Γοτάρζης Β΄ της Παρθίας

Γοτάρζης Β'
Βασιλιάς της Παρθίας
Περίοδος40 - 51
ΠροκάτοχοςΒαρδάνης Α΄ της Παρθίας
ΔιάδοχοςΒονώνης Β΄ της Παρθίας
Θάνατος51
ΟίκοςΔυναστεία των Αρσακιδών της Παρθίας
ΠατέραςΑρτάβανος Γ΄ της Παρθίας
ΘρησκείαΖωροαστρισμός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Γοτάρζης Β’ της Παρθίας (... - 51) ήταν Ιρανός πρίγκιπας. Κυβέρνησε τη Παρθική αυτοκρατορία ως βασιλιάς κατά διαστήματα μεταξύ του 40 και του 51. Ήταν ένας από τους γιους του Αρτάβανου Γ' της Περσίας. Όταν ο πατέρας του πέθανε το 38 και ο αδελφός του, Βαρδάνης Α’ της Παρθίας, τον διαδέχθηκε στο θρόνο, ο Γοτάρζης Β' επαναστάτησε.

Πολλοί ιστορικοί εκφράζουν την άποψη ότι δεν ήταν ο Γοτάρζης φυσικός γιος του Αρτάβανου αλλά γιος του Γκοβ ενός ευγενούς από το Κουρδιστάν που υιοθέτησε ο Αρσακίδης βασιλιάς την εποχή που ήταν εξόριστος. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος από την στιγμή που ανέβηκε στον θρόνο των Πάρθων έλεγε τον εαυτό του γιο του Αρτάβανου Γ’, έμεινε γνωστός για την μεγάλη του σκληρότητα, δολοφόνησε τον αδελφό του Αρτάβανο με ολόκληρη την οικογένεια του. Όταν ο αδελφός του Βαρδάνης Α’ τον ανέτρεψε από τον θρόνο ο Γοτάρζης δραπέτευσε στην Υρκανία όπου συγκέντρωσε στρατό από Σκύθες νομάδες. Ο πόλεμος ήταν σκληρός αλλά κατέληξε τελικά σε συνθήκη μεταξύ τους. Ο αδελφός του Βαρδάνης δολοφονήθηκε το 47 μ.Χ., από τότε ο Γοτάρζης παρέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας των Πάρθων. Η σκληρότητα του ανάγκασε τους Πάρθους ευγενείς να ζητήσουν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο να τους στείλει βασιλιά τον Αρσακίδη πρίγκιπα Μεχερδάτη που ήταν όμηρος στη Ρώμη. Ο Μεχερδάτης πέρασε τον Ευφράτη το 49 εκεί συνελήφθη από άνδρες του Γκοτάρζη τον ξυλοκόπησαν, του έκοψαν τα αυτιά και τον έριξαν στην φυλακή. Ο Γοτάρζης Β’ πέθανε το 51 μ.χ. σύμφωνα με τον Ιώσηπο δολοφονηθείς.

  • Ιώσηπος, Ιουδαικές αρχαιότητες 18 – 20
  • Τάκιτος, Χρονικά, ii – vi
  • S. Baldwin, Comments on "Iberian route" DFA line, web, 1996
  • P.M. Swan, The Augustan Succession: An Historical Commentary on Cassius Dio’s Roman History, Books 55-56 (9 B.C.-A.D. 14) (Google eBook), Oxford University Press, 2004