Γκιζεμάρ

Γκιζεμάρ
ΣυγγραφέαςΜαρία της Γαλλίας
ΓλώσσαΠαλαιά Γαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας12ος αιώνας
Ημερομηνία δημοσίευσης12ος αιώνας
Μορφήποίημα

Γκιζεμάρ (γαλλικά: Guigemar) είναι ο τίτλος βρετονικού ποιήματος (λαι) που έγραψε η ποιήτρια Μαρία της Γαλλίας τον 12ο αιώνα. Είναι μέρος μιας συλλογής που περιλαμβάνει 12 αφηγηματικά ποιήματα της γαλλικής αυλικής λογοτεχνίαςπου επικεντρώνονται στην εξύμνηση του αυλικού έρωτα και στις περιπέτειες των ηρώων, γραμμένα στα αγγλο-νορμανδικά, μια διάλεκτο της παλαιάς γαλλικής, σε οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Αν και δεν ήταν το πρώτο ποίημα που έγραψε η ποιήτρια, είναι το πρώτο της συλλογής, που είναι ήταν αφιερωμένη σε έναν βασιλιά, αναμφίβολα τον Ερρίκο Β΄ της Αγγλίας καθώς η ποιήτρια έζησε στην αυλή της Ελεονόρας της Ακουιτανίας.[1]

Στο ποίημα η συγγραφέας δηλώνει το μικρό της όνομα είναι Μαρία. Στον πρόλογο αναφέρει ότι έχει δύο στόχους: να επαινέσει τους αξιόλογους ανθρώπους και να καταγράψει την προφορική παράδοση του τόπου της.

Ο τίτλος είναι το όνομα του ήρωα και αποτελεί τη γαλλική μορφή ονόματος που στα βρετονικά σημαίνει άξιος να ιππεύει άλογο, ήταν αυλικός τίτλος που χαρακτήριζε έναν ιππότη ικανό να πολεμήσει: ο ανδρείος, ο πολεμιστής. Ο ήρωας αναφέρεται και σε άλλα μεσαιωνικά κείμενα που σχετίζονται με τον θρύλο του Αρθούρου, συχνά σε σχέση με τη Μοργκάνα λε Φέι ή έναν παρόμοιο χαρακτήρα νεράιδας βασίλισσας. [2]

Ο Γκιζεμάρ, γιος ενός πιστού υποτελούς του βασιλιά της Βρετάνης, είναι ένας γενναίος και όμορφος ιππότης, που παρά τα πολλά του χαρίσματα, δεν είχε μπορέσει να νιώσει τον έρωτα. Πολλές όμορφες γυναίκες είχαν προσπαθήσει να τον σαγηνεύσουν, αλλά εκείνος πάντα τις απέκρουε. Φαινόταν να μην ενδιαφέρεται καθόλου για τον έρωτα. Μια μέρα, στο κυνήγι, πληγώνει θανάσιμα ένα ελάφι, αλλά το βέλος αναπήδησε από την μπροστινή του οπλή  και τραυμάτισε τον ιππότη στον μηρό. Πριν πεθάνει, το ελάφι τον καταριέται, λέγοντας ότι η πληγή του δεν θα γιατρευτεί μέχρι να βρει μια γυναίκα που όχι μόνο θα υποφέρει για εκείνον, αλλά για την οποία θα υποφέρει και ο ίδιος.[3]

Ο Γκιζεμάρ περιπλανιέται μέσα στο δάσος μέχρι που βρίσκει ένα ποτάμι και ένα πολυτελώς διακοσμημένο πλοίο χωρίς πλήρωμα. Επιβιβάζεται και ξαπλώνει από τον πόνο. Όταν σηκώνεται ξανά, συνειδητοποιεί ότι το σκάφος έχει φύγει από το λιμάνι και ο ιππότης δεν ξέρει πού τον οδηγεί.

Το σκάφος τον πηγαίνει σε μια χώρα όπου ο άρχοντας έχει φυλακίσει την κυρία του από ζήλια. Η κυρία επιτρέπεται να δει μόνο δύο άλλα άτομα: μια κοπέλα έμπιστή της και έναν ηλικιωμένο ιερέα. Το μόνο μέρος της φυλακής της που δεν είναι περιφραγμένο είναι ένας κήπος με θέα τη θάλασσα. Το μαγικό σκάφος που μεταφέρει τον ιππότη δένει κοντά στον κήπο. Η βασίλισσα και η συνοδός της, μόλις τον βρήκαν, στην αρχή πίστεψαν ότι ήταν νεκρός, στη συνέχεια φροντίζουν την πληγή του και τον περιποιούνται κρυφά. Ο Γκιζεμάρ και η κυρία ερωτεύονται σχεδόν αμέσως, σύμφωνα με την ειδική συμπτωματολογία για την αναπαράσταση του αυλικού έρωτα εκείνη την εποχή. Αλλά ο καθένας είναι αβέβαιος αν τα συναισθήματά του είναι αμοιβαία. Ο ιππότης εκμυστηρεύεται στη συνοδό, η οποία κανονίζει μια μυστική συνάντηση με την κυρία της και ολοκληρώνουν την αγάπη τους. Μετά από ενάμιση χρόνο, η ευτυχία τους τελειώνει όταν ο θαλαμηπόλος του βασιλιά τους ανακαλύπτει μαζί. Ο βασιλιάς αναγκάζει τον Γκιζεμάρ να επιστρέψει στη χώρα του. Λίγο πριν, οι δύο εραστές, σαν να είχαν προβλέψει τι επρόκειτο να συμβεί, αντάλλαξαν σημάδια της πίστης τους: η κυρία δένει έναν κόμπο στο πουκάμισό του που μόνο αυτή μπορεί να λύσει χωρίς να σκίσει ή να το κόψει, και εκείνος της δίνει μια ζώνη δεμένη με έναν κόμπο που μόνο αυτός μπορεί να λύσει.[4]

Ο Γκιζεμάρ γίνεται δεκτός στη χώρα του σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, αλλά η σκέψη του ήταν μόνο τον μακρινό έρωτά του. Εν τω μεταξύ, ο βασιλιάς φυλακίζει την κυρία του σε έναν μαρμάρινο πύργο. Μετά από δύο χρόνια αιχμαλωσίας, έχει πάθει κατάθλιψη από τη λαχτάρα της για τον εραστή της. Δραπετεύει από τον πύργο και σκέφτεται να πνιγεί στη θάλασσα. Στη συνέχεια εντοπίζει το ίδιο μυστηριώδες πλοίο που μετέφερε τον ιππότη πριν από καιρό και αποφασίζει να επιβιβαστεί. Το πλοίο τη φέρνει στη Βρετάνη, όπου τη βρίσκει ο ισχυρός ιππότης Μεριαντύκ. Την ερωτεύεται παράφορα και προσπαθεί να την πείσει να ανταποκριθεί στον έρωτά του, αλλά εκείνη αρνείται και δηλώνει ότι θα αγαπήσει μόνο εκείνον που θα λύσει τη ζώνη της χωρίς να τη σκίσει. Προσπαθεί να τη βιάσει, αλλά ο κόμπος στη ζώνη εμποδίζει την προσπάθειά του.[5]

Αργότερα, ο Μεριαντύκ οργανώνει ένα τουρνουά στο οποίο παρευρίσκεται ο Γκιζεμάρ. Ο Μεριαντύκ του παρουσιάζει τη βασίλισσα υποπτευόμενος ότι οι δύο συνδέονται. Δεν αναγνωρίζονται. Ο Μεριαντύκ τότε ζητά από την αδελφή του να προσπαθήσει να λύσει τον κόμπο στο πουκάμισο του ιππότη. Αλλά αυτή που το καταφέρνει είναι η βασίλισσα, ο Γκιζεμάρ την αναγνωρίζει και στη συνέχεια της ζητά να δείξει τη ζώνη της, κάτι που αποδεικνύει την ταυτότητά της. Παρά αυτή την ευτυχισμένη επανένωση, ο Μεριαντύκ δεν θέλει να δώσει τη βασίλισσα στον Γκιζεμάρ. Αυτός επιτίθεται στο κάστρο του Μεριαντύκ, τον σκοτώνει και με τη βασίλισσά του βρίσκονται ευτυχισμένοι στο τέλος της ιστορίας.[6]

Η τοιχογραφία που διακοσμεί την κρεβατοκάμαρα της βασίλισσας δείχνει την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα, να ρίχνει στη φωτιά το βιβλίο του Λατίνου ποιητή Οβίδιου Remedia Amoris (Τα αντίδοτα του έρωτα), στο οποίο ο συγγραφέας εξηγεί στους αναγνώστες πώς να θεραπευθούν από το ερωτικό πάθος όταν έχουν μια δυστυχισμένη σχέση ή μετά από χωρισμό.[7]