Γιολάντ ντε Πολαστρόν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Yolande de Polastron (Γαλλικά) |
Γέννηση | 8 Σεπτεμβρίου 1749[1][2] Παρίσι |
Θάνατος | 9 Δεκεμβρίου 1793[1][2] Βιέννη |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[3] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Κυρία επί των τιμών |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ζυλ ντε Πολινιάκ |
Τέκνα | Αγκλαέ ντε Πολινιάκ Αρμάν ντε Πολινιάκ Ζυλ ντε Πολινιάκ Μελκιόρ ντε Πολινιάκ |
Γονείς | Ζαν Φρανσουά Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν[4] και Ζαν Σαρλότ Ερώ[4] |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Γιολάντ Μαρτίν Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν (γαλλικά: Yolande Martine Gabrielle de Polastron), κόμισσα και μετέπειτα δούκισσα ντε Πολινιάκ (8 Σεπτεμβρίου 1749 - 9 Δεκεμβρίου 1793) ήταν στενή φίλη της Μαρίας Αντουανέτας, την οποία γνώρισε για πρώτη φορά όταν παρουσιάστηκε στο Παλάτι των Βερσαλλιών το 1775, ένα έτος μετά την στέψη της βασίλισσας στη Γαλλία. Θεωρήθηκε μια από τις ομορφότερες γυναικείες φιγούρες της προ-επαναστατικής κοινωνίας, αλλά η μεγαλομανία και η σπάταλη ζωή της, την οδήγησαν στο να αποκτήσει πολλούς εχθρούς.[5][6]
Η Γιολάντ Μαρτίν Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν γεννήθηκε στο Παρίσι κατά την διάρκεια της βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ’. Οι γονείς της ήταν ο Ζαν Φρανσουά Γκαμπριέλ, κόμης της Πολαστρίν, Άρχοντας των Νουγιλών, της Βερνεκέ και της Κρεπιάκ (πέθανε το 1794), ο οποίος υπηρέτησε ως Γάλλος πρέσβης στην Ελβετία και η Ζαν Σαρλότ Ερού ντε Βωκρεσόν (1726-1753). Όπως ήταν συνηθισμένο με τους αριστοκράτες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν περισσότερα από ένα χριστιανικά ονόματα, έτσι και η Γιολάντ ήταν κυρίως γνωστή με τα τελευταία από τα ονόματά της (Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν).[7] Γεννήθηκε σε μια οικογένεια με αρχαίες αριστοκρατικές ρίζες. Εντούτοις από τη στιγμή της γέννησης της Γκαμπριέλ, η οικογένεια, παρά την υπερυψωμένη καταγωγή της, είχε πολλά χρέη και ο τρόπος ζωής της ήταν πολύ μακριά από την πολυτέλεια.[8]
Ενώ η Γκαμπριέλ ήταν ακόμα βρέφος, οι γονείς της μετέφεραν την οικογένεια στην επαρχία του Λανγκντόκ-Ρουσιγιόν στη νότια Γαλλία. Όταν ήταν 3 ετών, η μητέρα της πέθανε και η φροντίδα της ανατέθηκε σε μια θεία, η οποία μεριμνούσε για να λάβει εκπαίδευση σε μοναστήρι.
Στην ηλικία των 16 ετών, η Γκαμπριέλ συνδέθηκε με τον Ζυλ Φρανσουά Αρμάν, τον 1ο Δούκα του Πολινιάκ, τον μαρκήσιο ντε Μαντσίνι (1746-1817), με τον οποίο παντρεύτηκε στις 7 Ιουλίου του 1767, λίγους μήνες πριν από τα 18α γενέθλιά της.[9] Η οικογένεια του Πολινιάκ είχε μια αριστοκρατική καταγωγή παρόμοια με την οικογένεια της Γκαμπριέλ και ήταν εξίσου στενά τα οικονομικά τους. Τη στιγμή του γάμου του, ο Πολινιάκ υπηρετούσε στο 1ο στρατιωτικό σύνταγμα των Βασιλικών Δράκων ("1er régiment de dragons"), με ετήσιο μισθό 4.000 λίρες.[10] Μέσα σε λίγα χρόνια από τον γάμο, Ο Ζυλ και η Γκαμπριέλ απέκτησαν δύο παιδιά: μια κόρη την Αγλαΐ και έναν γιο. Ακολούθησαν δύο ακόμη γιοι αρκετά χρόνια αργότερα, συμπεριλαμβανομένου του Ζυλ, του πρίγκιπα του Πολινιάκ, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός της Γαλλίας το 1829, υπό τον Κάρολο Ι’.
Τα περισσότερα σωσμένα πορτρέτα της δείχνουν ότι είχε όμορφη εμφάνιση. Ένας ιστορικός είπε ότι η Γκαμπριέλ, στα πορτραίτα της από την ζωγράφο Mαρί Λουίζ Eλίζαμπεθ Bιτζί-Λεμπρούν , μοιάζει «σαν νόστιμο και χυμώδες φρούτο».[11] Είχε σκούρα καστανά μαλλιά, πολύ ανοιχτόχρωμο λευκό δέρμα και, ίσως τα πιο ασυνήθιστα, λιλά ή βιολετί μάτια. [12]
Συγκεντρώνοντας τις ιστορίες της, ένας σύγχρονος ιστορικός έχει συνοψίσει τη φυσική της εμφάνιση ως εξής: «Η ιδιαίτερη φρεσκάδα της εικόνας της [δίνει] την εντύπωση της «απόλυτης φυσικότητας» ... με το σύννεφο των σκούρων μαλλιών της, τα μεγάλα της μάτια, την κομψή της μύτη και τα όμορφα μαργαριταρένια της δόντια, θα μπορούσε κάλλιστα να παρομοιάστηκε με τη Μαντόνα του Ραφαήλ».[13]
Όταν η νύφη της, Ντιάν ντε Πολινιάκ, την προσκάλεσε στο παλάτι των Βερσαλλιών, η Γκαμπριέλ κατέφθασε συνοδευόμενη από τον σύζυγο της, σε επίσημη δεξίωση στην αίθουσα των καθρεφτών το 1775, όπου παρουσιάστηκε επίσημα ενώπιων της βασίλισσας της Γαλλίας. Η Μαρία Αντουανέτα, «θαμπώθηκε» από εκείνη,[14] και την κάλεσε να μετακομίσει μόνιμα στις Βερσαλλίες. Όμως το κόστος συντήρησης στο Βασίλειο των Βερσαλλιών ήταν καταστροφικό. Έτσι η Γκαμπριέλ απάντησε ότι ο σύζυγός της δεν είχε τα χρήματα για να χρηματοδοτήσει μια μόνιμη μετακίνηση στο παλάτι.[15] Αποφασισμένη να διατηρήσει την νέα της φίλη δίπλα της, η Βασίλισσα συμφώνησε να εξοφλήσει τα πολλά εκκρεμή χρέη της οικογένειας Πολινιάκ και να βρει ένα διαμέρισμα για τον σύζυγο της Γκαμπριέλ.
Μόλις εγκαταστάθηκε στο παλάτι, κοντά στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, η Γκαμπριέλ κέρδισε επίσης τη φιλία του νεότερου αδελφού του Βασιλιά, του κόμη Κάρολου Ι’, και την έγκριση του ίδιου του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ’, ο οποίος ήταν ευγνώμων για την ήρεμη επιρροή της στη γυναίκα του και ενθάρρυνε τη φιλία τους.[16][17] Η Γκαμπριέλ, ωστόσο, δυσαρεστήθηκε από άλλα μέλη της βασιλικής ακολουθίας, ιδίως από τον εξομολογητή της Βασίλισσας και τον επικεφαλής πολιτικό της σύμβουλο και αυστριακό πρέσβη. Σε μια επιστολή του προς τη μητέρα της Βασίλισσας, αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας, ο πρέσβης έγραψε: «Είναι σχεδόν απαράδεκτο το γεγονός ότι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η βασιλική εύνοια έχει προσφέρει τόσο τεράστια πλεονεκτήματα σε μια οικογένεια».[18]
Χαρισματική και όμορφη, η Γκαμπριέλ έγινε ο αναμφισβήτητος ηγέτης του αποκλειστικού κύκλου της Βασίλισσας και εξασφάλισε το γεγονός ότι λίγοι θα έμπαιναν σε αυτόν χωρίς την έγκρισή της.[19][20] Η Γκαμπριέλ θεωρήθηκε από πολλούς από τους φίλους της ως κομψή, εκλεπτυσμένη, γοητευτική και διασκεδαστική.[21]
Ολόκληρη η οικογένεια Πολινιάκ επωφελήθηκε πάρα πολύ από τη μεγάλη γενναιοδωρία της Βασίλισσας, αλλά ο αυξανόμενος πλούτος και ο πολυτελής τρόπος ζωής τους εξόργισαν πολλές αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες φθονούσαν την κυριαρχία τους στο Παλάτι. Τελικά, η ευνοιοκρατία της Βασίλισσας απέναντι στην οικογένεια Πολινιάκ ήταν μια από τις πολλές αιτίες που πυροδότησαν τη μη δημοτικότητα της Μαρίας Αντουανέτας σε ορισμένους υπηκόους (ειδικά τους Παρισινούς) του συζύγου της και μέλη της πολιτικά φιλελεύθερης αριστοκρατίας.[22] Το 1780, στον σύζυγο της Γκαμπριέλ δόθηκε ο τίτλος του 1ου Δούκα του Πολινιάκ, καθιστώντας έτσι τη Γκαμπριέλ μια Δούκισσα, κάτι που έγινε μια επιπλέον πηγή εκνευρισμού για τους αυλικούς.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1780, χιλιάδες πορνογραφικά φυλλάδια ισχυρίστηκαν ότι η Γκαμπριέλ ήταν ο λεσβιακός εραστής της βασίλισσας, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών ότι οι δυο τους είχαν εμπλακεί σε τριβαδισμό. Παρόλο που δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για να στηριχτούν αυτές τις κατηγορίες,[23][24][25] έκαναν αμέτρητες ζημιές στο κύρος της μοναρχίας, δίνοντας την βαθιά ριζωμένη υπόνοια της ομοφυλοφιλίας που κατείχαν οι αστικές εργατικές τάξεις εκείνης την εποχής. [26]
Αρκετοί ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι οι αναφορές για την σπάταλη της Γκαμπριέλ ήταν παρατραβηγμένες, και επισημαίνουν ότι, κατά τη διάρκεια της 14χρονης παραμονής της στις Βερσαλλίες, ξόδευε όσο και η ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’, Μαρκησία ντε Πομπαντούρ.[27] Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι σε κάποιο βαθμό άξιζε την αρνητική της φήμη, επειδή, παρά τις ανακρίβειες των ισχυρισμών ότι ήταν σεξουαλικά κακόφημη, άλλες κριτικές προς εκείνη ήταν έγκυρες. Δηλαδή ήταν αποδειγμένα ψυχρή, εγωκεντρική, καλοπερασάκιας και έκρυβε της αγάπη της για το κουτσομπολιό και την ίντριγκα πίσω από το γλυκό τόνο της φωνής της και τους άψογους τρόπους της. Αυτό το επιχείρημα υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από τον συγγραφέα και βιογράφο Στέφαν Τσβάιχ, ο οποίος έγραψε:
"Ούτε καν η Φραγκίσκη του Μαιντενόν, ούτε η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, κόστισαν όσο αυτός ο όμορφος "άγγελος", αυτή η χαμηλοβλεπούσα, η μετριόφρον και ευγενική Πολινιάκ. Εκείνοι που δεν ήταν ο εαυτός τους πνίγηκαν στην ρουφήχτρα, έμεινα με έκπληξη στο περιθώριο... [όπως] συνέβει και στο "χέρι" της βασίλισσας, το οποίο καθοδηγούνταν υπόγεια από αυτά τα βιολετί μάτια, την "υπέροχη" και "ευγενική" Πολινιάκ".[28]
Ένας άλλος κριτικός είναι η Ελισάβετ ντε Φεϊντό.[29]
Το 1782, η Γκουβερνάντα των Παιδιών της Γαλλίας, η Βικτουάρ ντε Ροάν, η πριγκίπισσα του Γκεμενέ και ο σύζυγος του Ανρί Λουί Μαρί ντε Ροάν, έπρεπε να παραιτηθούν από τη θέση της λόγω σκανδάλου που προκλήθηκε από την πτώχευση του συζύγου της. Η βασίλισσα αντικατέστησε την πριγκίπισσα με τη Γκαμπριέλ. Αυτός ο διορισμός προκάλεσε οργή στο Παλάτι, αφού θεωρήθηκε ότι η κοινωνική κατάσταση της Γκαμπριέλ ήταν ανεπαρκής για μια θέση αυτού του μεγέθους.[30]
Ως αποτέλεσμα της νέας της θέσης, στη Γκαμπριέλ δόθηκε ένα διαμέρισμα 13 δωματίων για τον εαυτό της στο παλάτι. Από τεχνικής απόψεως, αυτό ήταν εντός των αποδεκτών ορίων της εθιμοτυπίας. Εντούτοις, το μέγεθος του διαμερίσματος ήταν άνευ προηγουμένου, ιδιαίτερα σε ένα μέρος τόσο πολυπληθές όσο οι Βερσαλλίες. Οι βασιλικές κυβερνήσεις είχαν προηγουμένως τετραγωνιστεί σε διαμερίσματα τεσσάρων ή πέντε δωματίων. Η Γκαμπριέλ έλαβε ακόμη και το δικό της εξοχικό σπίτι στο αγαπημένο ποιμενικό καταφύγιο της Μαρίας Αντουανέτας, το «Hameau de la Reine», που χτίστηκε το 1780 στη βάση του «Μικρού Τριανόν» στο πάρκο των Βερσαλλιών.
Ο γάμος της Γκαμπριέλ ήταν θερμός, αν όχι επιτυχής. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό των αριστοκρατικών προσυμφωνημένων γάμων. Για πολλά χρόνια, ήταν προφανώς ερωτευμένη με τον αρχηγό της Βασιλικής Φρουράς, τον Ζοζέφ Γεσάντ Φρανσουά ντε Πολ ντε Ριγκό, Κόμη του Βουντραίγ, αν και πολλοί από τους φίλους της θεώρησαν ότι ο Βουντραίγ ήταν πολύ δυναστικός και υπερβολικά αγενής για το είδος της υψηλής κοινωνίας στην οποία μπήκε η Γκαμπριέλ. Ωστόσο, υπήρχε η φήμη στις Βερσαλλίες ότι το μικρότερο παιδί της Γκαμπριέλ είχε στην πραγματικότητα πατέρα του τον Βουντραίγ.[31] Εντούτοις, η ακριβής φύση της σχέσης της Γκαμπριέλ με τον Βουντραίγ έχει συζητηθεί από ορισμένους ιστορικούς , οι οποίοι αμφισβήτησαν ότι ο σύνδεσμος ήταν ερωτικός. Αυτή η θεωρία ανασύρθηκε πρόσφατα από την Καθολική μυθιστοριογράφο και σχολιαστή Έλενα Μαρία Βίνταλ.[32] Παρά τους ισχυρισμούς ότι ήταν εραστές, η Γκαμπριέλ δεν είχε κανένα ενδοιασμό στο να απομακρυνθεί από τον Βουντραίγ κάθε φορά που ένιωθε ότι η δική της κοινωνική θέση απειλείτο από την αντιπαράθεση της Βασίλισσας με αυτόν τον χειριστικό αυλικό. Σχεδόν δεν υπάρχουν επιστολές που να σώζονται από αυτό το ζευγάρι, που είτε στην πραγματικότητα μπορεί να μην ήταν αρκετά κοντά για να γράψουν ο ένας στον άλλο όταν χωρίστηκαν, ή μπορεί να ήταν πολύ προσεκτικοί στην κάλυψη των επικοινωνιών τους για πολιτικούς λόγους. Οι επιστολές τους μπορεί στη συνέχεια να καταστράφηκαν είτε από τους ίδιους είτε από άλλους για λόγους ασφαλείας.[33]
Ίσως λόγω της έντονης αντιπάθειας της Βασίλισσας για τον Κόμη του Βουντραίγ, τον οποίο βρήκε αγενή και ενοχλητικό, η επιρροή της Γκαμπριέλ στην Μαρία Αντουανέτα εξασθένησε προσωρινά μετά το 1785, όταν γεννήθηκε ο δεύτερος γιος της Βασίλισσας. Η βασίλισσα απογοητευόταν με τη φιλοδοξία των αγαπημένων της προσώπων, ειδικά όταν προάσπιζαν έναν πολιτικό τον οποίο η Βασίλισσα απεχθανόταν.[35] Η Μαρία Αντουανέτα εμπιστεύτηκε σε μια άλλη κυρία των τιμών, την Χάνριετ Καμπάν, ότι «υπέφερε από οξεία δυσαρέσκεια» για τους Πολινιάκ.[31] Τελικά, η Γκαμπριέλ ένιωσε τη δυσαρέσκεια της Μαρίας Αντουανέτας και αποφάσισε να επισκεφθεί φίλους της στην Αγγλία, ιδιαίτερα τη Γεωργιανά, τη Δούκισσα του Ντέβονσαϊρ η οποία ήταν η ηγέτης της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου και μια από τους πιο στενές φίλες της Γκαμπριέλ.[36] Κατά το χρόνο της στην Αγγλία, κέρδισε το ψευδώνυμο "Little Po", λόγω του ευαίσθητης φυσικής της κατάστασης.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1788, οι διαμαρτυρίες κατά της μοναρχίας αναζωπυρωθήκαν και τον Οκτώβριο του 1788, οι διαδηλωτές ζήτησαν χρήματα για πυροτεχνήματα και απαίτησαν από οποιονδήποτε ήταν πάνω σε άμαξα να κατεβεί και να τιμήσει την μνήμη του Ερρίκου Δ΄. Στην συνέχεια έκαψαν φιγούρες που απεικόνιζαν την Δούκισσα Γιολάντ ντε Πολαστρόν, αλλά τα στρατεύματα παρατάχτηκαν μπροστά τους και διέλυσαν τα πλήθη με βίαιο τρόπο στην Πλατεία Οτέλ ντε Βιλ.[37] Οι μήνες που οδήγησαν στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης τον Ιούλιο του 1789 έφεραν την Βασίλισσα και τη Δούκισσα του Πολινιάκ ξανά κοντά. Πολιτικά, η Γκαμπριέλ και οι φίλοι της υποστήριξαν το υπερ-μοναρχικό κίνημα στις Βερσαλλίες. Εκείνη γινόταν όλο και πιο σημαντική στις βασιλικές ραδιουργίες και συνήθως συνεργαζόταν με τον φίλο της, κόμη Κάρολο Ι', τον μικρότερο αδερφό του Βασιλιά.
Ο μαρκήσιος ντε Μπουμπέλ, διπλωμάτης και πολιτικός, θυμήθηκε την αδιάκοπη εργασία της Γκαμπριέλ ενάντια στην ανερχόμενη επανάσταση. Μαζί με τον νονό του, Βαρώνο ντε Μπρετέιγ, και τον κόμη Κάρολο Ι’, η Γκαμπριέλ έπεισε τη Μαρία Αντουανέτα να συνεργαστεί με τον δημοφιλή υπουργό Οικονομικών του Βασιλείου, Ζακ Νεκέρ. Ωστόσο, χωρίς την απαραίτητη στρατιωτική υποστήριξη για να συντρίψει την ανταρσία, η απόλυση του Νεκέρ πυροδότησε μεγάλη βία στο Παρίσι, με αποτέλεσμα την επίθεση στο φρούριο της Βαστίλης.
Μετά την Άλωση της Βαστίλης στις 14 Ιουλίου 1789, όλα τα μέλη της οικογένειας Πολινιάκ πήγαν στην εξορία. Με τις ρητές εντολές του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, ο κόμης Κάρολος Ι΄ έφυγε, όπως και ο Μπρετέιγ. Η Γκαμπριέλ πήγε με την οικογένειά της στην Ελβετία, όπου παρέμεινε σε επαφή με τη Βασίλισσα μέσω επιστολών. Αφού η Γκαμπριέλ είχε φύγει, η φροντίδα των βασιλικών παιδιών ανατέθηκε στην Μαρκησία ντε Τουρζέλ.
Μετά την αναχώρησή της από τη Γαλλία, αυτή και η οικογένειά της έζησαν μια συναρπαστική ζωή, ταξιδεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Διατήρησε επαφή με τη Μαρία Αντουανέτα μέσω αλληλογραφίας, μέσω της οποίας μπορεί να εντοπιστεί ο τόπος διαμονής της. Η οικογένεια Πολινιάκ ταξίδεψε στην Ελβετία, το Τορίνο, τη Ρώμη και τη Βενετία (όπου παρακολούθησε το γάμο του γιου της τον Μάρτιο του 1790) και από την Ιταλία, στη Βιέννη της Αυστρίας το 1791. Σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν παρούσα στις Αυστριακές Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια της φυγής στο Βαρέν, και τον Ιούλιο του 1791, σημειώνεται ως μια από τις υπερβολικά ντυμένες γυναίκες που παρευρέθηκαν στο δουκάτο των μεταναστών του νομού Προβηγκίας στο Κόμπλεντς. Το δουκάτο των μεταναστών στο Κόμπλεντς διαλύθηκε μετά τη Μάχη του Βαλμί το 1792 και επέστρεψε στην Αυστρία, όπου πέθανε.
Η Γκαμπριέλ προσβλήθηκε από μια ανίατη ασθένεια ενώ ζούσε στην Ελβετία, αν και πιθανότατα η υγεία της ήταν σε κακή κατάσταση για αρκετά χρόνια. Πέθανε στην Αυστρία τον Δεκέμβριο του 1793, λίγο αφότου πληροφορήθηκε την εκτέλεση της Μαρίας Αντουανέτας. Η οικογένεια της Γκαμπριέλ απλώς ανακοίνωσε ότι είχε πεθάνει ως αποτέλεσμα θλίψης και ταλαιπωρίας. Οι περισσότεροι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πέθανε από καρκίνο, και οι αντιφατικές βασιλικές αναφορές για το θάνατό της ανέφεραν την φυματίωση ως μια άλλη πιθανή αιτία.
Δεν έγινε συγκεκριμένη αναφορά για την ασθένειά της στα διάφορα αλληγορικά φυλλάδια που κυκλοφορούσαν, αλλά ανέφεραν ότι ο Άγγελος του Θανάτου κατέβηκε για να πάρει την ψυχή της ακόμα όμορφης Δούκισσας του Πολινιάκ. Η ομορφιά και ο πρόωρος θάνατός της έγιναν το σύμβολο της κατάρρευσης του παλαιού καθεστώτος σύμφωνα τουλάχιστον με τα πρώτα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν. Ωστόσο στην οικογενειακή αλληλογραφία, η ομορφιά της δούκισσας ήταν ένα σημείο στο οποίο δινόταν κυρίως μεγάλη έμφαση.
Η Γκαμπριέλ ήταν η μητέρα του Ζυλ, πρίγκιπας και 3ος δούκας της Πολινιάκ, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός για τον Βασιλιά Κάρολο Ι’ το 1829. Ήταν επίσης η μητέρα της Αγλαΐ ντε Πολινιάκ, της δούκισσας της Γκίς, που πέθανε το 1803, σε πυρκαγιά που προκλήθηκε από ατύχημα. Δύο από τα εγγόνια της ήταν ο Καμίλ Αρμάντ Ζυλ Μαρί, ο πρίγκιπας της Πολινιάκ και ο Πρίνς Ενμόντ ντε Πολινιάκ. Ο δισέγγονος της, ο Κόμης Πιερ ντε Πολινιάκ, ήταν ο πατέρας του Ρενιέ Γ’, πρίγκιπας του Μονακό. Οι απόγονοί της μπορούν επίσης να βρεθούν στη Γαλλία και στη Ρωσία, όπου η εγγονή της, κόρη του "Γκισέτ", παντρεύτηκε έναν ευγενή, τον Αλεξάντρ Λόβιτς Νταβίντοφ.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το σημάδι της Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν στην ιστορία μπορεί να το δει κανείς σε ιστορικά βιβλία , μυθιστορήματα, ταινίες και άλλα μέσα.
Για παραδειγμα:
Οι επικριτές της ανάμεσα στους ιστορικούς υποστήριξαν ότι η Δούκισσα του Πολινιάκ ηταν χαρακτηριστικό παράδειγμα «αριστοκρατικής κολλιτσίδας» στο Παλάτι των Βερσαλλιών πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και αντιπροσωπεύει την εγωπάθεια και την αδιαφορία για τους γύρο της, καθώς και την εγωιστική υπερβολή της άρχουσας τάξης. Ωστόσο, άλλοι ιστορικοί, όπως ο Πιέρ ντε Νιολάκ και ο Μαρκήσιος ντε Σεγκιούρ , συμφωνούν στο ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα προήλθαν από το περιβάλλον της και ότι σίγουρα δεν ήταν χειρότερη από πολλούς άλλους αριστοκράτες ή ευνοούμενους που είχαν προηγηθεί από εκείνη στις Βερσαλλίες.
Αξιολογώντας τα στοιχεία του χαρακτήρα της, είναι γενικά αποδεκτό ότι ήταν μια από τις βασικές προσωπικότητες του υπερ-μοναρχικού κινήματος κατά τις αρχές του καλοκαιριού του 1789, ενεργώντας υπό την επιρροή του φίλου της, του δούκα Καρόλου Ι’.[22][38]