Office of Strategic Services | |
Γενικές πληροφορίες | |
---|---|
Σύσταση | 13 Ιουνίου 1942 |
Πρώην φορέας | Συντονιστής Πληροφοριών |
Κατάργηση | 20 Σεπτεμβρίου 1945 |
Αντικαταστάθηκε από | Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών |
Υπάλληλοι | 13.000 (εκτιμάται) |
Συντονιστής Πληροφοριών | Αντιστράτηγος Ουίλιαμ Τζόζεφ Ντόνοβαν |
Διευθυντής Πληροφοριών | Ταξίαρχος Τζον Μαγκρούντερ |
δεδομένα ( ) |
Το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (αγγλικά: Office of Strategic Services, OSS) ήταν υπηρεσία πληροφοριών που σχηματίστηκε από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρξε ο πρόγονος της CIA και σχηματίστηκε ως συντονιστικό όργανο των κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων πίσω από τις εχθρικές γραμμές για την απόκτηση κυρίως στρατιωτικής φύσεως πληροφοριών.
Με την κατασκοπεία / αντικατασκοπεία για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ ασχολούνταν, το 1940, τέσσερα σχετικά μικρά τμήματα: Τα ζητήματα του εξωτερικού χειριζόταν το Υπουργείο Εξωτερικών, συνήθως μέσω των διπλωματών του, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη δημιουργία μυστικών επαφών, εφόσον κρινόταν απαραίτητο. Το Αμερικανικό Ναυτικό διέθετε την Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού, ο Στρατός Ξηράς (στον οποίο υπαγόταν και η Αεροπορία) διέθετε τη Μεραρχία Στρατιωτικών Πληροφοριών (Military Intelligence Division), γνωστότερη ως "G-2".[1] Το 1940 το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) δημιούργησε μια ειδική υπηρεσία, την Special Intelligence Service για τη συλλογή πληροφοριών από τις περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Η χρηματοδότηση και των τεσσάρων υπηρεσιών ήταν χαμηλή: Το 1940 η "G-2" διέθετε προσωπικό μόνον 80 ατόμων, ενώ ο Αμερικανικός Στρατός αριθμούσε δύναμη 200.000 ανδρών.[2]
Δεν υπήρχε καμία "κεντρική" υπηρεσία για το συντονισμό και την ανάλυση των πληροφοριών που συνέλεγαν οι τέσσερις φορείς. Κάθε υπηρεσία έστελνε τις πληροφορίες της στους προϊσταμένους της, με την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να φθάσουν σε αυτούς που έπαιρναν τις αποφάσεις στο Λευκό Οίκο, ενώ περισσότερο φρόντιζαν να διαφυλάξουν τη δική τους αρμοδιότητα από τις υπόλοιπες παρά να συνεργαστούν ή να συντονιστούν με τις υπόλοιπες. Υπό την πίεση των γεγονότων, η κατάσταση απαιτούσε άμεση και δραματική αλλαγή, η οποία άρχισε να πραγματοποιείται το 1938. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν δύο παράγοντες: Ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ είχε διατελέσει υφυπουργός Ναυτικών στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν στην οργάνωση της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ότι ο Ρούζβελτ άρχισε να φοβάται ότι οι ξένες δυνάμεις θα ήταν δυνατό να καταστρώσουν συνωμοσίες ανατροπής του (εν είδει "Πέμπτης φάλαγγας") και έδωσε πολύ μεγαλύτερη σημασία στη συγκέντρωση πληροφοριών από το εξωτερικό. Αδυνατώντας να επιτύχει συντονισμό μεταξύ FBI και στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών, ζήτησε αρχικά από ισχυρούς φίλους του να αναλάβουν παρόμοιες "αποστολές" στο εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, οι Βρετανοί πίεζαν τον Πρόεδρο να οργανώσει κάποια υπηρεσία ανάλογη της δικής τους MI5.[3]
Η κατάσταση έγινε περισσότερο δύσκολη για τον Πρόεδρο το 1940, ύστερα από την ταχύτατη και αποτελεσματική επέκταση των χιτλερικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Η Ιαπωνία, εκμεταλλευόμενη την ευρωπαϊκή αδυναμία, επεκτάθηκε στη νοτιοανατολική Ασία. Η Βρετανία είχε απομείνει μόνη της στη δυτική Ευρώπη και παρ' όλες τις προσπάθειες των ΗΠΑ να βοηθήσουν (Νόμος Εκμισθώσεως και Δανεισμού, παραχώρηση 50 αντιτορπιλικών έναντι βάσεων στην Ισλανδία) η ουδετερότητά τους παρέμενε δεδομένη, λόγω της ύπαρξης ισχυρού μετώπου υποστηρικτών της στο εσωτερικό τους. Σε ποιο θέατρο επιχειρήσεων θα καλούνταν να συμμετάσχουν οι ΗΠΑ, στον Ατλαντικό ή στον Ειρηνικό; Και στα δύο; Ή θα χρειαζόταν να δημιουργήσουν δυνάμεις μόνο για την άμυνα του δυτικού ημισφαιρίου; Στις ερωτήσεις αυτές οι απαντήσεις ήταν αδύνατο να δοθούν χωρίς τη διαθεσιμότητα ανάλογων πληροφοριών.[4]
Παρά την εκπεφρασμένη επιθυμία του Προέδρου, κανείς δεν αναλάμβανε πρωτοβουλία. Την ανέλαβε ο ίδιος στις 11 Ιουλίου 1941 καλώντας τον Ουίλιαμ Ντόνοβαν (William J. Donovan)[5], ένα δικηγόρο από τη Νέα Υόρκη, που αργότερα πήρε το προσωνύμιο "wild Bill" (ο άγριος Μπιλ), και αναθέτοντάς του την ηγεσία του νέου οργανισμού που δημιούργησε: Ο Ντόνοβαν ονομάστηκε "Συντονιστής Πληροφοριών" (Coordinator of Information, COI) και ανέλαβε επικεφαλής ενός νέου Γραφείου, το οποίο υπαγόταν απευθείας στο Λευκό Οίκο. Ο Πρόεδρος παρέσχε στο νέο Γραφείο την εξουσιοδότηση να συλλέγει και να αναλύει όλες τις πληροφορίες και τα δεδομένα που σχετίζονταν με την εθνική ασφάλεια και να διαθέτει τα αποτελέσματα των ερευνών του τόσο στον Πρόεδρο όσο και στις υπηρεσίες ή αξιωματούχους που θα αποφάσιζε ο ίδιος ο Πρόεδρος. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονταν πληροφορίες σημαντικότατες για την εθνική ασφάλεια και διευκολυνόταν η λήψη ανάλογων μέτρων από τις κυβερνητικές υπηρεσίες.[1]
Ο Ντόνοβαν άρχισε να στρατολογεί κυρίως νέους Αμερικανούς που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό αλλά και όσους είχαν σπουδές στις διεθνείς σχέσεις. Τα πεδία στρατολόγησής του ήταν Πανεπιστήμια στην Ανατολική ακτή, επιχειρήσεις και δικηγορικά γραφεία. Αυτό είχε ως συνέπεια τα νέα στελέχη να φέρουν στο Γραφείο τις αρχές και τις πρακτικές του ακαδημαϊκού και επαγγελματικού τους υποβάθρου.
Η υπηρεσία αυτή ήταν "υπηρεσία εν καιρώ ειρήνης", καθώς οι ΗΠΑ δεν είχαν εμπλακεί στη σύγκρουση. Αποσκοπούσε κυρίως στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, ωστόσο πολλοί αντιναζιστές επιφανείς πολίτες, διαβλέποντας τον επερχόμενο πόλεμο με τους ναζιστές, είχαν εκφράσει την επιθυμία να ενταχθούν στο Γραφείο.
Αρχικά ο Ντόνοβαν υπολόγιζε ότι ο ρόλος του Γραφείου του θα περιοριζόταν στη συγκέντρωση και την ανάλυση των πληροφοριών που συγκεντρώνονταν - σε καιρό ειρήνης οι περισσότερες προέρχονταν από τους στρατιωτικούς ακολούθους των πρεσβειών των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Πράγματι, οι Αμερικανοί ήταν πληροφορημένοι για τη συγκέντρωση στρατευμάτων της Βέρμαχτ προς τα ανατολικά και είχαν υπολογίσει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια τις δυνάμεις σε επίπεδο μεραρχιών[4]. Ο Ντόνοβαν δεν επιθυμούσε να υποκαταστήσει τις αποστολές των στρατιωτικών κλάδων στο εξωτερικό για τη συγκέντρωση πληροφοριών. Ήταν οι ίδιες οι στρατιωτικές υπηρεσίες που τον έπεισαν να αναλάβει το Γραφείο του μερικές "υπό κάλυψη" επιχειρήσεις που ανήκαν στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας του Ναυτικού και της G-2. Μαζί με την εξουσιοδότηση που έδωσαν οι υπηρεσίες αυτές στο Γραφείο, αυτό απέκτησε και το προνόμιο να χρησιμοποιήσει ορισμένα από τα μυστικά κονδύλια που διατίθονταν στον Πρόεδρο, για να τα χρησιμοποιήσει όπου έκρινε απαραίτητο. Για τα κονδύλια αυτά δε χρειαζόταν να συνταχθεί απολογισμός - έφθανε η υπογραφή του Ντόνοβαν. Τα κονδύλια αυτά μαζί με την εξουσιοδότηση που έδωσαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες αποτέλεσαν το έναυσμα της (αρκετά μετέπειτα) δημιουργίας της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA).[1]
Λίγες ημέρες μετά το Περλ Χάρμπορ ο Ντόνοβαν, έχοντας αναγνωρίσει την αναγκαιότητα εκπαίδευσης του προσωπικού του Γραφείου του, κάλεσε δύο υφισταμένους του και ζήτησε να δημιουργήσουν ένα φορέα εκπαίδευσης για τους πράκτορες των Ειδικών επιχειρήσεων. Οι δύο άνδρες απάντησαν ότι δεν είχαν ιδέα από κατασκοπεία. "Και ποιος έχει;" απάντησε ο Ντόνοβαν. Αυτοί, βεβαίως, που είχαν γνώσεις ήταν οι Βρετανοί, γι' αυτό ζητήθηκε η συνδρομή συμβούλων τους, οι οποίοι κατάρτισαν ένα πρόγραμμα "μαθημάτων" για τον εκπαιδευτικό φορέα. Μέχρι να κατασκευαστούν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις, στα περίχωρα της Ουάσιγκτον και στο Μέριλαντ, η εκπαίδευση γινόταν στο "Στρατόπεδο Χ" κοντά στο Τορόντο του Καναδά.[2]
Το φθινόπωρο του 1941 ο Ντόνοβαν υπέβαλε την πρώτη αναφορά της υπηρεσίας του στον Πρόεδρο. Το Γραφείο συνέχιζε να είναι μικρό από πλευράς αριθμού απασχολουμένων και είχε εστιάσει τις προσπάθειές του κυρίως στην Ευρώπη. Καθώς δεν είχε ασχοληθεί με πληροφορίες που προέρχονταν από την πλευρά του Ειρηνικού, θεωρήθηκε ότι δεν έφερε καμία ευθύνη για την απουσία πληροφοριών και την αποτυχία (κυρίως του Ναυτικού) να συγκεντρώσει πληροφορίες για την καταστροφή του Περλ Χάρμπορ το 1941.
Μετά το συμβάν οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και των συμμάχων της δυνάμεων του Άξονα. Το "μικρό" Γραφείο του Ντόνοβαν, με προϋπολογισμό 10 εκατ. δολάρια και 600 άτομα προσωπικό αντιμετώπιζε τη δυσπιστία τόσο του FBI όσο και των στρατιωτικών ηγετών, οι οποίοι θεωρούσαν τον πολίτη Ντόνοβαν παρείσακτο και θέλησαν να αναλάβουν οι ίδιοι το Γραφείο. Ο Ντόνοβαν ήταν, περιέργως, πρόθυμος να παραχωρήσει το Γραφείο στο κοινό Επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας), όμως ο Πρόεδρος δεν ήθελε να αφήσει το τμήμα του που συγκέντρωνε πληροφορίες από το εξωτερικό (Foreign Information Service FIS), το οποίο παρακολουθούσε και όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, στα χέρια των στρατιωτικών. Έτσι, διέσπασε το Γραφείο σε δύο τμήματα, το FIS, το οποίο υπήγαγε στο Υπουργείο πολέμου μαζί με το μισό του προσωπικό, και το εναπομείναν το μετονόμασε, στις 13 Ιουνίου 1942, σε Office of Strategic Services (Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών), διατηρώντας τον Ντόνοβαν επικεφαλής. Ο Ντόνοβαν είχε έτσι απαλλαγεί από τη "λευκή προπαγάνδα", όπως το επιθυμούσε, διατήρησε όμως τη "μαύρη προπαγάνδα", δηλαδή τη διασπορά ψευδών πληροφοριών στις τάξεις του εχθρού.[2]
Παρά το γεγονός ότι η συντονισμένη δράση του Κοινού Επιτελείου και του FBI επέφερε ένα ακόμη πλήγμα στο OSS, αφαιρώντας του το δικαίωμα να έχει πρόσβαση στις τηλεπικοινωνίες των εχθρικών δυνάμεων, το OSS επεκτάθηκε σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Για την καλύτερη διεξαγωγή και κατανομή των επιχειρήσεων, στο OSS δημιουργήθηκαν τα εξής τμήματα:
Το Γραφείο άρχισε να συλλέγει πληροφορίες δρώντας σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου για τις οποίες υπήρχε αμερικανικό ή συμμαχικό ενδιαφέρον. Δεν του επιτράπηκε, ωστόσο, να δράσει ούτε στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού, το οποίο ο Ντάγκλας Μακ Άρθουρ θεωρούσε "δικό του", ούτε του επιτράπηκε, ύστερα από την επιμονή του Έντγκαρ Χούβερ, οργανωτή του FBI, να δράσει στη Λατινική Αμερική.[4]
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν μέλη του προσωπικού του OSS και Βρετανοί ομόλογοί τους, το Γραφείο είχε αποτύχει στη συγκέντρωση επαρκών πληροφοριών σχετικών με το Ολοκαύτωμα. Η εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα προήλθε από δύο μέλη του προσωπικού του, τους Εβραϊκής καταγωγής Αμερικανούς που εργάζονταν στο τμήμα Έρευνας και Ανάλυσης: Οι Άμπραχαμ Ντιούκερ (Abraham Duker) και Τσαρλς Ίρβιν Ντουόρκ (Charles Irving Dwork) όχι μόνον αναγνώρισαν το Ολοκαύτωμα τη στιγμή που συνέβαινε, αλλά προσπάθησαν να συγκεντρώσουν συστηματικά τις σχετικές πληροφορίες. Τα έγγραφα με τις πληροφορίες αυτές φυλάσσονται στα Γενικά Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ (NARA) υπό την επωνυμία "Συλλογή Ντιούκερ - Ντουόρκ" (Duker-Dwork Collection), οι δύο νέοι, όμως, απέτυχαν όμως να πείσουν τους ανωτέρους τους να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στη διαπραττόμενη γενοκτονία.[6]
Το Γραφείο διαδραμάτισε, επίσης, ελάχιστο ρόλο στην Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία το 1943. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την εκστρατεία κατάληψης της Ιταλίας. Τη νύκτα της 9ης προς 10η Σεπτεμβρίου 1943 μια ομάδα Αμερικανών "Ρέιντζερς" υπό τον Ουίλιαμ Ντάρμπι (William Darby) αποβιβάστηκε πολύ κοντά στο λιμάνι του Αμάλφι. Την ομάδα συνόδευε ένα απόσπασμα του OSS, επιφορτισμένο με τη συλλογή τακτικών πληροφοριών. Όταν ο Ντάρμπι ζήτησε έναν πολύ ικανό πράκτορα για να διεισδύσει στις γερμανικές γραμμές, παρουσιάστηκε ένας Ιταλός πρώην αξιωματικός της αεροπορίας, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην ιταλική αντικατασκοπεία. Ο πράκτορας διέσχισε τις εχθρικές γραμμές, συνελήφθη από τους Γερμανούς αλλά κατάφερε να αποσπάσει την εμπιστοσύνη τους κι εκείνοι τον διόρισαν διερμηνέα. Επέστρεψε τέσσερις ημέρες αργότερα, και έδωσε στο OSS πολύτιμες πληροφορίες, οι οποίες διευκόλυναν πολύ την επικείμενη αγγλοαμερικανική απόβαση.[2]
Ίσως όμως η σημαντικότερη συνεισφορά του OSS στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων υπήρξε η από πλευράς του τότε πράκτορα Άλεν Ντάλες (Allen Dulles) του Γραφείου στη Βέρνη της Ελβετίας. Ο Ντάλες είχε καταφέρει να στρατολογήσει έναν αντιναζιστή Γερμανό ονόματι Φριτς Κόλμπε (Fritz Kolbe) ο οποίος εργαζόταν για το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών. Ο Κόλμπε είχε πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες, ενώ έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης από την υπηρεσία του. Λόγω της φύσεως της εργασίας του, κατάφερνε να ταξιδεύει συχνά στην Ελβετία και να προμηθεύει τον Ντάλες με έγγραφα δίνοντας απευθείας σε αυτόν την αναφορά του. Οι πληροφορίες του επιβεβαίωσαν πολλά από τα όσα είχαν γίνει αντιληπτά στους Συμμάχους μέσω υποκλοπών μηνυμάτων της Επιχείρησης Ultra. Ο Κόλμπε βοήθησε επίσης στον εντοπισμό μιας μείζονος διαρροής πληροφοριών στη βρετανική πρεσβεία της Άγκυρας: Τον Ιανουάριο του 1944 ένας πράκτορας των Γερμανών που εργαζόταν στην κατοικία του πρεσβευτή και διέθετε κλειδί του χρηματοκιβωτίου του είχε καταφέρει να υποκλέψει ένα απόρρητο έγγραφο με υπογραφή του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στο οποίο ο στρατηγός έγραφε "διατηρήστε την απειλή κατά των Γερμανών στην ανατολική Μεσόγειο, μέχρι να αρχίσει η επιχείρηση Overlord" (η επιχείρηση της απόβασης στη Νορμανδία. Ο πράκτορας δε συνελήφθη, αλλά δεν μπόρεσε να επαναλάβει παρόμοιες ενέργειες.[2]
Το γραφείο της Ελβετίας ήταν, επίσης, ο βασικός παράγοντας στην οργάνωση της Επιχείρησης κορν φλέικς.
Το ενδιαφέρον του OSS εκδηλώθηκε και στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η χώρα βρισκόταν κάτω από τη βρετανική επιρροή και στη χώρα δρούσαν ήδη βρετανικές υπηρεσίες κατασκοπείας. Οι δραστηριότητες του OSS επεκτάθηκαν και στη Γιουγκοσλαβία καθώς και στην Τουρκία, (Κωνσταντινούπολη) όπου οργανώθηκε ειδική επιχείρηση με το κωδικό όνομα "Project Net-1"[7]. Ωστόσο, οι διαφορές αντιλήψεων που είχαν εκδηλωθεί στις διασκέψεις της Καζαμπλάνκας και της Τεχεράνης μεταξύ Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ σχετικά με την κατάσταση που θα επικρατούσε στη μεταπολεμική Ευρώπη και ο ανταγωνισμός μεταξύ των υπηρεσιών Βρετανίας και ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα να ανακύπτουν διαφωνίες μεταξύ τους. Το OSS ενδιαφερόταν, κυρίως, για πληροφορίες που αφορούσαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία και τη διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων δολιοφθορών σε εγκαταστάσεις που θα αδυνάτιζαν την πολεμική παραγωγή της Ναζιστικής Γερμανίας.[8] Σχετική με τις δραστηριότητες του OSS στην Ελλάδα είναι και η μελέτη του Κυριάκου Ναλμπάντη[9].
Σημαντική ήταν η συμβολή του OSS στην απόβαση στη νότια Γαλλία. Ήταν ο βασικός υποκινητής και οργανωτής των δολιοφθορών που εκτελούσαν οι Γάλλοι αντάρτες του FFI, προετοιμάζοντάς την. Οι δολιοφθορές είχαν τέτοια έκταση και τόσο μέγεθος, ώστε οι Γερμανοί ήταν υποχρεωμένοι να απασχολούν μάχιμα στρατεύματα για να διατηρούν ανοικτούς τους δρόμους ανεφοδιασμού και μπορούσαν να αποστείλουν μόνο μεγάλες εφοδιοπομπές τόσο οδικώς όσο και σιδηροδρομικώς. Σημαντικές ήταν, επίσης, οι δολιοφθορές στα συστήματα επικοινωνίας τους. Ταυτόχρονα, οι πράκτορες του OSS συνέλεγαν και σημαντικές πληροφορίες. Σε ένα μνημόνιο του Επιτελείου της επιχείρησης "Dragoon", όπως ήταν ο κωδικός της επιχείρησης απόβασης στη νότια Γαλλία, αναφέρεται ότι "οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν ήταν ίσως οι πληρέστερες και λεπτομερέστερες που μας προμήθευσε ποτέ η Υπηρεσία G-2".[2]
Η δράση του Άλεν Ντάλες συνεχίστηκε και κατά την παράδοση των γερμανικών στρατευμάτων στην Ιταλία. Έχοντας αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Στρατηγό Καρλ Βολφ (Karl Wolff) ήδη από το Μάρτιο του 1945. Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ αρχικά αντιτάχθηκε σφοδρά στην παράδοση που πρότεινε ο Γερμανός στρατηγός, φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο θα εξόργιζε τους Σοβιετικούς. Στη νέα πρόταση παράδοσης που έκανε ο Γερμανός στρατηγός στις 29 Απριλίου 1945 ο Ρούζβελτ είχε, λόγω θανάτου, αντικατασταθεί από τον ως τότε Αντιπρόεδρο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος εξουσιοδότησε τον Ντάλες να την αποδεχτεί.
Η δράση του σταθμού της Βέρνης, όμως, δε σταμάτησε εδώ. Ο πράκτορας Κολμπε έφερε στον Ντάλες την πληροφορία ότι ο Ράινχαρντ Γκέλεν, επικεφαλής του γραφείου αντικατασκοπείας κατά των Σοβιετικών, ήθελε να παραδοθεί μαζί με ολόκληρη την ομάδα του. Ο Ντάλες κανόνισε την παράδοση του Γκέλεν και των ανδρών του, οι οποίοι έφεραν μαζί τους και ολόκληρο το αρχείο τους. Οι ΗΠΑ απέκτησαν έτσι ολόκληρο κατασκοπευτικό δίκτυο κατά της ΕΣΣΔ, το οποίο αξιοποίησαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου,[2] δίνοντάς του την ονομασία "Οργάνωση Γκέλεν" (Gehlen Org.).[10]
Ύστερα από την παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας, το OSS προσπάθησε να επικεντρωθεί σε δράσεις κατά της Ιαπωνίας αλλά αντιμετώπισε τη γραφειοκρατία στην Ουάσιγκτον. Ο ίδιος ο Τρούμαν αντιπαθούσε τον Ντόνοβαν, ενώ το κλίμα στο Κογκρέσο ήταν σαφώς εχθρικά διακείμενο προς παρόμοιες υπηρεσίες, φοβούμενο ότι αν παρέμεναν κάποια μέρα μπορούσαν να στραφούν και εναντίον των ίδιων των Αμερικανών πολιτών. Υπ' αυτό το πρίσμα, ούτε ο Τρούμαν επιθυμούσε τη διατήρηση του OSS, όπως είχε προτείνει ο Ντόνοβαν. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1945 ο Πρόεδρος, με ειδικό Διάταγμα, (Executive order) τη διαίρεση του OSS σε δύο τμήματα, ένα υπό το Υπουργείο Εξωτερικών και ένα υπό το Υπουργείο Πολέμου. Το Υπουργείο Εξωτερικών πήρε το τμήμα έρευνας και ανάλυσης ενώ το Υπουργείο Πολέμου τα τμήματα της Μυστικής Υπηρεσίας και Αντικατασκοπείας (το Χ-2). Το OSS διαλύθηκε οριστικά με βάση το Διάταγμα την 1η Οκτωβρίου 1945.
Το 1946 ο Τρούμαν δημιούργησε την Κεντρική Ομάδα Πληροφοριών (Central Intelligence Group) μεταβιβάζοντας σε αυτή τα τμήματα του πρώην OSS. Με την Πράξη για την Εθνική Ασφάλεια (National Security Act) το 1947 δημιουργήθηκε η πρώτη, εν καιρώ ειρήνης, Υπηρεσία πληροφοριών, που ανέλαβε ακριβώς τις αρμοδιότητες που παλαιά είχε το OSS. Επρόκειτο για τη CIA (Central Intelligence Agency).[11]