Σερ Γουίλιαμ Όρπεν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | William Orpen (Αγγλικά) |
Γέννηση | 27 Νοεμβρίου 1878[1][2][3] Stillorgan |
Θάνατος | 29 Σεπτεμβρίου 1931[1][2][4] Λονδίνο |
Τόπος ταφής | Putney Vale Cemetery[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο[6][7] Ιρλανδία[8] Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Ελεύθερο Κράτος της Ιρλανδίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[1][9] |
Σπουδές | Σχολή Καλών Τεχνών Σλέιντ National College of Art and Design |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος εικαστικός καλλιτέχνης[10] καλλιτέχνης[8] |
Αξιοσημείωτο έργο | The Café Royal in London |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Grace Orpen |
Σύντροφος | Evelyn St. George |
Τέκνα | Vivien Antonia Bligh St. George |
Γονείς | Arthur Orpen και Anne Caulfeild |
Αδέλφια | Richard Orpen |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Ταγματάρχης/Βρετανικός Στρατός |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ταξιάρχης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (1918) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο σερ Γουίλιαμ Νιούενχαμ Μόνταγκιου Όρπεν (William Newenham Montague Orpen, 27 Νοεμβρίου 1878 – 29 Σεπτεμβρίου 1931) ήταν Ιρλανδός ζωγράφος που εργάσθηκε κυρίως στο Λονδίνο. Ο Όρπεν ήταν εξαίρετος στο σχέδιο και υπήρξε δημοφιλής, εμπορικά επιτυχημένος προσωπογράφος εύπορων πελατών. Ωστόσο, αρκετά από τα πλέον εντυπωσιακά έργα του είναι αυτοπροσωπογραφίες.
Γεννημένος σε νότιο προάστιο του Δουβλίνου, ήταν ο τέταρτος και μικρότερος γιος ενός δικηγόρου και της κόρης Αγγλικανού ιερέως. Αμφότεροι οι γονείς του ασχολούνταν ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. Ο ίδιος, έχοντας πρώιμο ζωγραφικό ταλέντο, εγγράφηκε σε ηλικία 13 ετών στη Μητροπολιτική Σχολή Τεχνών του Δουβλίνου. Στην εξαετία που πέρασε εκεί κέρδισε κάθε σημαντικό βραβείο που έδινε η Σχολή. Κατόπιν έφυγε για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών Σλέιντ (είναι η καλλιτεχνική σχολή του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου), όπου φοίτησε επί διετία.[11] Εκεί «κατέκτησε» την τέχνη της ελαιογραφίας και άρχισε να πειραματίζεται με διάφορες τεχνικές και οπτικά αποτελέσματα. Π.χ. ζωγράφιζε συχνά καθρέπτες με τα είδωλά τους μέσα στα έργα του, ώστε να δημιουργεί εικόνες μέσα στις εικόνες.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Όρπεν ήταν ο πλέον παραγωγικός από τους εγγεγραμμένους ως «πολεμικούς καλλιτέχνες» που έστειλε η Μεγάλη Βρετανία στο Δυτικό Μέτωπο. Εκεί φιλοτέχνησε πολλά σχέδια και πίνακες απλών στρατιωτών, νεκρών και Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου, καθώς και προσωπογραφίες στρατηγών και πολιτικών. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα (138 στο σύνολό τους) τα παρεχώρησε στη βρετανική κυβέρνηση και σήμερα ανήκουν στη συλλογή του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου. Οι σχέσεις του με τα ανώτερα στελέχη του βρετανικού στρατού τού επέτρεψαν να παραμείνει στη Γαλλία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολεμικό καλλιτέχνη. Παρότι τιμήθηκε με KBE, το δεύτερο μεγαλύτερο παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1918, και παρά την εκλογή του ως μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών το 1921, η επιμονή του στον ρόλο του πολεμικού καλλιτέχνη του στοίχισε στην ψυχική και τη σωματική του υγεία.[11]
Μετά τον θάνατό του Όρπεν από σοβαρή ασθένεια σε ηλικία μόλις 52 ετών, μερικοί κριτικοί και άλλοι καλλιτέχνες μίλησαν δημοσίως περιφρονητικά για το έργο του, τόσο ώστε επί δεκαετίες οι πίνακές του εμφανίζονταν σπανίως σε εκθέσεις, μια κατάσταση που άρχισε να αλλάζει[12] από τη δεκαετία του 1980.