Ο Γκρέγκορ Στράσερ (γερμανικά: Gregor Strasser ή Straßer, 31 Μαΐου 1892 – 30 Ιουνίου 1934) ήταν Γερμανός πολιτικός, ηγετικό στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, επικεφαλής της "σοσιαλιστικής", "βόρειας πτέρυγάς" του και εσωκομματικός αντίπαλος του Αδόλφου Χίτλερ,[7] ο οποίος δολοφονήθηκε στο Βερολίνο κατά τις μεγάλες εκκαθαρίσεις που έγιναν γνωστές ως Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, το καλοκαίρι του 1934. Ο Στράσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο εσωτερικό του ναζιστικού κόμματος, αλλά και έξω από αυτό, ακόμα και από πολιτικούς αντιπάλους του.[8]
Ο Γκρέγκορ Στράσερ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γκάιζενφελντ (Geisenfeld) της Άνω Βαυαρίας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας: τον Πάουλ, που μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε Βενεδικτίνος μοναχός (λαμβάνοντας το όνομα Bernhard), τον Ότο, ο οποίος ασχολήθηκε με την πολιτική και έως το 1930 ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος,[9] την Όλγα και τον Άντον (που χάθηκε στη Στάλινγκραντ).[10] Ο πατέρας του ήταν ένας Καθολικός δικαστικός υπάλληλος με ερευνητικό ενδιαφέρον για τα δημόσια οικονομικά και την ιστορία. Αρθρογραφούσε τακτικά και εξέδοσε, μάλιστα, ένα βιβλίο με τίτλο Ο νέος δρόμος. Οι σκέψεις που ανέπτυσε ήταν ένα μίγμα σοσιαλισμού, εθνικισμού και χριστιανισμού: ένα πλέγμα ιδεών που άσκησε επίδραση στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του Γκρέγκορ και του Ότο.[11]
Παρακολούθησε μαθήματα στα γυμνάσια του Τράουνσταϊν (Traunstein) και του Μπουργκχάουζεν (Burghausen) και, όταν τελείωσε (1910), πήγε στη μικρή πόλη Φροντενχάουζεν (Frontenhausen) της Κάτω Βαυαρίας για να μαθητεύσει ως φαρμακοποιός, με στόχο να γραφτεί αργότερα στο πανεπιστήμιο. Το 1914 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.[12] Διέκοψε όμως το ίδιο έτος, προκειμένου να καταταγεί εθελοντικά, μαζί με τον αδελφό του, στο Γερμανικό Στρατό για να πολεμήσουν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[13] Για την ανδρεία του στα πεδία των μαχών παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Α΄ Τάξεως και Β' Τάξεως, καθώς και με τον Βαυαρικό Στρατιωτικό Σταυρό Δ' Τάξεως με Ξίφη. Έφθασε, επίσης, έως το βαθμό του έφεδρου υπολοχαγού, ξεκινώντας από απλός δεκανέας.[14]
Το 1918 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Friedrich-Alexander της Νυρεμβέργης, όπου και εντάχθηκε (1919) στο ακροδεξιό Freikorps του Φραντς φον Επ (Franz Ritter von Epp)[15] μαζί με τον αδελφό του Ότο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1920 και άρχισε να εργάζεται ως φαρμακοποιός στην πόλη Λάντσχουτ. Εκεί οργάνωσε και έγινε αρχηγός του Sturmbataillon Niederbayern (Σύνταγμα εφόδου της Κάτω Βαυαρίας), προσλαμβάνοντας ως υπασπιστή του (για να τον αντικαθιστά κατά τη διάρκεια της ημέρας, που βρισκόταν στο φαρμακείο) το νεαρό, τότε, Χάινριχ Χίμλερ.[16]
Το 1920 ο Στράσερ συμμετείχε στον εθνικιστικό, πατριωτικό Verband national-gesinnter Soldaten (Σύνδεσμος των Εθνικοφρόνων Στρατιωτών), που είχε συσταθεί από το λοχαγό Χέρμαν Έρχαρντ και τον ταγματάρχη Φραντς φον Στεφάνι. Απογοητυευμένος όμως από τη δράση του Συνδέσμου, όσο και από τις υπόλοιπες εθνικιστικές οργανώσεις, στράφηκε προς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, στο οποίο εντάχθηκε το Φεβρουάριο του 1921.[17] Οι ηγετικές ικανότητές του έγιναν σύντομα αντιληπτές από τους ιθύνοντες του Κόμματος, με συνέπεια να του ανατεθεί η τοπική διοίκηση των SA στην Κάτω Βαυαρία. Στις 23 Νοεμβρίου 1923 ήταν από τους ενεργά συμμετέχοντες στο αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας, με συνέπεια να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 1,5 έτους.[18]
Εγκλείστηκε στη φυλακή του Λάντσμπεργκ αλλά απελευθερώθηκε μερικές εβδομάδες αργότερα, καθώς εκλέχτηκε μέλος της τοπικής Βουλής της Βαυαρίας (Bayerische Landtag) με το "Völkischer Block", παρακλάδι του NSDAP στις 4 Μαϊου 1924, ενώ στις 7 Δεκεμβρίου 1924 κατάφερε να εκλεγεί μέλος του Ράιχσταγκ με το Deutschvölkische Freiheitspartei (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας) το οποίο λειτουργούσε ως υποκατάστατο του απαγορευμένου, από το 1923, Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Στράσερ παρέμεινε βουλευτής μέχρι το 1932.
Μετά την επίσημη επανίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από τον Χίτλερ το 1925 ο Στράσερ ανέλαβε τη θέση του γκαουλάιτερ της Κάτω Βαυαρίας-Άνω Παλατινάτου και, όταν το γκάου χωρίστηκε, παρέμεινε γκαουλάιτερ της Κάτω Βαυαρίας από τον Οκτώβριο του 1928 έως το 1929.[18] Ήδη όμως είχε αναλάβει, από το 1926, επικεφαλής προπαγάνδας (Reichspropagandaleiter) του Ράιχ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1928, οπότε και ανέλαβε οργανωτικός επικεφαλής του Ράιχ (Reichsorganisationsleiter).
Ο Στράσερ αναδιοργάνωσε τη δομή του Κόμματος τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ιεραρχίας. Οι εξαιρετικές οργανωτικές του ικανότητες βοήθησαν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα να ξεφύγει από το τοπικό επίπεδο και να επεκταθεί σε πανεθνικής εμβέλειας οργάνωση, ελκύοντας τις λαϊκές τάξεις και την τάση τους προς το σοσιαλισμό. Μέχρι το 1930, η συμβολή του Στράσερ στη διαμόρφωση και επιτυχή εξέλιξη του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία υστερούσε μόνο έναντι εκείνης του ίδιου του Χίτλερ.[19] Έτσι, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε από περίπου 27.000 το 1925 σε περισσότερα από 800.000 το 1931. Η εδραίωση του Κόμματος στο βόρειο τμήμα της χώρας - και ισχυρότερου, ως οργάνωσης, από το αντίστοιχο νότιο- υπήρξε δικό του έργο. Η εγκαθίδρυση του τμήματος των SA στο Βερολίνο υπό την ηγεσία του Κουρτ Νταλουέγκε (Kurt Daluege) ήταν, επίσης, δικό του επίτευγμα. Δική του ήταν, επίσης, η πρωτοβουλία δημιουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικού (Auslands-Organisation) του Κόμματος, με επικεφαλής το δρα Χανς Νίλαντ (Hans Nieland) (Μάιος 1931).
Το 1926 σε συνεργασία με τον αδελφό του Ότο ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία Kampf-Verlag, η οποία εξέδιδε το εβδομαδιαίο περιοδικό Der Nationale Sozialist (Ο Εθνικοσοσιαλιστής) από το 1926 μέχρι το 1930. Οι αδελφοί Στράσερ ήταν οι κυρίαρχες μορφές του Κόμματος στο Βερολίνο[15] και ανέπτυξαν ανεξάρτητο ιδεολογικό προφίλ από τη νότια πτέρυγα του Κόμματος, την οποία έλεγχε ο Χίτλερ. Σε συνεργασία με τον Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος όμως γρήγορα άλλαξε πλεύση και έγινε άκριτος υποστηρικτής και υμνητής του Χίτλερ και προπαγανδιστής της προσωπολατρίας του,[20] ανέπτυξαν μια αντικαπιταλιστική, "αριστερή", "σοσιαλιστική" εκδοχή της εθνικοσοσιασιστικής ιδεολογίας, εμφορούμενη από έντονο αντιμαρξισμό, όπως και αντισημιτισμό, ο οποίος όμως δεν κατείχε -όπως για το Χίτλερ- κεντρική θέση στην πολιτική προπαγάνδα.
Το Φεβρουάριο του 1926, οι ιδέες του Γκρέγκορ Στράσερ για το δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής, την ανάγκη να κερδίσει το Κόμμα την εργατική τάξη και οι απόψεις του υπέρ του συντεχνιακού κράτους υπέστησαν ήττα στο κομματικό συνέδριου του Μπάμπεργκ. Το συνέδριο, απέρριψε επίσης κάθε σκέψη για συνεργασία με τη Σοβιετική Ρωσία, ενώ προώθηκε και η ταύτιση της εθνικοσοσιαλιστικής "Ιδέας" με τον "Ηγέτη" (Φύρερ) του Κόμματος. Ο Στράσερ, αν και αμφισβήτησε τη λατρεία στο πρόσωπο του Χίτλερ, επέδειξε κομματική νομιμοφροσύνη, εφόσον εκείνος ήταν ο αρχηγός.[21] Έπειτα από τη φιλοχιτλερική στροφή του Γκέμπελς, ο οποίος ανταμείφθηκε με τη θέση στο μηχανισμό προπαγάνδας που κατείχε ο Στράσερ, οι συγκρούσεις του Στράσερ με τον πρώην εσωκομματικό συνοδοιπόρο του έγιναν έντονες και οξείες και αποτυπώνονταν συχνά σε εκατέρωθεν επιθέσεις στα έντυπα που εξέδιδαν, το Der Agriff (Η Επίθεση) ο πρώτος και την Berliner Arbeiter-Zeitung (Εργατική Εφημερίδα του Βερολίνου) ο δεύτερος.[22]
Ο Στράσερ μετά τη ιδεολογική ήττα του, επικέντρωσε τη δραστηριότητά του στο οργανωτικό επίπεδο του Κόμματος. Οι "σοσιαλιστικές" απόψεις του (που έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξαν αποτέλεσμα βαθιάς κοινωνικής ανάλυσης, μολονότι ειλικρινείς) και ο πρότερος ριζοσπαστισμός του υποχώρησαν. Πλησιάζοντας προς το 1930, το ιδεολογικό προφίλ του υπέστη μεταβολή, απομακρύνθηκε από τον "εργατισμό" και πλησίασε τις μικροαστικές τάξεις, η υποστήριξη των οποίων στο ναζιστικό κόμμα κρινόταν σημαντική. Η πορεία του και η νομιμόφρονη στάση έναντι του Χίτλερ τον αποξένωσε τελικά πλήρως από τον αδελφό του, Ότο, του οποίου πλέον τις ιδέες και τη στάση δεν ενέκρινε και ο οποίος τον Ιούλιο του 1930 αποχώρησε από το Κόμμα για να ιδρύσει το Μαύρο Μέτωπο (Schwarze Front).[23]
Το Δεκέμβριο του 1932 ο Καγκελάριος Κουρτ φον Σλάιχερ προσέφερε στον Στράσερ το αξίωμα του Αντικαγκελάριου και την Πρωθυπουργία της Πρωσίας. Συνήθως, η ερμηνεία αυτής της κίνηση είναι πως ήλπιζε έτσι να διχάσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, συσπειρώνοντας την "αριστερή" πτέρυγά του γύρω από τον Στράσερ, μοιράζονταςτο Κόμμα σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Με ετούτο τον τρόπο θεωρούσε ότι απέτρεπε τη δυνατότητα του Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία. Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό είναι πιο περίπλοκο, διότι από το 1930 και έπειτα, ο Στράσερ από ιδεολογική και πολιτική άποψη μετεξελισσόταν από ηγετική φυσιογνωμία του ναζιστικού κόμματος, ή επικεφαλής μιας ομάδας εντός αυτού, σε πολιτικό άνδρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με ευρύτερες αναφορές και χωρίς στενές κομματικές δεσμεύσεις.[24]
Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα του Σλάιχερ να απομονώσει πολιτικά τον Χίτλερ απέτυχε. Στις 7 Δεκεμβρίου 1932 ο τελευταίος, εξοργισμένος, στη συνάντηση που είχε με τον Στράσερ, τον κατηγόρησε για προδοσία και συνωμοσία.[25] Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Στράσερ εξωθήθηκε σε παραίτηση από τα αξιώματα που κατείχε στο ναζιστικό κόμμα.[19] Διατήρησε τη θέση του στο κοινοβούλιο μέχρι το Μάρτιο του 1933, οπότε και παραιτήθηκε. Στη συνέχεια, αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να βρει απασχόληση σε μια χημική-φαρμακευτική εταιρεία, θυγατρική της IG Farben. Έκτοτε, αν και δεν παραιτήθηκε από κομματικό μέλος, αφιερώθηκε αποκλεισιτκά στην επαγγελματική καρίερα του, πετυχαίνοντας να εκλεγεί την ίδια χρονιά αρχικά μέλος (Ιούλιος 1933) και λίγο αργότερα Πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης της Γερμανικής Φαρμακευτικής Βιομηχανίας.[26]
Η απομάκρυνση του Στράσερ από την ενεργό πολιτική δε σήμαινε ότι οι αντίπαλοί του μέσα στο Κόμμα, που κατείχε πλέον την εξουσία, τον είχαν ξεχάσει. Λέγεται ότι ο Γκαίρινγκ τον ήθελε νεκρό από τον Αύγουστο του 1933, ενώ μαζί με αυτόν και οι Γκέμπελς και Χίμλερ φοβούνταν ότι οι πολιτικές εξελίξεις μπορούσαν ακόμα εκείνη την εποχή να είναι τέτοιες που να ευνοήσουν την επάνοδό του στην ενεργό πολιτική, εις βάρος των δικών τους αξιωμάτων. Ο Στράσερ συνελήφθη κατά τη μεγάλη επιχείρηση εσωτερικής εκκαθάρισης του ναζιστικού κόμματος που έγινε γνωστή ως "Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών". Την πρωτοβουλία της ένταξης του ονόματός του στις προγραφές είχαν κυρίως οι Γκαίρινγκ και Χίμλερ, ώστε να βγει από τη μέση ένας δυνητικά επικίνδυνος για αυτούς αντίπαλος. Λίγες βδομάδες πριν, στις 13 Ιουνίου 1934, ο Χίτλερ είχε συναντήσει το Στράσερ για να του προσφέρει τη θέση του Υπουργού Οικονομικών, που κατείχε ο Κουρτ Σμιτ. Ο Στράσερ φέρεται να είχε αποδεχτεί, υπό τον όρο να απομακρύνονταν από τα αξιώματά τους οι Γκαίρινγκ και Γκέμπελς, πράγμα όμως που ο Χίτλερ απέρριψε.[27]
Ο Στράσερ εκτελέστηκε στις 30 Ιουνίου 1934. Τον πυροβόλησαν πισώπλατα, ενώ βρισκόταν στο κελί του. Φαίνεται πως δεν πέθανε αμέσως και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Χάιντριχ, που συντόνιζε τις εκτελέσεις στα κελιά στης Prinz-Albrecht-Straße 8 (αρχηγείο της Γκεστάπο, στο Βερολίνο), ακούστηκε αργότερα να ρωτά αν ο Στράσερ ήταν ακόμα ζωντανός και στη συνέχεια να διατάζει τους φρουρούς να "αφήσουν το γουρούνι να πεθάνει στο αίμα του".[28] Από το μένος των εκτελεστών δε γλίτωσε ούτε ο δικηγόρος του Στράσερ, Βάλτερ Σκοτ.[29]