Μάχη του Γκρόζνι (1999–2000) | |||
---|---|---|---|
Μέρος του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας. | |||
Τσετσενική Δημοκρατία της Ιτσκερίας | |||
Χρονολογία | 25 Δεκεμβρίου 1999 – 6 Φεβρουαρίου 2000 (1 μήνας, 1 εβδομάδα και 5 ημέρες) | ||
Τόπος | Γκρόζνυ, Τσετσενία 43°18′45″N 45°41′55″E / 43.31250°N 45.69861°EΣυντεταγμένες: 43°18′45″N 45°41′55″E / 43.31250°N 45.69861°E | ||
Μέθοδοι | Βομβαρδισμοί πυροβολικού & αεροπορίας | ||
Έκβαση | Νίκη της Ρωσίας Κατάληψη του Γκρόζνυ από τις ρωσικές δυνάμεις | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Η δεύτερη μάχη του Γκρόζνι - (Битва за Грозный) ήταν το κύριο γεγονός του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας που διεξήχθη, μεταξύ των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων και των Τσετσένων αυτονομιστών της τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιχκερίας.
Το Γκρόζνι πολιορκήθηκε ασφυκτικά από τα τέλη Νοεμβρίου του 1999 και η κατάκτησή του, λόγω της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων του, πραγματοποιήθηκε δυο μήνες μετά, αρχές Φεβρουαρίου του 2000.
Η πολιορκία και οι μάχες άφησαν την πρωτεύουσα κατεστραμμένη. Το 2003, τα Ηνωμένα Έθνη χαρακτήρισαν το Γκρόζνυ την πιο κατεστραμμένη πόλη στη Γη.[8] Εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν μεταξύ 5.000 [9] και 8.000 άμαχοι[10] κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, καθιστώντας το το πιο αιματηρό επεισόδιο του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας.
Στις 15 Οκτωβρίου 1999, μετά από μια έντονη επίθεση από άρματα μάχης και πυροβολικού εναντίον Τσετσένων αυτονομιστών, οι ρωσικές δυνάμεις ανέλαβαν τον έλεγχο μιας στρατηγικής κορυφογραμμής εντός της εμβέλειας του πυροβολικού του Γκρόζνι. Στη συνέχεια έκαναν πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβουν θέσεις στα περίχωρα της πόλης. Στις 4 Δεκεμβρίου, ο διοικητής των ρωσικών δυνάμεων στον Βόρειο Καύκασο, στρατηγός Βίκτορ Καζάντσεφ, ισχυρίστηκε ότι το Γκρόζνι είχε αποκλειστεί πλήρως από τα ρωσικά στρατεύματα.
Ο στρατηγός Ανατόλι Κβάσιν, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατού, προέβλεψε ακόμη και ότι οι αντάρτες θα εγκατέλειπαν μόνοι τους την πρωτεύουσα της Τσετσενίας, ενώ οι άμαχοι προτρέπονταν να αποσυρθούν από το φόβο της εκτεταμένης καταστροφής.[4] Υποστηριζόμενη από τη Ρωσική Αεροπορία, η ρωσική δύναμη υπερτερούσε κατά πολύ των Τσετσένων αυτονομιστών, που αριθμούσαν περίπου 3.000 έως 6.000 μαχητές. Ήταν σημαντικά μεγαλύτερη και πολύ καλύτερα προετοιμασμένη από τη δύναμη που στάλθηκε για να καταλάβει την πρωτεύουσα της Τσετσενίας στον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η ρωσική τακτική το 1999 ήταν να στείλει άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και να υποβάλει τους οχυρωμένους Τσετσένους σε έντονο βαμβαρδισμό από πυροβολικό και αεροπορία, πριν εμπλακεί με σχετικά μικρές μονάδες πεζικού, πολλές από τους οποίες είχαν προηγούμενη εκπαίδευση στον αστικό πόλεμο. Οι ρωσικές δυνάμεις βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε πυραυλικά συστήματα όπως τα BM-21 Grad,[11] BM-27 Uragan, BM-30 Smerch, βαλλιστικούς πυραύλους (SCUD, OTR-21 Tochka), καθώς και βόμβες διασποράς.[12] (Το σύστημα TOS-1, ένας εκτοξευτής πολλαπλών πυραύλων με θερμοβαρικές κεφαλές, έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην επίθεση). Αυτά τα όπλα υπερνίκησαν τους Τσετσένους, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, ενώ αεροπορικές επιδρομές χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να επιτεθούν σε μαχητές που κρύβονταν στα υπόγεια.
Τον Νοέμβριο, το Κρεμλίνο διόρισε τον Μπεσλάν Γκανταμίροφ, πρώην δήμαρχο του Γκρόζνι, επικεφαλής του Κρατικού Συμβουλίου της Τσετσενίας (το οποίο ήταν υπέρ της Μόσχας). Ο Γκανταμίροφ είχε μόλις λάβει αμνηστία από τον Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν και είχε απελευθερωθεί από την ποινή φυλάκισης 6 ετών που εξέτιε για υπεξαίρεση ομοσπονδιακών κεφαλαίων που είχαν προβλεφθεί για την ανοικοδόμηση της Τσετσενίας το 1995 και το 1996. Ο Γκανταμίροφ επιλέχθηκε να ηγηθεί μιας Ρωσοτσετσενικής πολιτοφυλακής στην επερχόμενη μάχη. Ωστόσο, ο υπουργός Εσωτερικών Βλαντιμίρ Ρουσάιλο αρνήθηκε να προμηθεύσει την πολιτοφυλακή με βαρέα όπλα, περιορίζοντας το οπλοστάσιο τους σε «παρωχημένα AK-47» και κατηγόρησε τον Γκανταμίροφ ότι δέχεται οποιονδήποτε θα προσφερόταν εθελοντικά, συμπεριλαμβανομένων των ανταρτών αυτονομιστών.[6] Η πολιτοφυλακή, που χρησιμοποιείται συχνά για να ηγηθεί των ομοσπονδιακών δυνάμεων, υπέστη σοβαρές απώλειες, χάνοντας περισσότερους από 700 άνδρες στη μάχη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Τα ρωσικά χερσαία στρατεύματα προχώρησαν αργά και το Γκρόζνι περικυκλώθηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1999. Απαιτήθηκαν περισσότερες από δύο επιπλέον εβδομάδες βομβαρδισμών προτού τα ρωσικά στρατεύματα μπορέσουν να διεκδικήσουν ερείσματα σε οποιοδήποτε μέρος της πόλης. Οι ρωσικές χερσαίες δυνάμεις συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους αντάρτες μαχητές καθώς, εξαναγκαζόμενες σε αργή προέλαση, γειτονιά-γειτονιά με τις μάχες να επικεντρώνονται σε έναν στρατηγικό λόφο με θέα στην πόλη. Και οι δύο πλευρές κατηγόρησαν η μία την άλλη ότι εξαπέλυσαν χημικές επιθέσεις.[13] Οι ισχυρισμοί για χημικές επιθέσεις ενδέχεται να προέρχονται από την παρατήρηση υπολειμμάτων αερίων εκρηκτικών από θερμοβαρικούς πυραύλους TOS-1 ή χημικά που μπορεί να είχαν διαφύγει από κατεστραμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Οι φήμες για επιθέσεις με αέριο και οι διχασμοί μεταξύ των Τσετσένων (οι ισλαμιστές εξτρεμιστές κατηγορήθηκαν για την πρόκληση του πολέμου), συνέβαλαν στην εγκατάλειψη του Γκρόζνι από πολλούς αντάρτες μαχητές.[14] Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Ρωσία κατέλαβε την πόλη Ούρους Μάρταν, το προπύργιο των αυτονομιστών κοντά στο Γκρόζνι, αφού είχε χτυπηθεί με σφοδρούς βομβαρδισμούς από αέρος και πυροβολικού για αρκετές εβδομάδες.[15]
Η πλειοψηφία του άμαχου πληθυσμού της πόλης άρχισε να αποχωρεί μετά τις επιθέσεις με πυραύλους στις αρχές του πολέμου, αφήνοντας τους δρόμους ως επί το πλείστον έρημους. Περίπου 40.000 άμαχοι, συχνά ηλικιωμένοι, φτωχοί και ανάπηροι, παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα υπόγεια κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, υποφέροντας από το κρύο και την πείνα. Μερικοί από αυτούς σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Στις 3 Δεκεμβρίου, περίπου 40 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν μια αυτοκινητοπομπή προσφύγων που προσπαθούσε να εγκαταλείψει τις πολιορκημένες περιοχές δέχτηκε πυρά.[16] Περίπου 250 με 300 άνθρωποι που σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να δραπετεύσουν τον Οκτώβριο του 1999, μεταξύ των χωριών Γκορυατσέβονσκ και Πετροπαβλόσκαγια, θάφτηκαν σε έναν ομαδικό τάφο.[17][18] Οι ρωσικές δυνάμεις που πολιορκούσαν το Γκρόζνι σχεδίαζαν να επιτεθούν στην πόλη με σφοδρό βομβαρδισμό από αεροπορία και πυροβολικό, σκοπεύοντας να ισοπεδώσουν την πόλη σε βαθμό που να ήταν αδύνατο για τους αντάρτες να την υπερασπιστούν. Στις 5 Δεκεμβρίου, τα ρωσικά πολεμικά αεροπλάνα έριξαν φυλλάδια με προειδοποίηση από το γενικό επιτελείο. Οι Ρώσοι έθεσαν τελεσίγραφο, προτρέποντας τους κατοίκους του Γκρόζνι να φύγουν με κάθε δυνατό μέσο έως τις 11 Δεκεμβρίου 1999, δηλώνοντας ότι "άτομα που θα μείνουν στην πόλη θα θεωρούνται τρομοκράτες και ληστές και θα χτυπηθούν από το πυροβολικό και την αεροπορία. Όχι άλλες διαπραγματεύσεις.Όποιος δεν φύγει από την πόλη θα πεθάνει".[19]
Οι Ρώσοι διοικητές ετοίμασαν έναν ασφαλή διάδρομο για όσους επιθυμούσαν να φύγουν από το Γκρόζνι, αλλά οι αναφορές από την εμπόλεμη ζώνη έδειχναν ότι λίγοι άνθρωποι τον χρησιμοποίησαν όταν άνοιξε στις 11 Δεκεμβρίου. Οι απελπισμένοι πρόσφυγες που διέφυγαν έλεγαν ιστορίες για βομβαρδισμούς και βαρβαρότητας.[20] Η Ρωσία ανέφερε τον αριθμό των ατόμων που απέμειναν στο Γκρόζνι σε 15.000, ενώ μια ομάδα Τσετσένων εξόριστων στη Γενεύη επιβεβαίωσε άλλες αναφορές που υπολογίζουν τον άμαχο πληθυσμό σε 50.000. Η Ρωσία απέσυρε τελικά το τελεσίγραφο μπροστά στη διεθνή κατακραυγή από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκ "καταδίκασε έντονα" τη ρωσική κίνηση αναφέροντας: "Ο Μιλόσεβιτς το έκανε στο Κοσσυφοπέδιο και καταδικάζουμε σθεναρά αυτό που κάνει η Ρωσία στην Τσετσενία".[21]
Οι πρώτες μάχες επικεντρώθηκαν στα ανατολικά προάστια του Γκρόζνι, με ομάδες αναγνώρισης να εισέρχονται στην πόλη για να εντοπίσουν τις θέσεις των ανταρτών. Η ρωσική τακτική ήταν να προσελκύει τα πυρά από τους αντάρτες, στη συνέχεια να αποσύρεται και να χτυπώνται οι θέσεις της Τσετσενίας με πυροβολικό και πυραύλους. Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου, τα ρωσικά στρατεύματα είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του κύριου αεροδρομίου της Τσετσενίας, το οποίο βρίσκεται στο προάστιο Χανκάλα (ήταν η κύρια ρωσική στρατιωτική βάση κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου και ήταν ένας από τους πρώτους στόχους που χτυπήθηκαν από πολεμικά αεροσκάφη στην αρχή της εμπλοκής της Ρωσίας στον δεύτερο πόλεμο). Την επόμενη μέρα, περισσότεροι από 100 Ρώσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν όταν μια φάλαγγα τεθωρακισμένων δέχθηκε ενέδρα στην πλατεία Μινούτκα, όπως ανέφεραν το Reuters και οι ανταποκριτές του Associated Press, κάτι το οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά η ρωσική κυβέρνηση.[22][23]
Στις 2 Ιανουαρίου, Τσετσένοι μαχητές επιτέθηκαν και κατέστρεψαν μια ρωσική φάλαγγα τεθωρακισμένων που είχε εισέλθει στο χωριό Ντούμπα-Γουρτ την προηγούμενη μέρα. Την επόμενη μέρα, ο στρατηγός Βαλεντίν Ασταβίεφ δήλωσε στην κρατική τηλεόραση ότι οι ρωσικές δυνάμεις είχαν μόνο τρεις νεκρούς τις προηγούμενες 24 ώρες. Ωστόσο, ο διοικητής μιας μονάδας του υπουργείου Εσωτερικών στο Γκρόζνι είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι 50 άνδρες σκοτώθηκαν τις προηγούμενες 48 ώρες. Στις 4 Ιανουαρίου, Τσετσένοι μαχητές στο Γκρόζνι εξαπέλυσαν μια σειρά από αντεπιθέσεις και έσπασαν τις ρωσικές γραμμές σε τουλάχιστον δύο σημεία, καταλαμβάνοντας προσωρινά το χωριό Αλκάν-Κάλα.[24] Η υποστήριξη της ρωσικής κοινής γνώμης για τον πόλεμο, η οποία ήταν προηγουμένως συντριπτική, φαινόταν να εξασθενεί καθώς αυξάνονταν τα θύματα και η κυβέρνηση προχώρησε σε μια αυξανόμενη λογοκρισία στα ελεγχόμενα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων.[25] Οι βομβαρδισμοί της Ρωσίας άρχισαν να έχουν αποτέλεσμα: χρησιμοποιώντας πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών και μαζικά πυρά αρμάτων και πυροβολικού, οι Ρώσοι ισοπέδωσαν μεγάλα τμήματα του Γκρόζνι προετοιμάζοντας μια ολοκληρωτική επίθεση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στις 10 Ιανουαρίου, οι τσετσενικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια αντεπίθεση για να υποστηρίξουν τη φρουρά στο Γκρόζνι, ανακατέλαβαν για λίγο τις πόλεις Σάλι, Άργκουν και Γκούντερμες και άνοιξαν έναν νέο διάδρομο ανεφοδιασμού προς την πρωτεύουσα.[26] Σε συντονισμένες επιθέσεις, οι Τσετσένοι έστησαν επίσης ενέδρα σε μια φάλαγγα ανεφοδιασμού στον δρόμο Άργκουν-Γκούντερμες κοντά στο χωριό Ντζάλκα, σκοτώνοντας τουλάχιστον 26 στρατιώτες με τον μεγαλύτερο επίσημο απολογισμό νεκρών μιας ημέρας από την έναρξη του πολέμου τον Σεπτέμβριο. Ο διοικητής για τον Βόρειο Καύκασο, στρατηγός Κάζαντζεφ, κατηγόρησε τις μεγάλες απώλειες σε λάθη αξιωματούχων που επέτρεψαν στους αντάρτες να αντεπιτεθούν και δήλωσε ότι από εδώ και πέρα μόνο αγόρια κάτω των 10 ετών, ηλικιωμένοι άνω των 60 ετών και κορίτσια ή γυναίκες θα θεωρούνταν πρόσφυγες.[27] Στις 15 Ιανουαρίου, οι Ρώσοι είπαν ότι 58 Τσετσένοι σκοτώθηκαν καθώς προσπάθησαν να φύγουν από το Γκρόζνι.[28]
Μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες είχαν ξεκινήσει μια προέλαση στο κέντρο του Γκρόζνι από τρεις κατευθύνσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, πολλά προάστια και βασικά κτίρια που γειτνιάζουν με το κέντρο της πόλης άλλαξαν πλευρά αρκετές φορές. Σε ορισμένα επεισόδια, μικρές ομάδες ανταρτών απέκοψαν τις εκτεθειμένες ρωσικές μονάδες από τις κύριες δυνάμεις. Στις 19 Ιανουαρίου, σε μια μεγάλη αποτυχία για τις ρωσικές δυνάμεις, Τσετσένοι ελεύθεροι σκοπευτές σκότωσαν έναν από τους Ρώσους διοικητές, τον στρατηγό Μιχαήλ Μαλοφέγιεφ. Τα ρωσικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν τη σορό του παρά μόνο πέντε ημέρες αργότερα. Δύο ημέρες αργότερα, μια ρωσική μονάδα έχασε 20 άνδρες που σκοτώθηκαν στο βορειοδυτικό Γκρόζνι, αφού οι αντάρτες πέρασαν μέσα από αγωγούς αποχέτευσης και τους επιτέθηκαν από το πίσω μέρος.[29] Στις 26 Ιανουαρίου, η ρωσική κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι 1.173 στρατιώτες είχαν σκοτωθεί στην Τσετσενία από την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο.[30] Αυτός ο αριθμός ήταν υπερδιπλάσιος από τους 544 νεκρούς που αναφέρθηκαν 19 ημέρες νωρίτερα, στις 6 Ιανουαρίου,[24] με μόλις 300 νεκρούς να αναφέρονται στις 4 Ιανουαρίου,[25] υποδεικνύοντας πολλές απώλειες στις μάχες του Γκρόζνι και αλλού κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα.
Οι κύριες δυνάμεις της Τσετσενίας άρχισαν να αποχωρούν την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου και την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμερινής καταιγίδας, μετά από μια προσπάθεια να δωροδοκήσουν την έξοδο τους. Μια ομάδα αναγνώρισης που έστειλαν μπροστά δεν κατάφερε να επιστρέψει, αλλά οι διοικητές αποφάσισαν να φύγουν ούτως ή άλλως.[31] Περίπου 4.000 αντάρτες [32] και μερικοί πολίτες,[33] κινούμενοι προς νοτιοδυτική κατεύθυνση, αντιμετωπίστηκαν με βαριά πυρά πυροβολικού. Η φάλαγγα των περίπου 2.000 μαχητών, αρκετές εκατοντάδες πολίτες και 50 Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου, μπήκε σε ένα ναρκοπέδιο μεταξύ της πόλης και του χωριού Αλκάν-Κάλα. Οι ρωσικές δυνάμεις τους έστησαν ενέδρα καθώς περνούσαν μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Σούντζα και τους βομβάρδισαν με πυρά πυροβολικού. Οι Τσετσένοι προχώρησαν μέσα από το ναρκοπέδιο, όπου δεκάδες μαχητές σκοτώθηκαν από το συνδυασμό των πυρών πυροβολικού και τη διέλευση του ναρκοπεδίου,[31] συμπεριλαμβανομένων αρκετών κορυφαίων τσετσένων διοικητών.
Οι αντάρτες ανέφεραν ότι έχασαν περίπου 400 μαχητές στο ναρκοπέδιο στο Αλκάν-Κάλα,[34] μεταξύ των οποίων 170 σκοτώθηκαν. Περίπου 200 από τους τραυματίες ακρωτηριάστηκαν, μεταξύ των οποίων ο Αμπντούλ-Μάλικ Μεζίντοφ και Σαμίλ Μπασάγιεφ, (ο τελευταίος πάτησε μια νάρκη ενώ οδηγούσε τους άνδρες του).[35] Συνολικά, υπήρξαν τουλάχιστον 600 θύματα κατά τη διάρκεια της απόδρασης. Οι Ρώσοι στρατηγοί αρχικά αρνήθηκαν να παραδεχτούν ότι οι Τσετσένοι είχαν αποδράσει από την αποκλεισμένη πόλη, λέγοντας ότι οι σκληρές μάχες συνεχίζονταν εντός της πόλης. Ο βοηθός του Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και ο εκπρόσωπος της ρωσικής κυβέρνησης για την Τσετσενία, Σεργκέι Γιαστρζέμπσκι, είπε ότι εάν οι αντάρτες εγκατέλειπαν το Γκρόζνι, "θα σας είχαμε ενημερώσει".[3] Ο στρατηγός Βίκτορ Καζάντσεφ υποστήριξε ότι έως και 500 αντάρτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.[36]
Μετά από μερικές μάχες στα περίχωρα του χωριού, το ίδιο το Alkhan-Kala χτυπήθηκε από τακτικούς πυραύλους OTR-21 Tochka με κεφαλές βομβών διασποράς, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας πολλούς αμάχους.[37] Οι αντάρτες προχώρησαν, αλλά αρκετοί τραυματίες μαχητές αφέθηκαν στο τοπικό νοσοκομείο και συνελήφθησαν από τους Ρώσους. Στις 4 Φεβρουαρίου, οι ρωσικές δυνάμεις, που υποτίθεται ότι προσπάθησαν να εμποδίσουν τους Τσετσένους από οποιαδήποτε περαιτέρω υποχώρηση, βομβάρδισαν το χωριό Κατύρ-Γουρτ. Έως και 20.000 πρόσφυγες δημιουργήθηκαν από τον έντονο βομβαρδισμό που διήρκεσε για δύο ημέρες και σκότωσε εκατοντάδες αμάχους, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού μιας νηοπομπής πολιτών που προσπαθούσε να εγκαταλείψει τον οικισμό κατά τη διάρκεια μιας παύσης των μαχών.[38] Σύμφωνα με μάρτυρες, μετά τις 5 Φεβρουαρίου σκοτώθηκαν δεκάδες πολίτες μόνο σε μια μέρα, όταν το Novye Aldi λεηλατήθηκε από την OMON (ειδικά αστυνομικά στρατεύματα). Ένα ανταρτικό πολεμικό συμβούλιο πραγματοποιήθηκε στο χωριό Άλκαν-Γουρτ, όπου αποφασίστηκε ότι οι τσετσενικές δυνάμεις θα αποσυρθούν στα απρόσιτα φαράγγια Βεντένο και Άργκουν στα νότια βουνά για να συνεχίσουν μια αντάρτικη εκστρατεία κατά των Ρώσων.
Ο Πρόεδρος Πούτιν ανακοίνωσε την απελευθέρωση του Γκρόζνι και είπε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έληξαν.[39] Πολλά κατεστραμμένα ή ναρκοθετημένα κτίρια ανατινάχτηκαν, συμπεριλαμβανομένων όλων των πολυώροφων κτιρίων γύρω από την πλατεία Minutka.[40] Στις 21 Φεβρουαρίου, οι ρωσικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μια στρατιωτική παρέλαση για να τιμήσουν την Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας (πρώην Ημέρα του Σοβιετικού Στρατού) και για να συμβολίσουν τη φημολογούμενη τελική ήττα των ανταρτών της Τσετσενίας. Ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Ιγκόρ Σεργκέεφ δήλωσε κατά τη διάρκεια της τελετής ότι η τελική φάση της επιχείρησης "για την καταστροφή ληστών και τρομοκρατικών ομάδων που προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τη Ρωσία" είχε ολοκληρωθεί.[41] Αρκετές εκατοντάδες αντάρτες παρέμειναν στα παγιδευμένα ερείπια, χτυπώντας τους Ρώσους με περιστασιακά πυρά. Λόγω των κινδύνων των ελεύθερων σκοπευτών και των ναρκών, μόλις στις 6 Φεβρουαρίου οι Ρώσοι μπόρεσαν να υψώσουν τη ρωσική σημαία πάνω από το κέντρο της πόλης.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σύμφωνα με τη ΜΚΟ Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι Ρώσοι στρατιώτες διέπραξαν ομαδικές εκτελέσεις κατοίκων του Γκρόζνι.[42] Η γαλλική ΜΚΟ "Γιατροί του Κόσμου" έκανε λόγο για πράξεις που συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.[42] Οι παρατηρητές των Ηνωμένων Εθνών που εισήλθαν στην πόλη με την πρώτη συνοδεία διεθνούς βοήθειας ανακάλυψαν "μια κατεστραμμένη και προσώρας ανασφαλή έρημο γεμάτη πτώματα". Υπήρχαν περίπου 21.000 άμαχοι ακόμα στο Γκρόζνι.[43] Οι απώλειες της πόλης δεν μετρήθηκαν ποτέ. Τα περισσότερα από τα πτώματα εκκαθαρίστηκαν το 2000 και το 2001, αλλά ένας ομαδικός τάφος που χρονολογείται από την εποχή της μάχης ανακαλύφθηκε το 2006 στην πρώην περιοχή Κίροφ Παρκ του Γκρόζνι.[44][45] Τον Μάρτιο, ο ρωσικός στρατός άρχισε να επιτρέπει στους πρόσφυγες να επιστρέψουν στην πόλη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Περίπου 500 (σύμφωνα με Ρωσικές εκτιμήσεις) έως 1.000 αντάρτες (ισχυρισμοί Τσετσένων) [46] παρέμειναν στην πόλη, και περισσότεροι επέστρεψαν αργότερα με τους πολίτες. Συνήθως κρύβονταν σε σήραγγες επικοινωνίας και υπόγεια κατεστραμμένων κτιρίων την ημέρα και έβγαιναν τη νύχτα για να χτυπήσουν ρωσικές θέσεις.
Τον Ιούνιο του 2000, οι μονάδες της ρωσικής αστυνομίας και των ειδικών δυνάμεων ξεκίνησαν μια επιχείρηση εκκαθάρισης κατά των ανταρτικών δυνάμεων στο Γκρόζνι, αλλά οι βομβαρδισμοί και οι συγκρούσεις στην πόλη συνεχίστηκαν καθώς οι αντάρτες κρύφτηκαν ανάμεσα στον μερικώς επιστρέφοντα άμαχο πληθυσμό. Σύμφωνα με τον δήμαρχο Μπισλάν Γκανταμίροφ, οι αντάρτες βοηθούνταν από την αστυνομία της Τσετσενίας και οι Ρώσοι σκότωναν παράνομα έως και 15 Τσετσένους την ημέρα στο Γκρόζνι. Σύμφωνα με τον Ρώσο στρατιωτικό αναλυτή Πάβελ Φελγκενχάουερ, κάποιος θα μπορούσε «να ληστέψει, να βιαστεί ή να τουφεκιστεί ανά πάσα στιγμή – ακόμα κι αν είναι ... πιστός στη Ρωσία».[47] I Σε πολλά περιστατικά, ελικόπτερα καταρρίφθηκαν από πυραύλους πάνω από το Γκρόζνι, σκοτώνοντας έναν αριθμό υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματούχων. Στη συντριβή του Khankala Mi-26 το 2002, την πιο θανατηφόρα επίθεση, σκοτώθηκαν περισσότεροι από 120 στρατιώτες. Υπήρξε επίσης μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων εναντίον κτιρίων τοπικής αυτοδιοίκησης (συμπεριλαμβανομένων βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας ). Η βομβιστική επίθεση στο Γκρόζνι το 2002 κατέστρεψε την έδρα της τσετσενικής κυβέρνησης που ήταν προσκείμενη στη Μόσχα, σκοτώνοντας τουλάχιστον 83 ανθρώπους. Στρατιωτικές εγκαταστάσεις και αστυνομικά τμήματα δέχθηκαν επίσης επίθεση και υπήρξαν πολλά πυρά ελεύθερων σκοπευτών με το φως της ημέρας και άλλα επεισόδια, όλα με στόχο να σκοτώσουν ή να συλλάβουν Ρώσους στρατιώτες που βγήκαν στους δρόμους μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι εχθροπραξίες έγιναν πιο σποραδικές καθώς περνούσαν τα χρόνια και η σύγκρουση στην Τσετσενία γενικά λιγότερο έντονη. Τελικά, οι επιθέσεις στην πρωτεύουσα αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο.[48] Μεγάλης κλίμακας προσπάθειες αποκατάστασης της πόλης πραγματοποιήθηκαν μετά το 2006, συχνά συνοδευόμενες από την ανακάλυψη ανθρώπινων λειψάνων και ομαδικών τάφων.[49]