Γκαετάνο Βενετσιάνο | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Gaetano Veneziano (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1665[1][2][3] Μπισέλιε |
Θάνατος | 15 Ιουλίου 1716[1] Νάπολη |
Ιδιότητα | συνθέτης |
Τέκνα | Giovanni Veneziano |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Είδος τέχνης | όπερα |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
Ο Γκαετάνο Βενετσιάνο (ιταλ. Gaetano Veneziano, Μπισέλιε, 21 Οκτωβρίου 1656 – Νάπολη, 15 Ιουλίου 1716) ήταν Ιταλός συνθέτης και μουσικοπαιδαγωγός.
Ο Βενετσιάνο γεννήθηκε στο Μπισέλιε της ΝΑ. Ιταλίας, το 1656. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές, το 1675, στο Ωδείο Santa Maria di Loreto στη Νάπολη, όπου σπούδασε μέχρι το επόμενο έτος, με δάσκαλο τον Φ. Προβεντσάλε (Francesco Provenzale).[4] Το 1678, με τον διορισμό ενός πρόσθετου οργανίστα, άρχισε να εργάζεται για το Βασιλικό Παρεκκλήσιο (Cappella Reale) και, το 1686, εισήλθε εκεί ως τακτικό μέλος με μηνιαίο μισθό 4 δουκάτων. Το 1703, ο φημισμένος Αλεσσάντρο Σκαρλάττι εγκατέλειψε τη θέση του αρχιμουσικού στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο της Νάπολης, και έφυγε από την πόλη. Ακολούθησε διαγωνισμός για τη διαδοχή του, με τη συμμετοχή τεσσάρων συνθετών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Βενετσιάνο. Ο διαγωνισμός διεξήχθη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους με περιεχόμενο τη σύνθεση μιας Λειτουργίας. Ο Βενετσιάνο κέρδισε και, στις 25 Οκτωβρίου 1704, διορίστηκε Διευθυντής του Βασιλικού Παρεκκλησίου. Όμως, αυτή η εξέχουσα θέση διήρκεσε ελάχιστα διότι, το 1707, οι Αυστριακοί κατέκτησαν τη Νάπολη και ο Βενετσιάνο έπρεπε να εγκαταλείψει το πόστο, επειδή συμπαθούσε το προηγούμενο καθεστώς.
Στις 10 Ιουλίου 1684, διορίστηκε Διευθυντής στο Ωδείο της Santa Maria di Loreto, όπου είχε σπουδάσει σε νεαρή ηλικία, αλλά εγκατέλειψε τη θέση το επόμενο έτος. Επέστρεψε εκεί, μετά την 5η Αυγούστου 1695. Το 1704, οι μαθητές του Ωδείου δήλωσαν στους δασκάλους τους ότι δεν τους έδιναν αρκετή προσοχή (ίσως λόγω των πολλών δεσμεύσεων που θα μπορούσε να έχει η θέση ενός Διευθυντή στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο). Στις 7 Ιανουαρίου 1705 το Ωδείο λειτούργησε υπό τη διεύθυνση του Τ. Περουτζίνο ( Giuliano Perugino), αλλά ο Βενετσιάνο συνέχισε να εργάζεται μέχρι το θάνατό του, το 1716. Ο γιος του, Τζοβάνι, υπήρξε και αυτός αξιόλογος συνθέτης.
Ο Βενετσιάνο συνέθεσε, επί το πλείστον, θρησκευτική μουσική σε χειρόγραφα που, σχεδόν όλα (περίπου 60 [4]), διατηρούνται επί του παρόντος στη Βιβλιοθήκη Φιλιππίνι της Νάπολης. Έγραψε περισσότερα από 120 έργα, όπως ορατόρια, πάθη, λειτουργίες, μοτέτα, ύμνους, νυκτερινά και καντάτες. Θεωρείται σημαντικός κρίκος στο πέρασμα της Ναπολιτάνικης μουσικής από τον 17ο στον 18ο αιώνα.