Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ακίρα Κουροσάβα[1] |
Σενάριο | Ακίρα Κουροσάβα |
Πρωταγωνιστές | Σετσούκο Χάρα, Τακάσι Σιμούρα, Σουσούμου Φουτζίτα, Denjirō Ōkōchi, Χαρούκο Σουγκιμούρα, Κουνινόρι Κοντο, Μασάο Σιμίζου, Χαρούο Τανάκα και Ακιτάκε Κόνο |
Φωτογραφία | Ασακάζου Νακάι |
Μοντάζ | Ακίρα Κουροσάβα |
Εταιρεία παραγωγής | Toho |
Διανομή | Toho και Netflix |
Πρώτη προβολή | 1946 |
Διάρκεια | 110 λεπτά |
Προέλευση | Ιαπωνία |
Γλώσσα | Ιαπωνικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας (πρωτότυπος τίτλος: わが青春に悔なし, Χέπμπορν: Waga seishun ni kuinashi) είναι ιαπωνική ταινία του 1946 σε σκηνοθεσία Ακίρα Κουροσάβα.
Το πρώτο φιλμ που ο Κουροσάβα γύρισε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ταινία έχει σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από τη δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασίζεται στην "πτώση του Τακικάβα", γεγονός που έλαβε χώρα το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξαιτίας των πολιτικών απόψεών του, επειδή φαινόταν να υποστηρίζει την Αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών.
Η ταινία αρχίζει το 1933. Οι φοιτητές στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Κιότο διαμαρτύρονται για την ιαπωνική εισβολή στη Μαντσουρία. Ο διαπρεπής καθηγητής Γιαγκιχάρα (Ντεντζίρο Οκότσι) απαλλάσσεται από τη θέση του εξαιτίας των απόψεών του εναντίον του φασισμού. Την κόρη του καθηγητή, Γιούκι (Σετσούκο Χάρα) φλερτάρουν δύο φοιτητές του πατέρα της: ο Νόγκε (Σουσούμου Φουτζίτα) και Ιτοκάουα (Ακιτάκε Κόνο). Ο Ιτοκάουα είναι σταθερός και μετριοπαθής, ενώ ο Νόγκε παθιασμένος και ακραίος αριστερός. Παρόλο που μαλώνει μαζί του έντονα, η Γιούκι τελικά έλκεται από το Νόγκε.
Ο Νόγκε εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια μιας αντιπολεμικής φοιτητικής διαδήλωσης, που έχει ως αποτέλεσμα να συλληφθεί και να περάσει τέσσερα χρόνια στη φυλακή. Μέχρι ο Ιτοκάουα, τώρα δημόσιος κατήγορος της κυβέρνησης, λέει στη Γιούκι για τη τύχη του Νόγκε, αυτός έχει ήδη αποφυλακιστεί εδώ και ένα χρόνο. Την προειδοποιεί ότι είναι ένας άλλος άνθρωπος και δεν είναι πλέον όπως τον θυμάται η Γιούκι.
Ο Ιτακάουα φέρνει τον Νόγκε στην κατοικία των Γιαγκιχάρα. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο καθηγητής Γιαγκιχάρα αναφέρει ότι ο Νόγκε δεν θα είχε αποφυλακιστεί εκτός αν η κυβέρνηση είχε πειστεί ότι ο Νόγκε έχει «μεταστραφεί» από τις ριζοσπαστικές του ιδέες. Ο Νόγκε το επιβεβαιώνει και λέει ότι ο Ιτοκάουα εγγυήθηκε για εκείνον και επιπλέον του είχε βρει και δουλειά στο στρατό.
Αφού αντιλαμβάνεται ότι ο Νόγκε έχει αλλάξει από τον καιρό που ήταν στο πανεπιστήμιο, η Γιούκι αποχωρεί από το τραπέζι και κλειδώνεται στο δωμάτιό της. Η μητέρα της τελικά της λέει ότι οι νεαροί αποχωρούν. Η Γκιούκι διστάζει να τους ξεπροβοδίσει, αλλά όταν η μητέρα της λέει ότι ο Νόγκε φεύγει για την Κίνα αποφασίζει να δει τον Νόγκε μια τελευταία φορά για να τον αποχαιρετήσει.
Μετά την αποχώριση του Νόγκε, η Γιόυκι αρχίζει να μαζεύει τα πράγματά της για το Τόκιο και έχει μια μεγάλη συζήτηση με τον πατέρα της. Για τρία χρόνια στο Τόκιο η Γιύκι κάνει μικροδουλειές για να τα βγάλει πέρα. Μια μέρα συναντάει τον Ιτακάουα και της λέει ότι ο Νόγκε είναι στην πόλη. Πηγαίνει στα γραφεία που δουλεύει ο Νόγκε, αλλά είναι επιφυλακτική να τον δει. Η Γιούκι εμφανίζεται αρκετές φορές έξω από τα γραφεία, μέχρι που τελικά ο Νόγκε την προσέχει. Περνάνε αρκετά χρόνια μαζί και παντρεύονται.
Η Γιούκι ανακαλύπτει ότι ο Νόγκε εμπλέκεται σε επικίνδυνες και παράνομες δραστηριότητες, αλλά συμφωνούν ότι δεν πρέπει να γνωρίζει ακριβώς τη φύση τους. Ο Νόγκε συλλαμβάνεται τη νύχτα πριν πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Η Γιούκι ανακρίνεται, αλλά δεν δίνει καμία πληροφορία. Κατά την ανάκριση την κακομεταχειρίζονται, αλλά ο Ιτοκάουα τελικά καταφέρνει να αφεθεί ελεύθερη.
Οι γονείς της παίρνουν το τρένο για το Τόκιο όπου ο πατέρας της Γιούκι συναντιέται με τον Ιτοκάουα, τον ευχαριστεί γι’ αυτό που έκανε, και τον πληροφορεί ότι σκοπεύει να εκπροσωπήσει τον Νόγκε στο δικαστήριο. Ο Ιτοκάουα απαντάει με θλίψη ότι ο Νόγκε πέθανε την προηγούμενη νύχτα. Η Γιούκι είναι συντετριμμένη. Φέρνει τις στάχτες του στους γονείς του, που είναι αγρότες στην εξοχή, και τους λέει ότι είναι η γυναίκα του. Ο πατέρας του Νόγκε την απορρίπτει, πιστεύοντας ότι έχει έρθει για να τους χλευάσει που ο γιος τους ήταν κατάσκοπος αλλά η Γιούκι μένει και δουλεύει στους ορυζώνες μαζί τους. Στο χωριό τους περιφρονούν και τους παρενοχλούν, αλλά η Γιούκι προσπαθεί να τους πείσει ότι είναι ειλικρινής και ότι ο γιος τους ήταν καλός άνθρωπος. Η δουλειά στα χωράφια είναι σκληρή, αλλά είναι αποφασισμένη να αποδείξει την αξία της, δουλεύοντας ακόμα και με υψηλό πυρετό.
Τη νύχτα που η Γιούκι και η πεθερά της τελειώνουν τελικά τη σπορά στα χωράφια, οι γείτονες εισβάλουν κρυφά και καταστρέφουν τη δουλειά τους. Όταν τελικά θρηνεί για το βανδαλισμό, ο πατέρας το Νόγκε τελικά την αποδέχεται και ο γιος του εξιλεώνεται στα μάτια του. Μετά το τέλος του πολέμου, ο καθηγητής Γιαγκιχάρα αποκαθίσταται στη θέση του και ο Νόγκε τιμάται για τις αντιπολεμικές του προσπάθειες. Η Γιούκι επιστρέφει στο Κιότο για να επισκεφθεί τους γονείς της. Η μητέρα της Γιούκι την προσκαλεί να μείνει, καθώς φαίνεται ότι η κόρη της πέτυχε το σκοπό της, να μην ντρέπονται πια οι γονείς του Νόγκε για το γιο τους. Όμως, τώρα νοιώθει πιο καλά να φυτεύει ρύζι από το να παίζει πιάνο και βλέπει την αξία στην δουλειά στη κοινότητα που έχει ακόμα ανάγκη το χωριά, και έτσι επιστρέφει στους γονείς του Νόγκε.