο για την επίσκεψη του Ερυθρού Σταυρού. Πολλοί «εξέχοντες» κρατούμενοι και Δανοί Εβραίοι στεγάστηκαν σε ιδιωτικές, ανώτερες περιοχές. Οι δρόμοι μετονομάστηκαν και καθαρίστηκαν. ιδρύθηκαν ψεύτικα καταστήματα και ένα σχολείο. Τα SS ενθάρρυναν τους κρατούμενους να εκτελούν έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτιστικών δραστηριοτήτων, οι οποίες ξεπέρασαν εκείνες μιας συνηθισμένης πόλης σε καιρό ειρήνης.[37][38] Στο πλαίσιο των προετοιμασιών, 7.503 άτομα στάλθηκαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς τον Μάιο. Οι μεταφορές στόχευαν σε άρρωστους, ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες που δεν είχαν θέση στον ιδανικό εβραϊκό οικισμό.[39]
Για τους υπόλοιπους κρατούμενους οι συνθήκες βελτιώθηκαν κάπως: σύμφωνα με έναν επιζώντα, «Το καλοκαίρι του 1944 ήταν η καλύτερη στιγμή που είχαμε στο Τερεζίν. Κανείς δεν σκέφτηκε για νέες μεταφορές.»[40] Στις 23 Ιουνίου 1944, οι επισκέπτες οδηγήθηκαν σε μια περιοδεία στο «χωριό Potemkin». Δεν παρατήρησαν τίποτα που δεν πήγαινε καλά και αναφέρθηκε πως κανείς δεν απελάθηκε από το Τερέζιενσταντ. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο γυρίστηκε η ταινία Der Führer schenkt den Juden eine Stadt («Ο Φύρερ δίνει μια πόλη στους Εβραίους»), αλλά δεν προβλήθηκε ποτέ.[39][41]
Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Έπσταιν, ο Τσούκερ και ο Μούρμελσταιν ενημερώθηκαν ότι η πολεμική παραγωγή του Τερέζιενσταν ήταν ανεπαρκής και ως εκ τούτου 5.000 Εβραίοι θα έπρεπε απελαθούν σε ένα νέο στρατόπεδο εργασίας που διευθυνόταν από τον Τσούκερ.[40] Στις 27 Σεπτεμβρίου, ο Έπσταιν συνελήφθη και πυροβολήθηκε στο Μικρό Φρούριο για φερόμενες παραβιάσεις του νόμου. Η απέλαση της πλειονότητας του εναπομείναντος πληθυσμού στο Άουσβιτς - 18.401 άτομα σε έντεκα μεταφορές - ξεκίνησε την επόμενη μέρα και διήρκεσε μέχρι τις 28 Οκτωβρίου.[42][43]
Προηγουμένως, η αυτοδιοίκηση επέλεγε τους ανθρώπους που θα απελαύνονταν, αλλά τώρα τα SS έκαναν τις επιλογές, διασφαλίζοντας ότι πολλά μέλη του Εβραϊκού Συμβουλίου, εργαζόμενοι στα Aufbaukommando και πολιτιστικές προσωπικότητες θα απελαθούν και θα δολοφονηθούν στο Άουσβιτς.[40][44] Οι δύο πρώτες μεταφορές απομάκρυναν όλους τους πρώην αξιωματικούς του Τσεχοσλοβακικού Στρατού, οι οποίοι θεωρούνταν απειλή για πρόκληση εξέγερσης στο Τερέζιενσταντ. Μέχρι τον Νοέμβριο, μόνο 11.000 άτομα παρέμειναν στο Τερέζιενσταντ, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ηλικιωμένα.[45] 70% εξ αυτών ήταν γυναίκες.[46] Τον ίδιο μήνα, οι στάχτες των αποθανόντων κρατουμένων αφαιρέθηκαν από γυναίκες και παιδιά. Τα κατάλοιπα 17.000 ανθρώπων ρίχτηκαν στο ποταμό Έγκερ και οι υπόλοιπες στάχτες θάφτηκαν σε λάκκους κοντά στο Λιτομέριτσε.[47][48]
Αφού σταμάτησαν οι μεταφορές στο Άουσβιτς, 416 Σλοβάκοι Εβραίοι στάλθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Σερέντ της Σλοβακίας στο Τερέζιενσταντ στις 23 Δεκεμβρίου 1944. Πρόσθετες μεταφορές το 1945 έφτασαν το πληθυσμό σε 1.447. Οι Σλοβάκοι Εβραίοι είπαν στους ντόπιους για την τύχη εκείνων που απελάθηκαν στην Ανατολή, αλλά πολλοί αρνήθηκαν να το πιστέψουν. 1.150 Ούγγροι Εβραίοι που είχαν επιζήσει από μια πορεία θανάτου στη Βιέννη έφτασαν τον Μάρτιο.[41][49] Το 1945, 5.200 Εβραίοι που ζούσαν σε μικτούς γάμους με «Άριους», οι οποίοι προηγουμένως προστατεύονταν, απελάθηκαν στο Τερέζιενσταντ.[50]
Στις 5 Φεβρουαρίου 1945, μετά από διαπραγματεύσεις με τον Ελβετό πολιτικό Ζαν-Μαρί Μούσι[51], ο Χίμλερ απελευθέρωσε 1.200 Εβραίους (κυρίως από τη Γερμανία και την Ολλανδία)[51] από το Τερέζιενσταντ στην ουδέτερη Ελβετία. Οι Εβραίοι σε αυτήν τη μεταφορά ταξίδεψαν με επιβατικά αυτοκίνητα, τους δόθηκαν διάφορες πολυτέλειες και έπρεπε να αφαιρέσουν τα σήματα με το αστέρι του Δαβίδ.
Ο Δανός βασιλιάς εξασφάλισε την απελευθέρωση των Δανών από το Τερέζιενσταντ στις 15 Απριλίου 1945.[52][53]
Από τις 20 Απριλίου, μεταξύ 13.500 και 15.000 κρατουμένων στρατοπέδων συγκέντρωσης, κυρίως Εβραίοι, έφτασαν στο Τερέζιενσταντ αφού επέζησαν από πορείες θανάτου από στρατόπεδα που επρόκειτο σύντομα να απελευθερώνονταν από τους Συμμάχους. Οι κρατούμενοι είχαν πολύ κακή σωματική και πνευματική κατάσταση, και, όπως τα παιδιά από το Γκέτο του Μπιαουίστοκ, αρνήθηκαν την απολύμανση φοβούμενοι ότι οι ντουζιέρες έχουν αέριο. Πεινούσαν ,ήταν μολυσμένοι με ψείρες και υπέφεραν από τυφοειδή πυρετό, μια επιδημία που σύντομα διαδόθηκε στο γκέτο και χάθηκαν πολλές ζωές.[54] Ένας φυλακισμένος στο Τερέζιενσταντ τους περιέγραψε ως «όχι πλέον άνθρωποι, είναι άγρια ζώα».[55]
Ο Ερυθρός Σταυρός ανέλαβε τη διοίκηση του γκέτο και αφαίρεσε τη σημαία των SS στις 2 Μαΐου 1945. Τα SS δραπέτευσαν στις 5-6 Μαΐου.[56][57] Στις 8 Μαΐου, τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού συγκρούστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις έξω από το γκέτο και το απελευθέρωσαν στις 9 μ.μ.[55] Στις 11 Μαΐου, σοβιετικές ιατρικές μονάδες έφθασαν για να αναλάβουν το γκέτο. Την επόμενη μέρα, ο Jiří Vogel, ένας Τσέχος Εβραίος κομμουνιστής, διορίστηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε μέχρι να διαλυθεί το γκέτο. Το Τερέζιενσταντ ήταν το μόνο ναζιστικό γκέτο που απελευθερώθηκε με σημαντικό πληθυσμό επιζώντων.[58] Στις 14 Μαΐου, οι σοβιετικές αρχές επέβαλαν αυστηρή καραντίνα για να περιορίσουν την επιδημία του τύφου.[41] Περισσότεροι από 1.500 κρατούμενοι και 43 γιατροί και νοσοκόμες πέθαναν περίπου την ώρα της απελευθέρωσης. Μετά από δύο εβδομάδες, η καραντίνα έληξε και η διοίκηση επικεντρώθηκε στην επιστροφή των επιζώντων στις χώρες καταγωγής τους. Ο επαναπατρισμός συνεχίστηκε μέχρι τις 17 Αυγούστου 1945.[58]
Περίπου 141.000 Εβραίοι, κυρίως από το προτεκτοράτο, τη Γερμανία και την Αυστρία, στάλθηκαν στο Τερέζιενσταντ πριν από τις 20 Απριλίου 1945. Η πλειοψηφία προήλθε από πέντε μόνο πόλεις: Πράγα (40.000), Βιέννη (15.000), Βερολίνο (13.500), Μπρνο (9.000), και Φρανκφούρτη (4.000).[59] Μεταξύ 13.500 και 15.000 επιζώντων από πορείες θανάτου έφτασαν μετά από αυτήν την ημερομηνία, συμπεριλαμβανομένων περίπου 500 ατόμων που είχαν περάσει από το Τερέζιενσταντ δύο φορές, και έφτασαν το σύνολο σε 154.000. Πριν από τις 20 Απριλίου, 33.521 άνθρωποι πέθαναν στο Τερέζιενσταντ και 1.567 επιπλέον άτομα πέθαναν μεταξύ 20 Απριλίου και 30 Ιουνίου. 88.196 άτομα απελάθηκαν από το Τερέζιενσταντ μεταξύ 9 Ιανουαρίου 1942 και 28 Οκτωβρίου 1944. Από τους κρατουμένους που έφτασαν πριν από τις 20 Απριλίου, 17.320 απελευθερώθηκαν στο Τερέζιενσταντ, περίπου 4.000 επέζησαν της απέλασης,[60] και 1.630 διασώθηκαν πριν από το τέλος του πολέμου. Συνολικά, υπήρχαν περίπου 23.000 επιζώντες.
Περαιτέρω 239 άτομα μεταφέρθηκαν στο Μικρό Φρούριο πριν από τις 12 Οκτωβρίου 1944 και οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν εκεί. 37 άλλοι συνελήφθησαν από τη Γκεστάπο στις 20 Φεβρουαρίου 1945. Πριν από το 1945, 37 άτομα διέφυγαν, και δώδεκα συνελήφθησαν και επέστρεψαν στο Τερέζιενσταντ. 92 άτομα διέφυγαν στις αρχές του 1945 και 547 αναχώρησαν με τη δική τους μη εξουσιοδοτημένη ενέργεια μετά την αποχώρηση των SS στις 5 Μαΐου.[61]
Υπήρχαν περίπου 15.000 παιδιά μεταξύ των κρατουμένων στο Τερέζιενσταντ. Η εβραϊκή αυτοδιοίκηση προσπάθησε να διασφαλίσει ότι τουλάχιστον τα παιδιά και οι νέοι είχαν την πιθανότητα επιβίωσης. Στεγάζονταν στα λεγόμενα παιδικά σπίτια, έλαβαν ελαφρώς καλύτερο φαγητό εις βάρος των ηλικιωμένων και μυστικά μαθήματα από τους φροντιστές τους.
Από τα παιδιά που στάλθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης, μόνο 150 επέζησαν από το πόλεμο.
Οι συνθήκες στο γκέτο ποίκιλλαν ανάλογα με την κατάσταση του κρατουμένου. Οι περισσότεροι κρατούμενοι έπρεπε να ζουν σε πολυσύχναστους κοιτώνες με εξήντα έως ογδόντα άτομα ανά δωμάτιο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ζούσαν χωριστά. Μερικοί κρατούμενοι, ειδικά εκείνοι που είχαν διασυνδέσεις, κατάφεραν να δημιουργήσουν ιδιωτικά δωμάτια στις σοφίτες των στρατώνων.[62] Μερικοί «εξέχοντες» κρατούμενοι και Δανοί Εβραίοι έλαβαν ιδιωτικά διαμερίσματα την άνοιξη του 1944 εν αναμονής της επίσκεψης του Ερυθρού Σταυρού.[63] Ακόμη και πριν από την επίσκεψη του Ερυθρού Σταυρού, «εξέχοντα» άτομα ζούσαν σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και λάμβαναν περισσότερο φαγητό, και η απέλαση τους μπορούσε να διαταχθεί μόνο από τα SS (όχι από την αυτοδιοίκηση), με αποτέλεσμα μια σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα επιβίωσης.[64]
Το φαγητό ήταν γενικά ανεπαρκές, αλλά η διανομή ήταν επίσης άνιση. Όσοι δεν εργάζονταν, ως επί το πλείστον οι ηλικιωμένοι, λάμβαναν 60% λιγότερη τροφή από τους εργάτες, με αποτέλεσμα πολλοί να λιμοκτονούν. Το 92% των θανάτων ήταν μεταξύ εκείνων άνω των εξήντα και σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι κρατούμενοι που δεν απελάθηκαν πέθαναν στο Τερέζιενσταντ. Οι νέοι δεν υπέφεραν σε γενικές γραμμές από την πείνα, αν και πολλοί έχασαν βάρος.[65]
Οι περισσότεροι Εβραίοι ηλικίας μεταξύ 16 και 60 ή 65 αναγκάστηκαν να εργάζονται κατά μέσο όρο 69 ώρες την εβδομάδα, συχνά σε σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας.[66] Πολλές γυναίκες εργάζονταν ως οικονόμοι, νοσοκόμες, ή σε χαμηλότερες θέσεις στις κουζίνες ή στους κήπους λαχανικών. Οι άνδρες έλεγχαν τη διοίκηση και εργάζονταν επίσης σε διάφορα εργαστήρια, όπως στο τομέα της ξυλουργικής, στα δέρματα, στη ραπτική και στα ορυχεία του Κλάντνο. Κάποιοι εργάζονταν επίσης σε στρατιωτικά προγράμματα των SS. Ωστόσο, ο υψηλός πληθυσμός των ηλικιωμένων και η άθλια κατάσταση της υποδομής του γκέτο εμπόδισαν το γκέτο να γίνει ένα χρήσιμο βιομηχανικό κέντρο για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια. Πάνω από το 90% της εργασίας χρησιμοποιήθηκε για τη αυτοσυντήρησή του.[67]
Οι τσεχοσλοβακικές αρχές άσκησαν δίωξη σε αρκετά μέλη των SS που είχαν υπηρετήσει στο Τερέζιενσταντ, συμπεριλαμβανομένων και των τριών διοικητών. Ο Ζάιντλ και ο Ραμ εκδόθηκαν στην Τσεχοσλοβακία, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν για τα εγκλήματά τους. Καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο, ο Μπούργκερ κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και έζησε υπό ψευδή ταυτότητα στη Δυτική Γερμανία μέχρι το θάνατό του το 1991. Ο Τσέχος διοικητής χωροφυλακής, Theodor Janeček, πέθανε στη φυλακή το 1946 εν αναμονή της δίκης. Ένα τσεχικό δικαστήριο στο Λιτομέριτσε έκρινε τον Μιρόσλαους Χάσενκοπφ, έναν φύλακα, ένοχο για προδοσία και τον καταδίκασε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Πέθανε στη φυλακή το 1951.[68]
Το 1947, αποφασίστηκε να μετατραπεί το Μικρό Φρούριο σε μνημείο για τα θύματα των ναζιστικών διώξεων.[69] Ωστόσο, η εβραϊκή κληρονομιά δεν αναγνωρίστηκε στη μεταπολεμική εποχή επειδή δεν ταίριαζε με τη σοβιετική ιδεολογία του ταξικού αγώνα που προωθήθηκε στη μεταπολεμική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Παρόλο που υπήρχαν αναμνηστικές πλάκες στο πρώην γκέτο, καμία δεν ανέφερε τους Εβραίους.[70]
Το Μουσείο του Γκέτο του Τερεζίν εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1991 μετά από τη Βελούδινη Επανάσταση και την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το 2015, η πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Μαντλίν Ολμπράιτ τοποθέτησε μια πινακίδα στο πρώην γκέτο για να τιμήσει τους 26 συγγενείς της που είχαν φυλακιστεί εκεί.