Το Γκαργκάνο (Gargano) είναι χερσόνησος και περιοχή της Επαρχίας Φότζα, στην Απουλία της νοτιοανατολικής Ιταλίας. Αποτελείται από έναν ευρύ απομονωμένο ορεινό όγκο και απολήγει στο ομώνυμο Ακρωτήριο Γκαργκάνο, όντας το χαρακτηριστικότερο έξαρμα της ιταλικής ακτής της Αδριατικής θάλασσας, το «σπιρούνι» στην «μπότα» της Ιταλίας. Το υψηλότερο σημείο της χερσονήσου είναι το Μόντε Κάλβο, με υψόμετρο 1.065 μέτρα. Το μεγαλύτερο μέρος της υψηλής περιοχής της, περίπου 1.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου του Γκαργκάνο, που ιδρύθηκε το 1991. Το νότιο μέρος της χερσονήσου σχηματίζει τον Κόλπο της Μανφρεντόνια, στον μυχό του οποίου βρίσκεται το ομώνυμο λιμάνι.
Η Χερσόνησος Γκαργκάνο καλύπτεται μερικώς από το σωζόμενο μέρος ενός αρχαίου δάσους, της Foresta Umbra των Ρωμαίων, του μοναδικού που απέμεινε στην Ιταλία από το προϊστορικό δάσος βελανιδιάς και οξιάς που κάποτε κάλυπτε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης (το αντίστοιχο μεγαοικοσύστημα ονομάζεται «ορεινό δάσος φυλλοβόλων των Απεννίνων»). Ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος αναφέρει τις βελανιδιές τού Garganus στις Ωδές του (II, ix).
Οι ακτές του Γκαργκάνο φιλοξενούν πλαζ και τουριστικές εγκαταστάσεις, με θέρετρα όπως τα Βιέστε, Πέσκιτσι και Ματτινάτα. Δύο αλμυρές λίμνες, οι Λεζίνα και Βαράνο, βρίσκονται στο βόρειο μέρος της χερσονήσου. Στα όρη του Γκάργκανο βρίσκεται ο αρχαιότερος ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Δυτική Ευρώπη, το Ιερό του Μόντε Σαντάντζελο σουλ Γκάργκανο. Υπάρχουν επίσης το Αββαείο της Αγίας Μαρίας της Ριπάλτα και το ιερό του Αγίου Ναζαρίου.
Πολλοί τουρίστες επισκέπτονται επίσης τους ηφαιστειακούς βράχους που χρονολογούνται από το Τριάσιο και είναι γνωστοί ως «Μαύρες Πέτρες».
Πριν από περίπου 12 έως 4 εκατομμύρια έτη, από την ανώτερη Μειόκαινο μέχρι την κατώτερη Πλειόκαινο Εποχή, μία πανίδα σπονδυλωτών υψηλού βαθμού ενδημισμού εξελίχθηκε στη χερσόνησο, που τότε ήταν νησί εξαιτίας της υψηλότερης στάθμης της θάλασσας. Πολλά από τα είδη αυτά υπέστησαν νησιωτικό γιγαντισμό. Η πανίδα αυτή είναι γνωστή ως Mikrotia, από το όνομα ενός ενδημικού γένους τρωκτικού.
Τα απολιθώματα τους βρίσκονται σε μισογεμισμένες με ιζήματα παλαιοκαρστικές σχισμές στο όρος Γκάργκανο, που αναπτύχθηκαν σε ασβεστόλιθο του Μεσοζωικού αιώνα. Μέσα σε αυτές, ιζήματα συσσωρεύθηκαν μαζί με υπολείμματα της τοπικής πανίδας, σχηματίζοντας στρώματα ερυθρωπών πηλών γνωστά ως terrae rossae. Μετά, στη μέση Πλειόκανο, μερικές από αυτές τις εναποθέσεις πλημμύρισαν, πιθανώς εξαιτίας της τεκτονικής κινήσεως της πλάκας της Αδριατικής, ενώ άλλες επικαλύφθηκαν από άλλα ιζήματα, χερσαία ή γλυκών υδάτων. Τέλος, με την εγκατάσταση του κύκλου των εποχών των παγετώνων, η στάθμη της θάλασσας έπεσε και το πρώην νησί ενώθηκε με την ιταλική χερσόνησο. Στις ψυχρές συνθήκες και λιγότερο υγρές συνθήκες της κατώτερης Πλειστόκαινης εποχής (περίπου 1,8 έως 0,8 εκατομμύριο έτη πριν από σήμερα) έλαβε χώρα ένας δεύτερος καρστικός κύκλος, που αφαίρεσε μέρος των παλαιοκαρστικών ιζημάτων.