Συγγραφέας | Ράινερ Μαρία Ρίλκε |
---|---|
Τίτλος | Briefe an einen jungen Dichter |
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1929 |
LC Class | OL16027499W |
LΤ ID | 241 |
δεδομένα ( ) |
Τα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (γερμανικός τίτλος: Briefe an einen jungen Dichter) πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1929. Ήταν δέκα γράμματα που ο εικοσιοκτάχρονος Αυστριακός ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875 - 1926) έστειλε από το 1903 ώς το 1908 σε έναν άγνωστό του νέο, τον εικοσάχρονο Franz Xaver Kappus (1883 - 1966). Τα δέκα αυτά γράμματα δίνουν μια σύντομη, αλλά ουσιαστική, εικόνα της ποιητικής και της καλλιτεχνικής ηθικής του Ρίλκε.[1]
Ο Kappus αλληλογραφούσε με τον δημοφιλή ποιητή και συγγραφέα από το 1903 έως το 1908 ζητώντας τη συμβουλή του για την ποιότητα της ποίησής του και για να αποφασίσει μεταξύ μιας λογοτεχνικής καριέρας ή μιας καριέρας ως αξιωματικού στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Ο Kappus συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις επιστολές το 1929, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ρίλκε από λευχαιμία.
Στην πρώτη επιστολή, ο Ρίλκε αρνείται με σεβασμό να αναθεωρήσει ή να επικρίνει την ποίηση του Kappus, συμβουλεύοντας τον ότι «Κανένας δεν μπορεί να σας συμβουλεύσει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας...».[2] Και στο τρίτο γράμμα ο Ρίλκε γράφει: «Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σ' απέραντη μοναξιά, κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις. Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα «συλλάβει», να τ' αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους.– Να πιστεύετε, πάνω απ' όλα, ό,τι σας λέει το δικό σας το αίσθημα, στο πείσμα όλων αυτών των αναλύσεων, των συζητήσεων, των εισαγωγών.» Επιπλέον, ο Ρίλκε αμφισβητεί το αν θα μπορούσε να σταθεί ωφέλιμος στον Kappus. Γράφει στην αρχή του όγδοου γράμματος: «Θέλω πάλι να μιλήσω μαζί σας λίγο, αγαπητέ κύριε Kappus, κι ας μην έχω να σας πω τίποτα που θα μπορούσε να σας βοηθήσει ή να σας σταθεί χρήσιμο...» Και στο ένατο γράμμα: «Σας συλλογίζομαι τόσο συχνά, αγαπητέ κύριε Kappus, και με τόσο συγκεντρωμένες τις ευχές μου σε σας, που θα 'πρεπε, λέω, η σκέψη μου να σας βοηθήσει κάπως. Αντίθετα, έχω πολλές αμφιβολίες αν τα γράμματά μου μπορούν να σας βοηθήσουν πραγματικά.»[1]
Ο Ρίλκε, κατά τη διάρκεια των δέκα επιστολών, συμβουλεύει τον Kappus για το πώς ένας ποιητής πρέπει να νιώθει, να αγαπά και να αναζητά την αλήθεια στην προσπάθεια να κατανοήσει και να βιώσει τον κόσμο γύρω του και να ασχοληθεί με τον κόσμο της τέχνης. Αυτές οι επιστολές προσφέρουν μια εικόνα για τις ιδέες και τα θέματα που εμφανίζονται στην ποίηση του Ρίλκε και στη διαδικασία εργασίας του. Επιπλέον, αυτές οι επιστολές γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας βασικής περιόδου της πρώιμης καλλιτεχνικής ανάπτυξης του Ρίλκε, αφού η φήμη του ως ποιητής άρχισε να εδραιώνεται με τη δημοσίευση μερών των Das Stunden-Buch (Το Βιβλίο των Ωρών) και Das Buch der Bilder (Το Βιβλίο των Εικόνων).[3]
To βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη.[1]
Ο Franz Xaver Kappus παρά τον δισταγμό που εξέφρασε στις επιστολές του προς τον Ρίλκε για την στρατιωτική σταδιοδρομία, συνέχισε τις στρατιωτικές του σπουδές και υπηρέτησε για 15 χρόνια ως αξιωματικός στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, εργάστηκε ως συντάκτης εφημερίδων και δημοσιογράφος, γράφοντας ποιήματα, χιουμοριστικά σκετς, διηγήματα, μυθιστορήματα και προσάρμοσε πολλά έργα (συμπεριλαμβανομένων των δικών του) σε σενάρια για ταινίες τη δεκαετία του 1930.[4]
Η συλλογή που δημοσιεύτηκε αρχικά δεν περιελάμβανε τα γράμματα του Kappus προς τον Ρίλκε. Ωστόσο, το 2017, οι επιστολές από τον Kappus στον Ρίλκε βρέθηκαν στο αρχείο της οικογένειας Ρίλκε. Οι επιστολές του Kappus δημοσιεύτηκαν στα Γερμανικά το 2019 και μια αγγλική μετάφραση δημοσιεύθηκε το 2020.[5]
Γράφτηκε στο Παρίσι της Γαλλίας στις 17 Φεβρουαρίου 1903. Ο Ρίλκε γράφει ότι «Η κρτιτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις». Προτρέπει τον αναγνώστη να αποφύγει τις απόψεις των άλλων για την ποίησή του. Αντίθετα, ο νεαρός ποιητής θα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα και να εξετάσει τι τον παρακινεί πραγματικά να συνεχίσει να γράφει. Ο Ρίλκε επεκτείνεται στο θέμα της ανάπτυξης μιας πλούσιας εσωτερικής ζωής και προσφέρει μια εμπνευσμένη προοπτική για τη διαδικασία δημιουργίας τέχνης.
Σε αυτό το γράμμα ο Ρίλκε εκφράζει τη θέση πως πρέπει να γράφει μόνο όποιος δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Γράφτηκε στο Βιαρέτζο, κοντά στην Πίζα της Ιταλίας στις 5 Απριλίου 1903. Ο Ρίλκε αναφέρεται σε δύο πράγματα στη δεύτερη επιστολή του: το πρώτο έχει να κάνει με την ειρωνεία, για την οποία προτρέπει τον νεαρό ποιητή να είναι προσεκτικός και το δεύτερο αφορά τα βιβλία που του είναι απαραίτητα (στον ίδιο τον Ρίλκε) και τα οποία είναι «η Βίβλος και τα βιβλία του μεγάλου Δανού ποιητή Γενς Πίτερ Γιάκομπσεν». Κλείνει την επιστολή αναφέροντας τον μεγάλο ποιητή Γιάκομπσεν και τον, γλύπτη που δεν έχει τον όμοιό του ανάμεσα στους σύγχρονους καλλιτέχνες, Ωγκύστ Ροντέν, ως τους μοναδικούς που του έμαθαν κάτι γύρω από τη φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Γράφτηκε στο Βιαρέτζο, κοντά στην Πίζα της Ιταλίας στις 23 Απριλίου 1903. Ο Ρίλκε συζητά τα έργα Niels Lyhne και Marie Grubbe του Γενς Πίτερ Γιάκομπσεν σε σχέση με τη φύση της τέχνης.
Στο δεύτερο μέρος της επιστολής ο Ρίλκε κριτικάρει το έργο του Ρίχαρντ Ντέμελ (Richard Dehmel).
Ο Ρίλκε ολοκληρώνει την τρίτη επιστολή θρηνώντας ότι είναι πολύ φτωχός για να στείλει στον νεαρό ποιητή αντίγραφα των δικών του βιβλίων.
Γράφτηκε στο Worpswede, κοντά στη Βρέμη, στη Γερμανία, στις 16 Ιουλίου 1903. Ο Ρίλκε περιγράφει την αγάπη και τη σεξουαλικότητα, ενθαρρύνοντας τον νεαρό ποιητή να αγαπήσει τις ερωτήσεις και όχι τις απαντήσεις.
Γράφτηκε στη Ρώμη της Ιταλίας στις 29 Οκτωβρίου 1903. Ο Ρίλκε ανοίγει την επιστολή με παράπονα για τη Ρώμη, αρχικά ισχυριζόμενος ότι «αποπνέει μια θανατηφόρα, θλιβερή ατμόσφαιρα, χαρακτηριστική των μουσείων», αλλά στη συνέχεια όμως ο Ρίλκε περιγράφει τη διαδικασία συνειδητοποίησης της ομορφιάς της Ρώμης.
Γράφτηκε στη Ρώμη της Ιταλίας στις 23 Δεκεμβρίου 1903. Ο Ρίλκε υπενθυμίζει στον νεαρό ποιητή τα οφέλη της μοναξιάς και συνεχίζει προειδοποιώντας τον αναγνώστη για τις παγίδες των κοινωνικών ή επαγγελματικών φιλοδοξιών. Γράφει τις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και εστιάζει στο τέλος της επιστολής του στη διαδικασία εύρεσης του Θεού.
Γράφτηκε στη Ρώμη της Ιταλίας στις 14 Μαΐου 1904. Ο Ρίλκε εστιάζει σε αυτή την επιστολή στην αγάπη και τις σχέσεις.
Γράφτηκε στο Flädie της Σουηδίας στις 12 Αυγούστου 1904. Ο Ρίλκε γράφει για τη θλίψη.
Γράφτηκε στο Jonsered, Σουηδία στις 4 Νοεμβρίου 1904. Τα αισθήματα και η αμφιβολία συζητούνται εν συντομία, αν και το ένατο και το δέκατο γράμμα είναι τα πιο σύντομα του Ρίλκε, με ελάχιστη επεξεργασία τέτοιων θεμάτων.
Γράφτηκε στο Παρίσι, Γαλλία στις 26 Δεκεμβρίου 1908. Σύντομη, η δέκατη και τελευταία δημοσιευμένη επιστολή του Ρίλκε ολοκληρώνεται με μια σύντομη συζήτηση για την τέχνη ως τρόπο ζωής. Εκφράζει σκεπτικισμό για τα ψευτοκαλλιτεχνικά επαγγέλματα και ενθαρρύνει τον νεαρό ποιητή να παραμείνει ισχυρός στην αποφασιστικότητά του. Παρ' όλες τις προηγούμενες επιφυλάξεις του για την κριτική όμως, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε παρουσιάζεται ιδιαίτερα επικριτικός στο τέλος του τελευταίου γράμματός του. Γράφει: «Κι η τέχνη, ακόμα, δεν είναι παρά ένας τρόπος ζωής. Μπορούμε, ζώντας έτσι ή αλλιώς, να προετοιμαζόμαστε γι' αυτήν χωρίς να το ξέρουμε. Κάθε τι πραγματικό βρίσκεται πολύ πιο σιμά της από τα ψευτοκαλλιτεχνικά επαγγέλματα, που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματική ζωή και που, ενώ πηθικίζουν την τέχνη, αρνιούνται και προσβάλλουν «έργω» όλη της την υπόσταση· αυτό κάνει η δημοσιογραφία, όλη σχεδόν η κριτική και τα τρία τέταρτα αυτού που ονομάζεται ή που θέλει να ονομάζεται λογοτεχνία. Με δυο λόγια, χαίρομαι που αποφύγατε τους επικίνδυνους αυτούς δρόμους και που βρισκόσαστε μόνος κι αδείλιαστος μέσα στην τραχιά πραγματικότητα. Εύχομαι, ο χρόνος που έρχεται, να σας κρατήσει σ' αυτόν τον δρόμο, και να σας δυναμώσει.»[1]