Η γλιπιζίδη (διαθέσιμη υπό την εμπορική ονομασία Glucotrol μεταξύ άλλων) είναι αντιδιαβητικό φάρμακο. Ανήκει στην κατηγορία των σουλφονυλουρίων και χρησιμοποιείται για την θεραπεία του διαβήτη τύπου 2.[1][2] Συνιστάται η χρήση της μαζί με την ακολούθηση διαβητικής δίαιτας και άσκησης. Δεν ενδείκνυται για χρήση χωρίς συνταγογράφηση σε άτομα με διαβήτη τύπου 1. Λαμβάνεται από το στόμα. Οι επιδράσεις του φαρμάκου αρχίζουν να εμφανίζονται εντός ώρας από την λήψη της και διαρκούν έως μια μέρα.
Οι συχνές ανεπιθύμητες παρενέργειες της γλιπιζίδης περιλαμβάνουν τη ναυτία, τη διάρροια, την υπογλυκαιμία και τη κεφαλαλγία.[1] Άλλες ανεπιθύμητες παρενέργειες του φαρμάκου είναι η υπνηλία, το εξάνθημα του δέρματος, και η αστάθεια. Σε άτομα που πάσχουν από ηπατική ή νεφρική νόσο ίσως πρέπει να προσαρμοστεί η δοσολογία του φαρμάκου. Η χρήση σε γυναίκες που είναι έγκυες ή θηλάσσουν δεν συνιστάται.[3] Η γλιπιζίδη διεγείρει το πάγκρεας να απελευθερώσει ινσουλίνη και αυξάνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη.
Η γλιπιζίδη εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1984. Είναι διαθέσιμο ως γενόσημο φάρμακο.[1] Το 2017, ήταν το 45ο πιο συνταγογραφημένο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες με πάνω από 16 εκατομμύρια συνταγογραφήσεις.[4][5]
Η γλιπιζίδη ευαισθητοποιεί τα β-κύτταρα της αντίδρασης των παγκρεατικών νησιδίων του Λάνγκερχανς στην ινσουλίνη. Αυτό σημαίνει ότι θα απελευθερωθεί περισσότερη ινσουλίνη σε απάντηση στη γλυκόζη, απ'ότι θα γινόταν χωρίς την χρήση γλιπιζίδης.[2] Η γλιπιζίδη δρα φράζοντας εν μέρει τα κανάλια καλίου μεταξύ των β-κυττάρων των παγκρεατικών νησιδίων του Λάνγκερχανς. Με το φράξιμο των καναλιών καλίου, το κύτταρο εκπολώνεται, ενέργεια η οποία οδηγεί στο άνοιγμα των καναλιών ασβεστίου. Αυτή η διαδικασία οδηγεί στην εισροή ατόμων ασβεστίου, κάτι που δυναμώνει την απελευθέρωση ινσουλίνης από β-κύτταρα.[6]
Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της γλιπιζίδης καταχωρήθηκε το 1969 και η ιατρική της χρήση εγκρίθηκε το 1971.[7] Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ιατρική χρήση της γλιπιζίδης εγκρίθηκε το 1984.[1]