Γκιούλα Μόραβτσικ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 29 Ιανουαρίου 1892[1][2] Βουδαπέστη[3][4] |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1972[5][1][2] Βουδαπέστη[6][4] |
Τόπος ταφής | Farkasréti Cemetery[7][8] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ουγγαρία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Ουγγρικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα Ελληνικά Τουρκικά Ρωσικά Ουγγρικά[1][9] Γερμανικά[10] Γαλλικά[10] |
Σπουδές | Γυμνάσιο Φασόρι (έως 1910) Πανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ (έως 1914) Eötvös József Collegium () |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιστορικός διδάσκων πανεπιστημίου βυζαντινολόγος κλασικός φιλόλογος[11] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Julius Moravcsik |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Κόσουτ (1949) Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκιούλα Μόραβτσικ (Βουδαπέστη, 29 Ιανουαρίου 1892 - Βουδαπέστη, 10 Δεκεμβρίου 1972) ήταν Ούγγρος ελληνιστής, βυζαντινολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου.
Ο Γκιούλα Μόραβτσικ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη στις 29 Ιανουρίου 1892. Ήταν γιος του δικηγόρου Γκιούλα Μόραβτσικ[12] Από το όνομά του φαίναται πως είχε Σλάβους προγόνους.[13] Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, τις οποίες ολοκλήρωσε με άριστα[13], εισήχθη στο Eötrös Kollegium και στα 1910 με 1914 σπούδασε ελληνική και λατινική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης.[12] Το 1914 έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης με το βαθμό άριστα.[14] Συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμος και αιχμαλωτίσθηκε μεταφερόμενος στη Σιβηρία από το 1915 έως το 1920. Στη διάρκεια της εξορίας του συνέταξε μιρκό λεξικό της ελληνικής γλώσσας [15] Μετά την επιστροφή του από την εξορία (1923) δίδαξε σε σχολείο θηλέων και διορίσθηκε καθηγητής στο Eötrös Kollegium και το 1924 υφηγητής της βυζαντινής φιλολογίας, το 1932 έκτακτος και το 1936 τακτικός καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστημιο της Βουδαπέστης.[16] Έλαβε μέος σε βυζαντινολογικά συνέδρια στο Βερολίνο, στην Αθήνα, στη Σόφια, στη Ρώμη, στο Μόναχο.[17] Ο Μόραβτσικ ήταν τακτικό μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Βαβαρικής, Βουλγαρικής και Γερμανικής Ακαδημίας,επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Αθηνών, επίτιμο μέλος της Εταιρειας Βυζαντινών Σπουδών, της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας, μέλος του εν Βουδαπέστη Ουγγροελληνικού συλλόγου Ο Παρθενών[18]
Το 1948 του απονεμήθηκε το Μέγα Βραβείο της Ουυγρικής Ακαδημίας και το 1949 το Βραβείο Kossuth, το 1961 εξελέγη αντιπρόεδρος honoris Causa της Διενθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Η Ελλάδα του απένειμε τον χρυσό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.[17]
Το κυριώτερο έργο του ήταν το Byzantinoturcica I-II, Βερολίνο 1958-«έργο ζωής του Moravcsik»[19] και η κριτική έκδοση του συγγράμματος Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν του Κωνσταντίνου Πορφυρόγεννητου, 1949[20] Το έργο Byzantinoturcica αρχικά είχε εκδοθεί στη σειρά των Ουγγροελληνικών Μελετών το 1942 σε δύο τόμους (20ος και 21ος). Στον πρώτο τόμο αναφερεται στα διάφορα τουρκικά φύλα τα οποία είχαν έλθει σε επαφή με τη βυζαντινή αυτοκρατορία και πιο διεξοδική αναφορά σε εκείνους τους βυζαντινούς συγγραφείς των οποίων το έργο συνιστά πηγή για την ιστορία των τουρκικών λαών. Στον δεύτερο τόμο γίνεται αναφορά στα γλωσσικά στιχεία των τουρκικών φυλών στα οποία αναφέρονται οι βυζαντινοί συγγραφείς.[21]
Υπήρξε ιδρυτής της σειράς Ουγγροελληνικές μελέτες με 31 τόμους.[20] Όσον αφορά την έκδοση του έργου του Πορφυρογένητου, ο Μόραβτσικ κατανοεί και ερμηνεύει ορθά, κατά τον Κουκουλέ, τη δημώδη φρασεολογία του κειμένου, έχοντας παράλληλα τέλεια γνώση της χειρόγραφης παράδοσης του κειμένου.[22] Άλλα έργα του[23]: