Γκοφραίντ ουα Αιμάρ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 9ος αιώνας |
Θάνατος | 934 Δουβλίνο |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | βασιλιάς |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Blácaire mac Gofrith Ragnall mac Gofrith[1] Όλαφ Γκούθφριθσον |
Συγγενείς | Αιμάρ (παππούς) |
Οικογένεια | Ουί Αιμάρ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βασιλιάς της Νορθουμβρίας |
Ο Γκοφραίντ ουα Αιμάρ (Gofraid ua Imair, ... - 934) ήταν πολέμαρχος των Βίκινγκ που κυβέρνησε στο Δουβλίνο και για σύντομο χρονικό διάστημα στη Νορθουμβρία στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο Γκοφραίντ ένας από τους εγγονούς του Αιμάρ ήταν ο πιο διάσημος από τους Βίκινγκ που εκδιώχθηκαν από το Δουβλίνο (902) και κατόπιν βοήθησε τον ευγενή του Ραγκνάλ να κατακτήσει τη Νορθουμβρία, ο Σιθρίκ Κες ένας άλλος εγγονός του Αιμάρ έγινε βασιλιάς του Δουβλίνου την ίδια περίοδο. Ο Ραγκνάλ πέθανε το 920 και την επόμενη χρονιά ο Σιθρίκ εγκατέλειψε το Δουβλίνο για να γίνει βασιλιάς της Νορθουμβρίας, στον θρόνο του Δουβλίνου άφησε τον Φκοφράιντ. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Σιθρίκ πραγματοποιήθηκαν επιδρομές στην Ιρλανδία μεταξύ των οποίων ήταν αυτή του Αρμάγκ. Ο Σιθρίκ Κες πέθανε (927) και ο Γκοφραίντ έφυγε για τη Νορθουμβρία αφήνοντας το Δουβλίνο στους γιους του, αυτό ανησύχησε έντονα τους γιους του Σιθρίκ που συμμάχησαν με τον "γιο του Ελγκί" και κατέλαβε την πόλη, αυτό έφερε μια περίοδο συγκρούσεων ανάμεσα στους Βίκινγκ του Δουβλίνου και του Λίμερικ που δεν τελείωσε πριν το 937. Οι προσπάθειες του Γκοφραίντ να καταλάβει τη Νορθουμβρία ήταν ανεπιτυχείς και διώχθηκε από τον Έθελσταν της Αγγλίας σε έξι μήνες, επέστρεψε στο Δουβλίνο προκειμένου να ανακτήσει το βασίλειο από τους γιους του Σιθρίκ. Το 931 πραγματοποίησε μια νέα επιδρομή εναντίον των Βίκινγκ του Λίμερικ που απειλούσαν την εξουσία του, πέθανε (934) και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αμλάιμπ μακ Γκοφραίντ.
Οι Βίκινγκ του Δουβλίνου εξορίστηκαν από τη πόλη (902) από μια εξέγερση υπό την ηγεσία του Μαέλ Φιννία μακ Γλαννακάν βασιλιά της Μπρέγκα και του Κερμπάλλ μακ Μουιρετσέν βασιλιά του Λένστερ.[2] Οι Βίκινγκ που επέζησαν από την κατάληψη της πόλης διασπάστηκαν σε διαφορετικές ομάδες και έφυγαν για τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ουαλία.[3] Αρχαιολογικές έρευνες αργότερα στο Δουβλίνο απέδειξαν ότι μεγάλος αριθμός Βίκινγκ παρέμεινε στο Δουβλίνο, εκδιώχθηκε μονάχα η άρχουσα τάξη.[4] Οι επιδρομές των Βίκινγκ συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, το 914 ένας μεγάλος στόλος επιτέθηκε στο Γουότερφορντ.[5] Η άφιξη του στόλου σήμανε την επαναφορά της κυριαρχίας των Βίκινγκ σε μεγάλα τμήματα της Ιρλανδίας ενώ τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκαν νέες εγκαταστάσεις στο Λίμερικ.[6] Οι κύριες ιστορικές πηγές για την περίοδο είναι τα Νορβηγικά Σάγκας και τα Ιρλανδικά Χρονικά, μερικά από τα χρονικά όπως τα Χρονικά του Ούλστερ είναι σύγχρονα με τα γεγονότα αντίθετα μερικά Σάγκας είναι πολύ μεταγενέστερα και λιγότερο αξιόπιστα. Μερικά από τα χρονικά όπως τα Θραυσματικά Χρονικά της Ιρλανδίας και τα Χρονικά των τεσσάρων Μάστερς ολοκληρώθηκαν αργότερα από υλικό της εποχής τους ή από θραύσματα παλιότερων Σάγκας.[7] Ο Ντάουνχαμ αναφέρει ότι "πέρα από την προκατάληψη και τις μετέπειτα προσθήκες τα Ιρλανδικά χρονικά θεωρούνται αξιόπιστα στην παρουσίαση των γεγονότων".[8]
Ο Γκοφραίντ όπως πιστεύεται εγκατέλειψε το Δουβλίνο όταν εκδιώχθηκε μαζί με την υπόλοιπη ηγετική ομάδα των Βίκινγκ (902).[9] Η παλιότερη αναφορά για τον Σιθρίκ στα Ιρλανδικά Χρονικά υπάρχει το 917 όταν ο ίδιος και ο Ραγκνάλ άλλος ένας εγγονός του Άιμαρ περιγράφονται σαν αρχηγοί του στόλου των Βίκινγκ στην Ιρλανδία.[10] Ο Σιθρίκ οδήγησε τον στόλο του στο Λένστερ και ο Ραγκνάλ στο Γουότερφορντ, ο Νάιαλ Γκλαντάμπ βασιλιάς του Ουί Νέιγ τους είδε σαν απειλή και ετοιμάστηκε να τους αποκρούσει, οι Βίκινγκ διεκδίκησαν τη νίκη.[11] Ακολούθησε η μάχη του Κονφέι εναντίον του Αουγκαίρ μακ Αιλέλλα βασιλιά του Λένστερ σκοτώθηκε, η νίκη επί του Αιλέλλα ήταν το τέλος της αντίστασης των Ιρλανδών στις προσπάθειες των Βίκινγκ για την επιστροφή τους. Ο Σιθρίκ επέστρεψε θριαμβευτικά στο Δουβλίνο και ανέλαβε ξανά στον θρόνο ενώ ο Ραγκνάλ επέστρεψε στην Αγγλία και έγινε βασιλιάς της Νορθουμβρίας.[10]
Ο Γκοφραίντ αναφέρεται για πρώτη φορά στα Χρονικά του Ούλστερ όταν οδήγησε μια μεραρχία από στρατεύματα στη μάχη του Κάρμπριτζ (918) στη βόρεια Αγγλία.[12] Ακολούθησε μάχη ανάμεσα στον Ραγκνάλ και στον Κωνσταντίνο Β΄ της Σκωτίας η οποία επέτρεψε στον Ραγκνάλ να γίνει βασιλιάς στη Γιορκ, στα χρονικά το πλήρες όνομα του είναι "Ραγκνάλ ουά Αιμάρ" κάτι που δείχνει ότι ήταν αδελφός ή ξάδελφος του Σιθρίκ Κες.[13] Ο Ραγκνάλ πέθανε το 913 και ο Σιθρίκ Κες τον διαδέχθηκε σαν βασιλιάς στη Νορθουμβρία, ο Γκοφραίντ την ίδια χρονιά είχε υπό το έλεγχο του το Δουβλίνο.[14] Η πρώτη πράξη του Γκοφραίντ ως βασιλιά ήταν η επιδρομή του στο Άρμαγκ, σύμφωνα με τα Χρονικά του Ούλστερ και τα Χρονικά των Τεσσάρων Μάστερς οι Δουβλινέζοι λεηλάτησαν τη γύρω περιοχή όπου υπήρχαν διάσπαρτα μοναστήρια και οικείες με αρρώστους.[15] Μια ομάδα επιδρομέων κατευθύνθηκε βορειότερα νικώντας τον Αιγκνέρ μακ Μουρχάντα και τον Μουιρτσερτάχ μακ Νέιγ αργότερα βασιλιά του Άιλεχ και αναγκάστηκε να δραπετεύσει αφήνοντας πολλούς νεκρούς από πίσω.[16] Άλλη μια επιδρομή πραγματοποιήθηκε στα νότια της Ιρλανδίας παίρνοντας μαζί του πολλούς αιχμαλώτους (924), στη συνέχεια σύμφωνα με τα Χρονικά του Ούλστερ εξέπλευσε για το Λίμερικ όπου έχασε έναν μεγάλο αριθμό από τους οπαδούς του στη μάχη εναντίον του Τομράιρ μακ Αιλχί.[17] Σε δυο χρόνια ο γιος του Αλμπάν οδήγησε έναν στρατό στα βόρεια στρατοπεδεύοντας στις 4 Σεπτεμβρίου στο Λίνν Ντουτσαίγ, δέχτηκαν επίθεση στις 28 Δεκεμβρίου από τον στρατό του Μουιρτσερτάχ μακ Νέιγ βασιλιά του Ουί Νέιγ και γνώρισαν τη συντριβή. Ο Αλμπάν σκοτώθηκε μαζί με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του, όσοι διασώθηκαν πολιορκήθηκαν για μια βδομάδα από τον στρατό του Ουί Νέιγ και στη συνέχεια ελευθερώθηκαν από μια στρατιωτική δύναμη που έστειλε ο Γκοφραίντ.[18]
Ο συγγενής του Σιθρίκ Κες βασιλιάς της Νορθουμβρίας πέθανε (927) και ο Γκοφραίντ με έναν μεγάλο στρατό μετέβη στη Νορθουμβρία για να διεκδικήσει τον θρόνο, την περίοδο της απουσίας του άφησε τον θρόνο του Δουβλίνου στους γιους του. Οι γιοι του Σιθρίκ συμμάχησαν με έναν ευγενή με το όνομα "γιος του Ελγκί" και κατέλαβαν το Δουβλίνο αλλά η επιτυχία τους ήταν πολύ σύντομη αφού ο Γκοφραίντ επέστρεψε σε έξι μήνες και τους έδιωξε.[19] Οι προσπάθειες του Γκοφραίντ να διεκδικήσει τον θρόνο της Νορθουμβρίας ήταν ανεπιτυχείς, ο Έθελσταν της Αγγλίας τον έδιωξε και έφερε την ειρήνη στην περιοχή γι'αυτό το Αγγλοσαξωνικό χρονικό δεν κάνει καμιά αναφορά για τον Γκοφραίντ. Ο Γουλιέλμος του Μαμέσμπουρι περιγράφει μια διαφορετική ιστορία, σε έναν στίχο του ο Γκοφράιντ πάει στη Σκωτία για να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο Β΄ της Σκωτίας και τον Όουεν Α΄ του Στραθκλάιντ, ο ίδιος και ένας Βίκινγκ σύμμαχος του ξεκίνησαν την πολιορκία της Γιορκ. Η πόλη χάθηκε από τους Αγγλο-Σάξονες στον ίδιο τον Γκοφραίντ επετράπη να επιστρέψει στην Ιρλανδία αλλά με όρκο, η ιστορία του Γουλιέλμου δεν είναι επιβεβαιωμένη.[20]
Οι επόμενες αναφορές για τον Γκοφραίντ μετά την επιστροφή του στο Δουβλίνο βασίστηκαν στις επιδρομές που ηγήθηκε, κυρίευσε το Κιλντάρ και το Νταμνόρ Καβ σκοτώνοντας 1000 ανθρώπους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.[13] Οι γνώμες διίστανται αλλά πολλοί πιστεύουν ότι το Νταμνόρ Καβ ήταν τόπος ταφής για τους γηγενείς Ιρλανδούς. Το 931 ο Γκοφραίντ έφυγε από το Δουβλίνο για το Κιλκένι στο οποίο είχαν στρατοπεδεύσει οι αντίπαλοι Βίκινγκ του Λίμερικ αφού πρώτα είχαν πραγματοποιήσει μια επίθεση στο Κόνοτ την προηγούμενη χρονιά. Τα χρονικά αναφέρουν ότι ο στόχος του Γκοφραίντ ήταν να διώξει έναν εγγονό ή δισέγγονο του Αιμάρ πιθανότατα γιο του Σιθρίκ ο οποίος είχε κυριεύσει το Δουβλίνο το 927 και είχε συμμαχήσει με τους Βίκινγκ του Λίμερικ. Ο Ντάουνχαμ αναφέρει ότι η εγκατάσταση των Βίκινγκ του Λίμερικ στο συγκεκριμένο στρατόπεδο έγινε σε μια προσπάθεια τους να περιορίσουν την εξάπλωση της εξουσίας του Γκοφραίντ και της οικογένειας του στην Ιρλανδία.[19] Τα χρονικά σημειώνουν ότι η διαμάχη ανάμεσα στους Βίκινγκ του Δουβλίνου και του Λίμερικ συνεχίστηκε μέχρι το 937, εκείνη τη χρονιά ο Αμλάιμπ γιος του Γκοφραίντ αιχμαλώτισε τον βασιλιά του Λίμερικ και κατέστρεψε τα πλοία του. Ο Γκοφραίντ δεν είχε ζήσει μέχρι τότε αφού πέθανε το 934 και ο Αμλάιμπ τον διαδέχθηκε στον θρόνο του Δουβλίνου.[19] Τα Χρονικά του Ούλστερ τον περιγράφουν σαν "εξαιρετικά βίαιο βασιλιά" και αναφέρουν ότι πέθανε από ασθένεια.[21]
Στα Χρονικά ο Γκοφραίντ έμεινε γνωστός σαν "ουα Αιμάρ" δηλαδή σαν εγγονός του Αιμάρ χωρίς να αναφέρεται ποτέ το πατρώνυμο του με αυτόν τον τρόπο δεν γνωρίζουμε ποιος από τους τρεις επιζώντες γιους του Αιμάρ δηλαδή ο Μπαρίντ, ο Σιχφρίντ και ο Σιτριούκ ήταν ο πατέρας του. Η πρώτη εξήγηση είναι ότι ο πατέρας του Γκοφράιντ δεν είχε βασιλεύσει ποτέ στην Ιρλανδία ή είχε περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του μακριά από το νησί, η δεύτερη εξήγηση είναι ότι ήταν γιος μιας κόρης του Αιμάρ, σε οποιαδήποτε περίπτωση τα κληρονομικά του δικαιώματα εξαρτήθηκαν μονάχα από τον παππού του.[14] Τα ξαδέλφια του Σιθρίκ Κες, Ραγκνάλ ουα Αιμάρ, Αμλαίμπ ήταν όλοι εγγονοί του Αιμάρ και αναγνωρίστηκαν με το επώνυμο "ουα Αιμάρ", όλοι εκτός από τον Αμλαίμπ βασίλευσαν στο Δουβλίνο ή στη Νορθουμβρία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.[22] Τέσσερις προσωπικότητες έχουν αναγνωριστεί επίσημα σαν γιοι του Γκοφράιντ, ο Αμλάιμπ ήταν ο πρώτος που διαδέχθηκε τον πατέρα του σαν βασιλιάς του Δουβλίνου και διεκδίκησε τον θρόνο της Νορθουμβρίας. Ο Αλμπάν σκοτώθηκε στη μάχη του Μουίρτσεταχ μακ Νέιγ (926), ο Μπλακέρ μακ Γκοφραίντ έγινε βασιλιάς του Δουβλίνου την περίοδο 940 - 945 και ο Ραγκνάλ μακ Γκοφραίντ που ήταν συμβασιλέας στη Νορθουμβρία μαζί με τον ξάδελφο του Αμλάιμπ Κουαράν μέχρι την εποχή που εκδιώχθηκε από τον Εδμόνδο Α΄ της Αγγλίας.[23] Οι μετέπειτα απόγονοι του ήταν ο Καμμάν μακ Αμλάιμπ γιος του γιου του Αμλάιμπ που ηττήθηκε σε μάχη (960) καταγράφεται σαν "Σιτριούκ Καμ" (962) και πέθανε το 963.[24]