Το Δενδρόσπιτο είναι μία ανθρώπινη, συνήθως ξύλινη προσωρινή κατασκευή, που αποτελείται κυρίως από δύο μέρη. Τη βάση και το κτίσμα.
Η βάση αποτελείται πιο συχνά από κομμένους κορμούς δένδρων. Αυτή εδράζει σε χοντρά κλαδιά ενός ψηλού δένδρου εν είδη πλατφόρμας σε ύψος περίπου 2 μ., επί της οποίας τοποθετείται ένα μικρό σπιτάκι, ενώ μπορεί να υπάρχει και μία στέγη, σε μορφή πυραμίδας. Η παράδοση της δημιουργίας τέτοιου είδους κατασκευών πηγάζει από τα προϊστορικά [1], ακόμη χρόνια, ενώ στη σύγχρονη εποχή μπορεί να έχει διάφορες χρήσεις, ως τόπος αναψυχής μικρών παιδιών αλλά και ενηλίκων (π.χ. σε παιδότοπους ή ξενοδοχειακές μονάδες), αποθήκη ή και εργαστήριο, παρατηρητήριο, καταφύγιο υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, άγρια ζώα[2] κ.α. Στη μοντέρνα ζωή, πάντως, η δημιουργία δενδρόσπιτων για μόνιμη κατοικία, προτείνεται σε ορισμένες περιπτώσεις για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Προκειμένου, ωστόσο, να μην επιβαρυνθεί το δένδρο που φιλοξενεί ένα δενδρόσπιτο, έχουν προταθεί συγκεκριμένοι κατασκευαστικοί τύποι[3]κ.α.
Τα δενδρόσπιτα έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή σε χώρες του Δυτικού κόσμου, όπως οι ΗΠΑ και πολλά από τα ευρωπαϊκά κράτη[4]. Σήμερα σε Αμερική και Ευρώπη δραστηριοποιούνται περισσότερες από 30 επιχειρήσεις κατασκευής δενδρόσπιτων, οι οποίες προσφέρουν μία μεγάλη ποικιλία από σχέδια όσον αφορά στη δομή και τη φυσιογνωμία των κατασκευών τους[5]. Η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου ενός δενδρόσπιτου είναι ένας ακόμη εμπορικός τομέας που γνωρίζει άνθηση τα τελευταία χρόνια.
Η ζωή σε δενδρόσπιτα (tree sitting) έχει υιοθετηθεί από ανθρώπινες κοινότητες που είναι ευαισθητοποιημένες στην προστασία του περιβάλλοντος, ως ένα μέσο πίεσης προς τις αρχές να ματαιώσουν δημόσια έργα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν καταστροφές του φυσικού τοπίου. Μία από τις πιο γνωστές ακτιβίστριες που εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο διαμαρτυρίας είναι η Αμερικανίδα Julia Baterfly Hill (γενν. 1974), η οποία κατασκεύασε τεράστιες πλατφόρμες πάνω από το έδαφος, εντός ενός δάσους στην Καλιφόρνια, παραμένοντας εκεί για 2 έτη (1997 - 1999)[6].