Η γλωσσοχρονολογία αποτελεί κλάδο της λεξικοστατιστικής στον τομέα τής γλωσσολογίας και εξετάζει τρόπους με τους οποίους μπορεί να προσδιοριστεί η χρονολόγηση των σχέσεων μεταξύ γλωσσών, ιδίως το χρονικό βάθος τής σχέσης γλωσσών που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, με βάση τη στατιστική μελέτη τού λεξιλογίου και το ποσοστό των κοινών λέξεων[1].
Η γλωσσοχρονολογία έχει συνδεθεί στενά με τον εισηγητή της, τον Αμερικανό γλωσσολόγο Μορίς Σουάντες (Morris Swadesh, 1909-1967), ο οποίος ερεύνησε τη δυνατότητα προσδιορισμού ενός μέτρου ή μαθηματικού τύπου για τη χρονολόγηση των γλωσσών, στηριζόμενος σε ορισμένες παραδοχές ως προς τη διατήρηση ή την απώλεια στοιχείων τού λεξιλογίου. Οι εισηγήσεις τού Σουάντες ξεκίνησαν από έρευνές του κατά τη δεκαετία τού 1950, με τις οποίες προσπάθησε να αναπτύξει ένα αξιόπιστο αλλά και φιλόδοξο μοντέλο χρονολόγησης, αρχίζοντας από συγγενείς γλώσσες με γνωστή ιστορία (π.χ. τευτονικές, ρομανικές) και επεκτείνοντάς το σε λιγότερο μελετημένες γλωσσικές οικογένειες (π.χ. αμερινδικές). Από τις έρευνές του προέκυψαν δύο βασικά μελετήματα, τα οποία προκάλεσαν αμέτρητες συζητήσεις και αντιλογίες στον χώρο τής ιστορικής γλωσσολογίας, τα άρθρα Lexicostatistic dating of prehistoric ethnic contacts («Λεξικοστατιστική χρονολόγηση προϊστορικών εθνικών επαφών», 1952) και Towards greater accuracy in lexicostatistic dating («Προς μεγαλύτερη ακρίβεια στη λεξικοστατιστική χρονολόγηση», 1955)[2].
Η μεθοδολογία τής γλωσσοχρονολογίας, σύμφωνα με τις αρχικές μελέτες τού Σουάντες, βασίστηκε σε τρεις λειτουργικές προϋποθέσεις, οι οποίες αποτέλεσαν ευθύς αμέσως αντικείμενο αντιλογίας και σοβαρών αντιρρήσεων:
Ο Σουάντες και οι υποστηρικτές τής θεωρίας του υπέθεσαν ότι ορισμένα στοιχεία τού λεξιλογίου κάθε γλώσσας διατηρούνται περισσότερο, επειδή ανήκουν στο αποκαλούμενο βασικό λεξιλόγιο, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τόπο ή πολιτισμό και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθολικό. Στο εν λόγω λεξιλόγιο ανήκουν λέξεις που τείνουν να υπόκεινται σε λιγότερες αλλαγές και αποδεικνύονται σταθερότερες με το πέρασμα του χρόνου, όπως αριθμητικά, αντωνυμίες, βασικές πρωτοτυπικές έννοιες, μέρη τού σώματος κτλ. Για να προσδιορίσει το λεξιλόγιο αυτό, ο Σουάντες (1955) συνέταξε διάφορους καταλόγους λέξεων και κατέληξε, μειώνοντας διαρκώς το περιεχόμενό του, στον γνωστό κατάλογο των 100 λέξεων-εννοιών, τον οποίο πρότεινε προς λεξικοστατιστική αξιοποίηση. Ο κατάλογος αυτός έχει ως εξής[3]:
Κατάλογος βασικού λεξιλογίου | |||
---|---|---|---|
εγώ | ρίζα | στήθος | βροχή |
εσύ | γαβγίζω | καρδιά | πέτρα |
εμείς | δέρμα | συκώτι | άμμος |
αυτό | σάρκα | πίνω | έδαφος |
εκείνο | αίμα | τρώω | σύννεφο |
τι | κόκκαλο | δαγκώνω | καπνός |
ποιος | αβγό | βλέπω | φωτιά |
δεν | λίπος | ακούω | στάχτη |
όλοι | κέρατο | ξέρω | καίω |
πολλοί | ουρά | κοιμούμαι | μονοπάτι |
ένας | φτερό | πεθαίνω | βουνό |
δύο | μαλλιά | σκοτώνω | κόκκινο |
μεγάλος | κεφάλι | κολυμπώ | κίτρινο |
μακρύς | αφτί | πετώ | πράσινο |
μικρός | μάτι | περπατώ | λευκό |
άνδρας | μύτη | έρχομαι | μαύρο |
γυναίκα | στόμα | ξαπλώνω | νύχτα |
άνθρωπος | δόντι | κάθομαι | ζεστός |
ψάρι | γλώσσα | στέκομαι | κρύος |
πουλί | νύχι | δίνω | γεμάτος |
σκύλος | πόδι | λέω | καλός |
ψείρα | γόνατο | ήλιος | νέος |
δέντρο | χέρι | σελήνη | στρογγυλός |
σπόρος | κοιλιά | άστρο | στεγνός |
φύλλο | λαιμός | νερό |
Η ιδέα στην οποία βασίστηκε το προτεινόμενο σύστημα ήταν η σύγκριση των στοιχείων-εννοιών τού βασικού λεξιλογίου σε διαφορετικές γλώσσες, κυρίως σε αυτές για τις οποίες εικαζόταν γενετική συγγένεια. Αν διαπιστωνόταν φωνητική εγγύτητα, οι πιθανώς ομόρριζες λέξεις σημειώνονταν και αποτελούσαν το ποσοστό κοινού λεξιλογίου που πιστευόταν ότι υπήρχε μεταξύ των συγκρινόμενων γλωσσών.
Η γλωσσοχρονολόγηση στηρίζεται επίσης στη θεωρητική προϋπόθεση ότι τα ποσοστά διατήρησης και απώλειας των στοιχείων τού βασικού λεξιλογίου παραμένουν σχετικώς σταθερά και, επομένως, είναι δυνατόν να προκύψουν χρήσιμα στατιστικά συμπεράσματα από τη μελέτη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία, οι γλώσσες τείνουν να διατηρούν ποσοστό 81-86% του βασικού λεξιλογίου και αντιστοίχως να χάνουν το 14-19%. Κατ’ άλλες μελέτες, το ποσοστό διατήρησης μπορεί να υποχωρήσει ώς το 76%, ενώ το ποσοστό απώλειας να αυξηθεί μέχρι 24%[4]. Η βασική ιδέα τής μεθόδου είναι ότι, αν μπορούσε να προσδιοριστεί επακριβώς ο ρυθμός διατήρησης και απώλειας του βασικού λεξιλογίου, θα ήταν δυνατόν να υπολογιστεί τόσο ο βαθμός συγγένειας όσο και το χρονικό βάθος διαχωρισμού δύο συγγενών γλωσσών.
Προσπαθώντας να τυποποιήσει μαθηματικά τις μελέτες τού Σουάντες, ώστε να προκύψουν χρήσιμα στοιχεία για τον υπολογισμό τού χρόνου διαχωρισμού δύο συγγενών γλωσσών, ο Αμερικανός γλωσσολόγος Ρόμπερτ Λις (Robert Lees, 1922-1996) διατύπωσε τον εξής λογαριθμικό τύπο[5]:
όπου: t «το χρονικό βάθος στο οποίο υπολογίζεται ο διαχωρισμός δύο συγγενών γλωσσών, εκφραζόμενο σε χιλιάδες χρόνια», c «το ποσοστό στοιχείων τού κοινού βασικού λεξιλογίου, δηλ. το ποσοστό ομορρίζων από τον κατάλογο των βασικών λέξεων», και r «το ποσοστό ομορρίζων που εικάζεται ότι μοιράζονται οι δύο γλώσσες μετά από χίλια χρόνια, λογιζόμενο ως γλωσσοχρονολογική σταθερά (86%)». Επί παραδείγματι, αν θεωρηθεί ότι δύο γλώσσες έχουν ποσοστό κοινού βασικού λεξιλογίου 60%, τότε ο υπολογισμός τού λογαριθμικού τύπου δείχνει ότι t = 1700, δηλ. οι γλώσσες διαχωρίστηκαν πριν από 1700 χρόνια.
Οι εισηγητές τής γλωσσοχρονολογίας είχαν μελετήσει τουλάχιστον δεκατρείς περιπτώσεις συγγενών γλωσσών, με σκοπό να επαληθεύσουν τη θεωρία και να ελέγξουν τον μαθηματικό τύπο. Οι περιπτώσεις ελέγχου περιελάμβαναν γερμανικές γλώσσες, ρομανικές γλώσσες, ακόμη και τη σχέση τής Κοπτικής με την Αρχαία Αιγυπτιακή. Μελετήθηκε επίσης η εφαρμογή τής θεωρίας στη σχέση μεταξύ διαφορετικών σταδίων τής ίδιας γλώσσας ή στη σχέση τής μητέρας-γλώσσας με τις θυγατρικές της (π.χ. ρομανικές γλώσσες με Λατινική, αρχαία Γερμανική με Αγγλική και Γερμανική κτλ.). Εντούτοις, όλες οι εφαρμογές παρήγαγαν αμφίβολα αποτελέσματα που συχνά επιδέχονταν ποικίλες ερμηνείες, όπως εξηγείται λεπτομερέστερα παρακάτω[6].
Η κλασική θεωρία τής γλωσσοχρονολογίας έχει επικριθεί αυστηρά από τους ιστορικούς γλωσσολόγους, όχι μόνο λόγω των ανακριβειών που προκύπτουν από την εφαρμογή τού μαθηματικού τύπου, αλλά κατ' εξοχήν επειδή αμφισβητούνται οι θεωρητικές προϋποθέσεις που είναι κρίσιμες στη θεμελίωσή της[7]. Συγκεκριμένα:
Η σύσταση του βασικού λεξιλογίου εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας. Κατάλογοι λίγων λέξεων δεν είναι αντιπροσωπευτικοί, ενώ και οι κατάλογοι περισσότερων λέξεων είναι επισφαλείς, επειδή βασίζονται στην προϋπόθεση ότι είναι δυνατόν να υπάρξει λεξιλόγιο που δεν εξαρτάται από το πολιτιστικό περιβάλλον των ομιλητών του. Ακόμη και αν παραβλεφθεί αυτή η σημαντική παράμετρος, υπάρχουν αρκετοί ακόμη τομείς που εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη φερεγγυότητα της συγκεκριμένης παραδοχής:
Θεμελιώδης λειτουργική προϋπόθεση της γλωσσοχρονολογίας είναι ότι οι γλώσσες διατηρούν ή χάνουν μέρος τού λεξιλογίου τους με σταθερό ρυθμό, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι ο διαχωρισμός μεταξύ τους είναι σχετικά προβλέψιμος. Η παραδοχή αυτή έχει δεχτεί ισχυρή και βάσιμη αμφισβήτηση[12]. Είναι προφανές ότι ο εν λόγω συλλογισμός πάσχει ως προς το γεγονός ότι αντιμετωπίζει το λεξιλόγιο όπως τις φωνητικές μεταβολές, οι οποίες διέπονται από καλά εδραιωμένες αρχές ή τάσεις, υπαγορευμένες από τη φύση των φωνητηρίων οργάνων και τους περιορισμούς τους. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς προβλέψιμο στην οργάνωση ή τη διάρθρωση του λεξιλογίου, που να καθορίζει ότι η διατήρηση ή η αλλαγή θα γίνεται με σταθερό ρυθμό. Παράγοντες όπως η ισχύς τού πληθυσμού των ομιλητών, η πολιτιστική κυριαρχία, οι γλωσσικές επαφές κ.ά. μπορούν να επηρεάσουν τη σύσταση του λεξιλογίου με τρόπο εντελώς απροσδόκητο[13].
Η αστάθμητη φύση τού λεξιλογίου μπορεί να καταδειχθεί επίσης από το παράδειγμα δύο γερμανικών γλωσσών, της Αγγλικής και της Ισλανδικής· η πρώτη διατήρησε ποσοστό 67,8% του βασικού λεξιλογίου της, ενώ η δεύτερη 97,3%, ποσοστά που απέχουν πολύ από τη σταθερά 86%, στην οποία στηρίζεται ο μαθηματικός τύπος. Ασφαλώς, η αιτία τής διαφοράς είναι κοινωνιογλωσσολογική: η Ισλανδική γλώσσα παρέμεινε απομονωμένη επί πολλούς αιώνες στο νησί τής Ισλανδίας και αυτό παρεμπόδισε τις γλωσσικές επαφές που είναι απαραίτητες για κάθε μεταβολή[14]. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ρυθμός μεταβολής υπήρξε σταθερός για ορισμένη περίοδο χρόνου, τίποτε δεν επιβάλλει τη διατήρηση του ίδιου ρυθμού σε όλη την ιστορία τής συγκεκριμένης γλώσσας[15].
Πέρα από τις ειδικές επιφυλάξεις που προκύπτουν από την εφαρμογή τής μεθόδου σε επί μέρους γλώσσες, η γλωσσοχρονολογία φαίνεται να προϋποθέτει ότι οι ομιλητές έχουν κατά κάποιον τρόπο πρόσβαση στη διαχρονική πλευρά τής γλώσσας (τελεολογική εποπτεία) και επομένως διασφαλίζουν ότι ειδικώς τα στοιχεία τού βασικού λεξιλογίου διατηρούνται σε ορισμένο ποσοστό, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από το προβλεπόμενο περιθώριο. Ασφαλώς, η συγκεκριμένη παραδοχή κρίνεται άτοπη, όχι μόνο επειδή η διαχρονική πλευρά τού λεξιλογίου είναι ελάχιστα γνωστή στους μη ειδικούς ομιλητές, αλλά και επειδή οι μελέτες δεν έχουν αποδείξει ότι οι όροι τού βασικού λεξιλογίου αλλάζουν με σταθερό ρυθμό[16].
Μολονότι καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες να τεκμηριωθεί η ισχύς τού μαθηματικού τύπου εφαρμοζόμενη σε διαφορετικές γλώσσες και οικογένειες γλωσσών, οι παρατηρούμενες αποκλίσεις είναι μεγάλες, αν συγκριθούν με όσα είναι ήδη γνωστά σχετικά με τη χρονολόγηση της διάσχισής τους. Η πιθανότητα σφάλματος συνδέεται: α) με τον αριθμό των λέξεων που προτείνονται προς σύγκριση, και β) με το ποσοστό σφάλματος που προβλέπεται από τον μαθηματικό τύπο.
Παραδείγματος χάριν, η σύγκριση πέντε λέξεων της Αγγλικής και της Γερμανικής (αγγλ. animal, four, head, I, sun - γερμ. Tier, vier, Kopf, ich, Sonne) αποδίδει ποσοστό συγγένειας 60%, το οποίο εφαρμοζόμενο στον μαθηματικό τύπο με σταθερά r = 76 οδηγεί σε εξαγόμενο 1561, που σημαίνει ότι οι δύο γλώσσες διαχωρίστηκαν προς το μέσον τού 5ου αι. μ.Χ.[17]Αν η μέθοδος εφαρμοστεί στον κατάλογο των 200 λέξεων του Σουάντες, το ποσοστό κοινών λέξεων παραμένει σχεδόν ίδιο (59%), όμως αν χρησιμοποιηθεί ο μέσος όρος τής σταθεράς r = 80%, το εξαγόμενο είναι 1180, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι δύο γλώσσες διαχωρίστηκαν περίπου το 815 μ.Χ.[18] Φυσικά, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα είναι εντελώς άτοπο, αφού τον 9ο αιώνα τα αγγλοσαξονικά φύλα είχαν από αιώνες εγκατασταθεί στη Μεγάλη Βρετανία και, συνεπώς, ο γλωσσικός διαχωρισμός είχε ήδη συντελεστεί.
Γενικά, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η εφαρμογή τού μαθηματικού τύπου συνήθως προσκρούει σε όσα είναι ήδη γνωστά από την ιστορία των γλωσσών, όπως έχει καταδειχθεί από ποικίλες εφαρμογές της[19]. Επιπλέον, αξεπέραστες παραμένουν οι αμφιβολίες που έχουν εγερθεί ως προς το αν είναι χρήσιμη μια μέθοδος που στηρίζεται σε εγνωσμένες εφαρμογές τής συγκριτικής επανασύνθεσης και δεν έχει ευρετική αξία, όταν καλείται να προσφέρει καινούργια στοιχεία. Ούτε ο μαθηματικός τύπος ούτε οι συγκρίσεις τού βασικού λεξιλογίου μπορούν από μόνες τους να εξασφαλίσουν ότι η επιχειρούμενη αντιπαραβολή υπερβαίνει τα όρια της τυχαίας ομοιότητας [resemblance] και γίνεται συστηματική αντιστοιχία [correspondence]· για την τελευταία απαιτείται αυστηρή εφαρμογή των κανόνων τής φωνολογίας και μορφολογίας[20].
Ο Σουάντες ήταν γνώστης των προαναφερθέντων μειονεκτημάτων τής θεωρίας του, καθώς και των περιορισμών τού μαθηματικού τύπου. Ωστόσο, είχε την άποψη ότι υπάρχει ένας βαθμός ισορροπίας μεταξύ των δυνάμεων που προωθούν την ποικιλία στη γλωσσική αλλαγή και των δυνάμεων που προωθούν την ομοιομορφία, προσδοκούσε δε ότι η αρχαιολογία θα μπορούσε να προσφέρει βοήθεια όταν τα γλωσσολογικά στοιχεία ήταν ελλιπή[21]. Εντούτοις, ενώ η άποψη αυτή έχει ισχυρή βάση, δεν παρέχει ικανοποιητική απάντηση στις βασικές ελλείψεις τής γλωσσοχρονολογίας, οι οποίες σχετίζονται με την ίδια τη θεωρητική θεμελίωσή της και όχι απλώς με τη μαθηματική της εφαρμογή.
Επειδή η κλασική γλωσσοχρονολογία δέχτηκε αυστηρή κριτική, επιμερισμένη στους τρεις τομείς που αναπτύχθηκαν παραπάνω, συγκριτικοί γλωσσολόγοι επεξεργάστηκαν πιο πρόσφατα μια προσέγγιση που θεωρούν ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα τής γλωσσικής μεταβολής. Αφετηρία υπήρξε η απλή σκέψη ότι το ποσοστό ακριβούς αντιστοιχίας μεταξύ δύο συγγενών γλωσσών είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το χρονικό βάθος τού διαχωρισμού τους: όσο απομακρύνονται από τη μητέρα-γλώσσα, το ποσοστό μειώνεται, ενώ όσο πλησιάζουν προς αυτήν, το ποσοστό αυξάνεται. Εφόσον οι ομοιότητες αυτές είναι εμφανέστερες κατ' εξοχήν στον τομέα τής γλωσσικής μορφολογίας, καταβλήθηκε προσπάθεια να προσδιοριστεί ο βαθμός ομοιότητας, όχι σε επίπεδο λέξεων σύμφωνα με το πρότυπο του Σουάντες, αλλά σε επίπεδο ριζικών μορφημάτων. Τη μέθοδο αυτή πρότεινε και ανέπτυξε ο Ρώσος γλωσσολόγος Sergei Starostin (1953-2005).
Οι κριτικοί τής κλασικής γλωσσοχρονολογίας, με προεξάρχουσα την Embleton (1986), είχαν ήδη προλειάνει το έδαφος. Είχαν διατυπωθεί προτάσεις να διαιρεθεί ο κατάλογος του βασικού λεξιλογίου σε ομάδες εννοιών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν κάποιες από αυτές διατηρούν σταθερό ρυθμό μεταβολής. Ορισμένοι (Sankoff 1973) είχαν εισηγηθεί τον υπολογισμό μαθηματικής παραμέτρου, η οποία θα μπορούσε να συνεκτιμήσει την παρουσία δανείων και συνωνύμων στον κατάλογο. Ακόμη, οι μεταγενέστερες μελέτες υπογράμμιζαν συστηματικά την ανάγκη να επαληθεύεται κάθε συσχετισμός με τις εγνωσμένες αλλαγές που μαρτυρούνται από την ιστορία των γλωσσών· όποτε προσέκρουαν στον μαθηματικό τύπο, οι εμμάρτυρες αποδείξεις θα έπρεπε να θεωρούνται ισχυρότερες (Gray & Atkinson 2003).
Έχοντας υπ' όψιν τα παραπάνω, ο Starostin προσπάθησε να συνεκτιμήσει τους εξής σημαντικούς παράγοντες:
Ο μαθηματικός τύπος που επινοήθηκε για να συγκεράσει τα νέα αυτά στοιχεία έχει ως εξής:
Στον συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (η αντιστοιχία είναι ίδια με την προαναφερθείσα στον τύπο τού Lees), το μέγεθος -Lc αντιπροσωπεύει τη σταδιακή επιβράδυνση της αντικατάστασης, η οποία οφείλεται στις διαφορές των επί μέρους στοιχείων (τα ασταθέστερα στοιχεία αντικαθίστανται ταχύτερα και νωρίτερα), η δε τετραγωνική ρίζα αντιπροσωπεύει την αντίστροφη τάση: επιτάχυνση της αντικατάστασης καθώς τα λεξικά στοιχεία τού καταλόγου παλιώνουν και, ως εκ τούτου, είναι πιθανότερο να αλλάξουν σημασία. Ο συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος είναι πολυπλοκότερος από τον κλασικό, αλλά ο Starostin υποστηρίζει ότι το εξαγόμενό του είναι πιο αξιόπιστο τουλάχιστον κατά 10%, καθώς και ότι σε γενικές γραμμές συμφωνεί με όσες χρονολογήσεις γλωσσικού διαχωρισμού μπορούν να επιβεβαιωθούν από ιστορικά στοιχεία[23]. Παρ' όλα αυτά, ακόμη και η βελτιωμένη αυτή εκδοχή απλώς αποδεικνύει ότι η γλωσσοχρονολογία μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα ως επιστημονικό εργαλείο μόνο σε γλωσσικές οικογένειες τις οποίες η ιστορική φωνολογία έχει σχολαστικά μελετήσει και αποκαταστήσει με βάση τούς κανόνες τής γλωσσολογικής ανάλυσης.
Μολονότι η λεξικοστατιστική είναι αποδεκτή ως χρήσιμο γλωσσολογικό εργαλείο, το οποίο συμβάλλει στη διερεύνηση τόσο της γλωσσικής χρήσης όσο και της γλωσσικής μεταβολής, η γλωσσοχρονολογία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, η δε χρησιμότητά της θεωρείται αμφίβολη. Αιτία τής αρνητικής αυτής στάσης που τηρείται από την πλειονότητα των ιστορικών γλωσσολόγων είναι η αμφισβήτηση των θεωρητικών της προϋποθέσεων, όπως μνημονεύθηκαν παραπάνω σε αυτό το άρθρο. Αν και η ετυμοστατιστική μέθοδος δεν έχει ακόμη μελετηθεί πλήρως, ώστε να καταδείξει τη χρησιμότητά της, προς το παρόν φαίνεται ότι η ιστορική γλωσσολογία αποτιμά αρνητικά τα πορίσματα της γλωσσοχρονολογίας, καθώς δεν φαίνεται να επαληθεύονται από γνωστές και αποδεδειγμένες περιπτώσεις γλωσσικής συγγένειας.
Έτσι, οι Joseph & Janda, εξηγώντας γιατί προτίμησαν να παραλείψουν οποιαδήποτε αναλυτική αναφορά στη γλωσσοχρονολογία, θεωρούν αμφίβολη τη χρησιμότητά της «εκτός από σπανιότατες περιπτώσεις» και εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της[24]. Ο L. Campbell διατυπώνει ακόμη πιο κατηγορηματικά την κρίση του: «Η γλωσσοχρονολογία δεν είναι ακριβής· όλες οι βασικές παραδοχές της έχουν υποστεί αυστηρή κριτική. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή· πρέπει να απορριφθεί»[25]. Απομένει να αποδειχθεί αν η ετυμοστατιστική μέθοδος θα ανανεώσει τη γλωσσοχρονολογία, προσφέροντας νέες λύσεις σε προβλήματα γλωσσικής συγγένειας, οι οποίες θα επαληθευτούν στη συνέχεια από τα συγκριτικά δεδομένα.