H γομαλάκα, ή σελάκη (αγγλ. shellac)[1], είναι φυσική ρητίνη που εκκρίνεται από το θηλυκό έντομο Lac του είδους Kerria lacca σε δένδρα των δασών της Ινδίας και της Ταϊλάνδης.
Αφού επεξεργαστεί κατάλληλα, η σελάκη πωλείται σε στερεά μορφή, π.χ. ξηρές νιφάδες, ενώ διαλύεται εύκολα σε αιθυλική αλκοόλη για να προετοιμαστεί ως υγρή σελάκη. Χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, γλάσο σε τρόφιμα και ως υλικό φινιρίσματος σε ξύλο. Δρα ως σκληρό φυσικό αστάρι, σφραγιστικό επιφανειών, σφραγιστικό ταννινών, σφραγιστικό οσμών και βαφών και επίσης ως βερνίκι υψηλής γυαλάδας. Στο παρελθόν, η σελάκη χρησιμοποιήθηκε σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καθώς έχει πολύ καλές ιδιότητες ηλεκτρομόνωσης όπως και υγρομόνωσης, μη επιτρέποντας την είσοδο της υγρασίας. Επίσης κατά το παρελθόν, φωνόγραφοι και δίσκοι γραμμοφώνου (των 78 στροφών) φτιαχνόταν με χρήση της σελάκης, ωστόσο, μετά το 1948, αυτοί αντικαταστάθηκαν από τους δίσκους βινυλίου μακράς διάρκειας.[2]
Μέχρι τον 19ο αιώνα, τα περισσότερα φινιρίσματα ήταν βασισμένα με έλαια ή κεριά, η έλευση της γομαλάκας στην αγορά της Δύσης είχε ως αποτέλεσμα να τα αντικαταστήσει όλα πλήρως. Ωστόσο, αυτό κράτησε μέχρι τις δεκαετίες 1920 και 1930, διότι τότε η φυσική γομαλάκα αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις λάκες με βάση την νιτροκυτταρίνη, γνωστές στο εμπόριο ως (συνθετικές) λάκες.
Η σελάκη ως λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη Shellac που έχει σχέση με το shell και το lac, δηλ. «λακ σε λεπτά κομμάτια», αργότερα αυτό στα γαλλικά έγινε, gomme-laque, δηλ. «τσίχλα lac».[3]
Στην ελληνική ορολογία, η λέξη γομαλάκα είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (εκτός από τις ρομανικές και τα ελληνικά) έχουν δανειστεί τη λέξη για την ουσία από τα αγγλικά, ή πιθανώς από την αντίστοιχη γερμανική, Schellack.[4]
Η σελάκη με ξύσιμο απομακρύνεται από τον εξωτερικό φλοιό των δέντρων, όπου το θηλυκό άτομο του εντόμου, Kerria lacca (τάξη Hemiptera, οικογένεια Kerriidae, γνωστό και ως Laccifer lacca), το εκκρίνει περιοδικά και τμηματικά για να σχηματίσει ένα σωλήνα -σαν τούνελ- καθώς διασχίζει τους κλάδους του δέντρου. Αν και αυτές οι σήραγγες μερικές φορές αναφέρονται ως "κουκούλια", με την τεχνικά ορθή εντομολογική έννοια, δεν είναι κουκούλια. Το εν λόγω έντομο ανήκει στην ίδια ταξινομική βαθμίδα με το έντομο από το οποίο λαμβάνεται η κοχινίλη ή crimson (αγγλ. cochineal). Τα έντομα ρουφούν τους χυμούς του δέντρου και εκκρίνουν σχεδόν συνεχώς ένα ρητινώδες προϊόν γνωστή και ως λάκη ή λάκα (sticklac). Η λιγότερα χρωματιστή σελάκη παράγεται όταν τα συγκεκριμένα έντομα διαβιούν σε δένδρα του βοτανικού γένους Schleichera που φύονται κυρίως στην Ινδία (γνωστά ως soapberries ή soapnuts).
Ο αριθμός όλων των εντόμων που απαιτείται για την παραγωγή ενός κιλού σελάκης έχει υπολογιστεί ότι μπορεί να φτάνει τις 50.000,[5] 200.000,[6] ή ακόμα και τις 300.000.[7][8] Σημειωτέον ότι η ρίζα της ινδικής λέξης lakh είναι μια μονάδα στο Ινδικό σύστημα αρίθμησης για τις 100,000 και πιθανά αυτό αναφέρεται στον τεράστιο αριθμό εντόμων που σωρεύουν πάνω στα δέντρα - ξενιστές, με συχνότητες που φτάνει και τα 23 έντομα ανά 1 cm2.[9]
Το ακατέργαστο shellac, το οποίο περιέχει ρινίσματα φλοιού και ζωύφια λακ που αφαιρούνται κατά το ξύσιμο, τοποθετείται σε σωλήνες καμβά (όπως μακριές κάλτσες) και θερμαίνεται σε φωτιά. Αυτό προκαλεί τη ρευστοποίηση του shellac και διαρρέει από τον καμβά, αφήνοντας πίσω το φλοιό και τα ζωύφια. Το παχύρρευστο, κολλώδες shellac στη συνέχεια ξηραίνεται σε ένα επίπεδο φύλλο και σπάει σε νιφάδες ή στεγνώνει σε "κουμπιά" (κουμπιά/κέικ), στη συνέχεια συσκευάζεται και πωλείται. Στη συνέχεια, ο τελικός χρήστης το συνθλίβει σε λεπτή σκόνη και το αναμιγνύει με αιθυλική αλκοόλη πριν από τη χρήση, για να διαλυθούν οι νιφάδες και να γίνει υγρή σελάκη.[10]
Το υγρό shellac έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής (περίπου 1 έτος), επομένως πωλείται σε ξηρή μορφή για διάλυση πριν από τη χρήση. Το υγρό shellac που πωλείται σε καταστήματα υλικού φέρει συχνά την ημερομηνία παραγωγής (ανάμιξης), έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να γνωρίζει εάν το shellac μέσα είναι ακόμα καλό. Εναλλακτικά, το παλιό shellac μπορεί να δοκιμαστεί για να διαπιστωθεί εάν εξακολουθεί να χρησιμοποιείται: μερικές σταγόνες σε γυαλί θα πρέπει να στεγνώσουν σε σκληρή επιφάνεια σε περίπου 15 λεπτά. Το Shellac που παραμένει κολλώδες για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί. Η διάρκεια αποθήκευσης εξαρτάται από τη μέγιστη θερμοκρασία, επομένως η ψύξη παρατείνει τη διάρκεια ζωής.
Πολλαπλές λεπτές στρώσεις shellac παράγουν ένα σημαντικά καλύτερο τελικό αποτέλεσμα από μερικές παχιές στρώσεις. Οι παχιές στρώσεις του shellac δεν προσκολλώνται στο υπόστρωμα ή μεταξύ τους καλά, και έτσι μπορούν να αποκολληθούν με σχετική ευκολία. Επιπλέον, το χοντρό shellac θα κρύψει τις λεπτές λεπτομέρειες σε σκαλιστά σχέδια σε ξύλο και άλλα υποστρώματα.
Επίσης στεγνώνει φυσικά και αποκτά γυαλιστερή γυαλάδα. Για εφαρμογές όπου είναι επιθυμητή μια πιο επίπεδη (λιγότερο γυαλιστερή) γυαλάδα, προϊόντα που περιέχουν άμορφο πυρίτιο, όπως το "Shellac Flat", μπορούν να προστεθούν στο διαλυμένο shellac.[11]
Γενικά περιέχει μια μικρή ποσότητα κεριού (3-5% κατ' όγκο), το οποίο προέρχεται από το το ίδιο το έντομο. Σε ορισμένα παρασκευάσματα, αυτό το κερί αφαιρείται (το προϊόν ονομάζεται "αποκερωμένο σέλακ"). Αυτό γίνεται για εφαρμογές όπου το shellac θα επικαλυφθεί με κάτι άλλο (όπως μπογιά ή βερνίκι), έτσι ώστε η τελική επίστρωση να κολλήσει. Η κηρώδης (μη αποκερωμένη) shellac εμφανίζεται γαλακτώδης σε υγρή μορφή, αλλά στεγνώνει διαυγής.
Η σελάκη παράγεται φυσικά διατίθεται σε πολλά ζεστά χρώματα, που κυμαίνονται από ένα πολύ ανοιχτό ξανθό ("πλατίνα") έως ένα πολύ σκούρο καφέ ("γρανάτης"), με πολλές ποικιλίες καφέ, κίτρινου, πορτοκαλί και κόκκινου ενδιάμεσα.
Το χρώμα επηρεάζεται από το χυμό του δέντρου στο οποίο διαβιεί το έντομο Lac και από την εποχή της συγκομιδής. Ιστορικά, το πιο συχνά πωλούμενο κλάσμα της ονομάζεται "πορτοκαλί σελάκη" και χρησιμοποιήθηκε εκτενώς ως συνδυασμός λεκέδων και προστατευτικού φινιρίσματος για ξύλινες επενδύσεις και ντουλάπια τον 20ό αιώνα.
Συνήθως απαντάται σε διάλυση με το κοινό οινόπνευμα, πωλείται τώρα συνήθως ως "βερνίκι" από πολλές εταιρείες. Χρησιμοποιείται για τη σφράγιση ξύλινων επιφανειών, συχνά ως "υλικό για το πρώτο χέρι" (αστάρι) για ένα τελικό πιο ανθεκτικό φινίρισμα. Επίσης μειώνει την ποσότητα της τελικής επίστρωσης που απαιτείται μειώνοντας την απορρόφησή της στο ξύλο.
Η σελάκη ή γομαλάκα είναι μια φυσική βιολογική συγκολλητική ουσία, με πολυμερική μορφή, που είναι χημικώς παρόμοια με τα συνθετικά πολυμερή.[12] Μπορεί να θεωρηθεί και ως μια μορφή φυσικού πλαστικού.
Έχει σημείο τήξης 75οC και μπορεί να ταξινομηθεί ως θερμοπλαστικό.[13] Χρησιμοποιείται για την συγκόλληση του ξυλάλευρου (wood flour), μείγμα του οποίου αναμιγνύεται με γομαλάκα και στη συνέχεια μπορεί να χυτευθεί μέσα σε καλούπια, με χρήση θερμότητας και πίεσης.
Η γομαλάκα μπορεί να γρατσουνιστεί πιο εύκολα από τις περισσότερες λάκες και τα βερνίκια, αν και η εφαρμογή της είναι πιο εντατική, γι' αυτό και σήμερα η γομαλάκα έχει αντικατασταθεί από τα πλαστικά στις περισσότερες χώρες. Όταν πάθει ζημιά η γομαλάκα από γρατσουνιές ή τριβές εν χρήσει, μπορεί εύκολα να επικολληθεί μία νέα στρώση γομαλάκας πάνω στην παλιά στρώση (σημ. αυτό είναι πλεονέκτημα βέβαια, σε αντίθεση π.χ. με την πολυουρεθάνη η οποία σκληραίνει χημικά σε στερεό και απλά αφαιρείται όλη). Η νέα επίστρωση που θα μπει συγχωνεύεται και γίνεται ένα ομοιογενές σώμα με την προϋυπάρχουσα φθαρμένη στρώση. Επίσης, η γομαλάκα είναι πολύ πιο μαλακή από την παραδοσιακή Ιαπωνική λάκα Ουρούσι. Σημειωτέον, η λάκα Ουρούσι είναι πολύ ανώτερη τόσο από χημικής ανθεκτικότητας όσο και σε μηχανικές καταπονήσεις.
Η σελάκη είναι διαλυτή σε αλκαλικά διαλύματα όπως λ.χ. αμμωνία, βορικό νάτριο, ανθρακικό νάτριο και υδροξείδιο του νατρίου, καθώς και σε διάφορους οργανικούς διαλύτες. Όταν διαλύεται σε αλκοόλη (συνήθως σε μετουσιωμένη αιθυλική αλκοόλη) για εφαρμογή, η σελάκη δίνει μια επικάλυψη καλής αντοχής και σκληρότητας.
Μετά από ήπια υδρόλυση, η σελάκη αποδίδει ένα πολύπλοκο μείγμα αλειφατικών και αλεικυκλικών υδροξυοξέων και των πολυμερών τους που ποικίλλει στην ακριβή σύνθεση ανάλογα με την πηγή του shellac και την εποχή συλλογής. Το κύριο συστατικό του αλειφατικού συστατικού είναι το αλεουριτικό οξύ, ενώ το κύριο αλεικυκλικό συστατικό του είναι το σελολικό οξύ.[14]
Η σελάκη, εντυπωσιακά, είναι ανθεκτική στην υπεριώδη ακτινοβολία (UV) και δεν σκουριάζει καθώς υφίσταται γήρανση (weathering) με το πέρασμα του χρόνου (σημ. αν και το μη φινιρισμένο ξύλο, ιδίως τα πεύκα, μεταχρωματίζονται και σκουριάζουν κάτω από παρόμοιες συνθήκες έκθεσης στο ηλιακό φως).[6]
Οι αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για τη σελάκη χρονολογούνται πριν από 3.000 έτη, αλλά είναι γνωστό ότι πιθανά να είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα.[6] Σύμφωνα με το αρχαίο επικό ποίημα της Ινδίας, το Μαχαμπαράτα, ένα ολόκληρο παλάτι είχε χτιστεί από αποξηραμένη γομαλάκα.[6]
Αναφέρεται ότι η σελάκη ήταν σε σπάνια χρήση ως χρωστική ουσία για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε εμπόριο με τις Ανατολικές Ινδίες. Ο Μέριφιλντ[15] αναφέρει το έτος 1220 για την τότε πιθανή εισαγωγή της σελάκης στην Ισπανία, ως χρωστικής ουσίας για έναν καλλιτέχνη της εποχής. Η ουσία λάπις λάζουλι, μια μπλε μαρίν χρωστική ουσία από το Αφγανιστάν, είχε ήδη εισαχθεί πολύ πριν από αυτό.
Η χρήση διακόσμησης με γομαλάκα σε συνδυασμό με χρώμα ή βερνίκι σε μεγάλου μεγέθους έπιπλα έγινε δημοφιλής, για πρώτη φορά, στη Βενετία και αργότερα σε όλη την Ρωμαϊκή τότε Ιταλία. Υπάρχει ένας αριθμός αναφορών του 13ου αιώνα σε βαμμένη ή βερνικωμένη κασόνα, συχνά προίκα κασόνα που έγιναν εσκεμμένα εντυπωσιακά ως μέρος δυναστικών γάμων. Ο ορισμός του βερνικιού δεν είναι πάντα σαφής, αλλά φαίνεται ότι ήταν ένα αλκοολούχο βερνίκι με βάση το κόμμι βενιαμίν ή τη μαστίχα, που διακινούνται και τα δύο στη Μεσόγειο. Κάποια στιγμή άρχισε να χρησιμοποιείται και το shellac. Ένα άρθρο από την Εφημερίδα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Διατήρησης περιγράφει τη χρήση φασματοσκοπίας υπέρυθρης ακτινοβολίας για τον προσδιορισμό της επικάλυψης σέλακ σε μια κασόνη του 16ου αιώνα.[16] Αυτή είναι επίσης η περίοδος της ιστορίας όπου το «βερνίκι» προσδιορίστηκε ως ξεχωριστό εμπόριο, ξεχωριστό τόσο από τον ξυλουργό όσο και από τον καλλιτέχνη.
Μια άλλη χρήση της σελάκης είναι το κερί σφραγίσματος (ή στεγανοποιητικό κερί). Το βιβλίο του Γουντς με τίτλο: The Nature and Treatment of Wax and Shellac Seals[17] αναφέρει τις διάφορες συνθέσεις και συνταγές που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο, και η σελάκη τότε άρχισε να προστίθεται στις ήδη τότε εφαρμοζόμενες συνταγές με κερί μέλισσας.
Η περίοδος της ευρείας χρήσης της φαίνεται να είναι περίπου το διάστημα 1550-1650, όταν η γομαλάκα από μια εντελώς άγνωστη και σπάνια ουσία μετατράπηκε σε ευρέως διαδεδομένη σε διακοσμημένα στοιχεία, έπιπλα και αντικείμενα, όπως περιγράφεται σε τυπικά κείμενα της εποχής εκείνης.
Στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, η πορτοκαλί σελάκη χρησιμοποιήθηκε ως υλικό φινιρίσματος ενός προϊόντος (συνδυασμού βαφής - τελικού βερνικιού) σε διακοσμητικές ξυλεπενδύσεις που εφαρμόζονταν σε τοιχοποιίες και ταβάνια σε κατοικίες ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Στις Νότιες ΗΠΑ, η χρήση επένδυσης από ξύλινες σανίδες πεύκου με πολλούς ρόζους (knotty pine), που είχαν στοκαριστεί με πορτοκαλί σελάκη, ήταν στο παρελθόν ευρέως συνηθισμένη στις κατασκευές, όσο είναι σήμερα η λεγόμενη γυψοσανίδα. Επίσης, η γομαλάκα χρησιμοποιήθηκε συχνά και σε ντουλάπια κουζίνας αλλά και σε σκληρά ξύλινα παρκέτα (hardwood flooring) πριν από την εμπορική εμφάνιση της πολυουρεθάνης.
Μετά την εμφάνιση στην αγορά του βινυλίου, οι περισσότεροι δίσκοι γραμμοφώνου υφίσταντο πρεσάρισμα με ενώσεις σελάκης.[18][19] Από το 1921 έως το 1928, περίπου 18.000 τόνοι σελάκης χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή περίπου 260 εκατομμυρίων δίσκων για την αγορά της Ευρώπης.[9] Στη δεκαετία του 1930, υπολογίζεται ότι περίπου το 50% της παραχθείσας σελάκης -σε όλο τον πλανήτη- αξιοποιήθηκε για δίσκους γραμμοφώνου.[20] Η χρήση της μάλιστα για δίσκους ήταν ευρέως διαδεδομένη μέχρι τη δεκαετία του 1950, ενώ συνεχίστηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1970 σε αρκετές χώρες πέραν του Δυτικού κόσμου.
Μέχρι τις πρόσφατες εξελίξεις της τεχνολογίας, το γαλλικό φινίρισμα (αγγλ. French polish) με γομαλάκα, ήταν η μοναδική συγκολλητική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή παπουτσιών πουέντ για τους χορευτές μπαλέτου. Αυτό βοηθούσε, ώστε να πολυμεριστεί (σκληρυνθεί) το κουτί, στην περιοχή των δακτύλων, για να (υπο)στηρίξει τον χορευτή. Πολλοί κατασκευαστές παπουτσιών πουέντ εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις παραδοσιακές αυτές τεχνικές και αρκετοί χορευτές χρησιμοποιούν σελάκη για να μπορούν να διατηρούν πιο μαλακωμένα τα ειδικά παπούτσια πουέντ.[21]
Η σελάκη χρησιμοποιήθηκε ιστορικά και ως προστατευτική επίστρωση σε πίνακες ζωγραφικής.
Τα φύλλα που υπήρχαν σε κώδικες Μπράιγ ήταν επίσης επικαλυμμένα με σελάκη για να προστατεύονται από την τριβή και τη φθορά λόγω της συνεχούς ανάγνωσης με χρήση των χεριών.
Η γομαλάκα χρησιμοποιήθηκε ακόμα από τα μέσα του 19ου αιώνα για την παραγωγή μικρών μορφοποιημένων προϊόντων, όπως για κορνίζες, κουτιά, είδη τουαλέτας, κοσμήματα, μελανοδοχεία, ακόμη και οδοντοστοιχίες. Η τεχνολογική πρόοδος που επετεύχθη με τα πλαστικά είχε ως αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται πλέον η σελάκη στις διάφορες ενώσεις για καλουπώματα.
Η σελάκη, επίσης, τόσο οι πορτοκαλί όσο και οι λευκές ποικιλίες της, χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιολογία, τόσο στο πεδίο εφαρμογής όσο και στο εργαστήριο, για τη συγκόλληση και τη σταθεροποίηση των οστών των δεινοσαύρων που ανασκάπτονταν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αν και ήταν αποτελεσματική για εκείνη την εποχή, οι μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις που είχε πάνω στα οστά αλλά και σε άλλα απολιθώματα (οργανικής φύσης) επέδρασαν στη μη χρήση της τα νεότερα χρόνια και σπανιότατα αξιοποιείται για αυτό το σκοπό από τους επαγγελματίες συντηρητές σήμερα.
Η γομαλάκα χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη στερέωση περιελίξεων πηνίου, κινητήρα, γεννήτριας και μετασχηματιστή. Εφαρμόστηκε δε, απευθείας σε περιελίξεις μονής στρώσης σε διάλυμα αλκοόλης. Για τις περιελίξεις πολλαπλών στρωμάτων, ολόκληρο το πηνίο βυθίζονταν σε διάλυμα λάκας, στη συνέχεια στραγγίζονταν και τοποθετούνταν σε θερμό μέρος για να εξατμιστεί όλη η αιθυλική αλκοόλη. Η γομαλάκα έτσι "κλείδωνε" τις στροφές του σύρματος στη θέση τους, παρείχε επιπλέον μόνωση, εμπόδιζε την κίνηση και τους κραδασμούς και μείωνε το βουητό και την όχληση.
Σε κινητήρες και σε γεννήτριες, η χρήση της γομαλάκας βοηθά επίσης στη μεταφορά της δύναμης που δημιουργείται από τη μαγνητική έλξη και την απώθηση από τις περιελίξεις στον κινητήρα ή τον οπλισμό. Σε πιο πρόσφατους χρόνους, η γομαλάκα πλέον έχει αντικατασταθεί σε όλες αυτές τις εφαρμογές από συνθετικές ρητίνες, όπως πολυεστερική ρητίνη.
Σε ορισμένες εφαρμογές χρησιμοποιούν μίγμα γομαλάκας αναμεμειγμένο με άλλες φυσικές ή συνθετικές ρητίνες, όπως λ.χ. ρετσίνι πεύκου ή συνθετική ρητίνη φαινόλης-φορμαλδεΰδης (PF), εκ των οποίων ο βακελίτης είναι ο πιο γνωστός για ηλεκτρομονωτικές χρήσεις. Η γομαλάκα αναμειγνύεται με άλλες ρητίνες, θειικό βάριο, ανθρακικό ασβέστιο, θειούχο ψευδάργυρο, οξείδιο του αργιλίου ή ανθρακικό χαλκό (μαλαχίτη). Επίσης η γομαλάκα αποτελεί συστατικό του θερμικά σκληρυνόμενου καλύμματος που χρησιμοποιείται για τη στερέωση των καλυμμάτων και βάσεων στους βολβούς των ηλεκτρικών λαμπτήρων.
Είναι το κεντρικό συστατικό της παραδοσιακής « γαλλικής» μεθόδου φινιρίσματος των επίπλων, και των εξαιρετικών και υψηλής τέχνης έγχορδων οργάνων και πιάνων.
Χρησιμοποιείται ως γυαλιστικό σε χάπια (βλ. έκδοχο) και σε γλυκά με τη μορφή φαρμακευτικού γλάσου. Λόγω των όξινων ιδιοτήτων της, χάπια επικαλυμμένα με σελάκη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιβραδυνόμενη εντερική απελευθέρωση.
Χρησιμοποιείται ως επίστρωση «κεριού» σε εσπεριδοειδή για να παρατείνει τη διάρκεια αποθήκευσης τους.
Χρησιμοποιείται επίσης για να αντικαταστήσει το φυσικό κερί του μήλου, το οποίο αφαιρείται κατά τη διαδικασία καθαρισμού.[22] Όταν χρησιμοποιείται ωςπρόσθετο τροφίμων έχει τον αριθμό, E904.
Είναι αναστολέας οσμών και λεκέδων και γι' αυτό χρησιμοποιείται συχνά ως βάση των ασταριών. Αν και η αντοχή του έναντι λειαντικών και πολλών κοινών διαλυτών δεν είναι πολύ καλή, εντούτοις παρέχει ένα εξαιρετικό φράγμα κατά της διείσδυσης υδρατμών.
Χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως βαφή για βαμβάκι και, ειδικά, μεταξωτό ύφασμα στην Ταϊλάνδη.[23] Σαν χρωστική προσφέρει και δίδει σειρά από ζεστά χρώματα, από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο πορτοκαλί-κόκκινο και σκούρα ώχρα.[24]
Το φινίρισμα των ξύλινων αντικειμένων είναι μια από τις πιο παραδοσιακές και πολύ δημοφιλείς χρήσεις της γομαλάκας, αναμεμειγμένης με διαλύτες ή κοινό οινόπνευμα. Αυτό το διαλυμένο υγρό που εφαρμόζεται σε ένα ξύλινο στοιχείο, αποδίδει ένα φινίρισμα διά της εξάτμισης: η αλκοόλη του όλου μείγματος εξαερώνεται, αφήνοντας πίσω μια αισθητικά πανέμορφη προστατευτική μεμβράνη.[25]
Η σελάκη ως υλικό για φινίρισμα του ξύλου είναι φυσική και μη τοξική στην καθαρή της μορφή. Ένα φινίρισμά της είναι ανθεκτικό στην υπεριώδη ακτινοβολία. Για αντοχή στο νερό και ανθεκτικότητα, δεν συμβαδίζει (αναμιγνύεται) με τα συνθετικά προϊόντα φινιρίσματος.[26]
Επειδή είναι συμβατή με τα περισσότερα λοιπά υλικά φινιρίσματος, χρησιμοποιείται επίσης ως φράγμα ή επίστρωση ασταριού σε ξύλο για να αποτρέψει την έκλυση ρετσινιού από πεύκο, ή φυσικής ρητίνης ή χρωστικών στο τελικό φινίρισμα ή/και για να αποτρέψει τη δημιουργία λεκέδων.
Η σελάκη σήμερα χρησιμοποιείται: