Δημήτριος Λουκάτος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1908[1] |
Θάνατος | 22 Οκτωβρίου 2003 |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα[2] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα[3] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ανθρωπολόγος διδάσκων πανεπιστημίου |
Ο Δημήτριος Λουκάτος ( 1908 - 2003 ) ήταν Έλληνας λαογράφος και πανεπιστημιακός. Στο έργο του έχει καταγράψει μεγάλο μέρος του νεοελληνικού λαϊκού παροιμιακού λόγου.
Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1908 στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς και ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του ψάλτη Σωτήριου και της Χαρίκλειας. Τελείωσε το γυμνάσιο στη γενέθλια πόλη του και το 1925 μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία. Έγινε δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών και αποφοίτησε από τη σχολή το 1930 με δύο πτυχία, στη φιλολογία και την παιδαγωγική, με βαθμούς «λίαν καλώς» και «άριστα» αντίστοιχα.[4]
Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Κεραμειών Κεφαλονιάς τον Φεβρουάριο του 1931. Εκεί ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στη λαογραφία και συνεργάστηκε με τους μαθητές του για την επισήμανση και καταγραφή λαογραφικού υλικού. Τρία χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 1934 πήρε μετάθεση για το Η' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, όπου ήταν συνάδελφος με τον Γεώργιο Μέγα, με τον οποίο μοιράζονταν την αγάπη για τη λαογραφία. Το 1937 ο Λουκάτος πήρε προαγωγή και μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Κιλκίς, αλλά ένα χρόνο αργότερα θα αποσπαστεί στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών ύστερα από αίτημα του Μέγα, ο οποίος στο μεσοδιάστημα είχε διοριστεί διευθυντής του.[4] Ανέλαβε τη σύνταξη των εκδόσεων του Αρχείου, θέση που διατήρησε με ορισμένα διαλείμματα για 23 χρόνια[5].
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 ο Λουκάτος πολέμησε ως οπλίτης στο μέτωπο της Αλβανίας. Χρόνια αργότερα, η έκδοση του πολεμικού του ημερολογίου θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του.[6] Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και έδρασε ως μέλος μιας εαμικής ομάδας στην Ακαδημία Αθηνών. Δεν θέλησε να λάβει μέρος στον εμφύλιο που ξέσπασε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και έφυγε το 1947 για μεταπτυχιακές σπουδές στα Ινστιτούτα Εθνολογίας και Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Σορβόνης με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Η επαφή του με τη Γαλλική Εθνολογική Σχολή θα επηρέαζε στη συνέχεια το έργο του.[7] Ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1950 με θέμα La Bible dans le parler proverbial du peuple grec.[8]
Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1951 νυμφεύτηκε τη φιλόλογο Ζωή Μπιμπίκου, αδερφή της πανεπιστημιακού Ελένη Μπιμπίκου - Αντωνιάδη.[5] Το 1964 εξελέγη καθηγητής Λαογραφίας στη νεοσύστατη τότε Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ως ένας από τους πρώτους τρεις καθηγητές της, την οποία βοήθησε να εδραιωθεί. Οι λαογραφικές έρευνες, τις οποίες ανέθετε στους φοιτητές του, αποτέλεσαν τη βάση του λαογραφικού αρχείου του πανεπιστημίου.[9] Παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1969, οπότε και παραιτήθηκε, επειδή δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται στις συνθήκες που είχε δημιουργήσει η τότε Δικτατορική κυβέρνηση στα πανεπιστήμια. Το 1978 εξελέγη πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, θέση που διατήρησε μέχρι το 2002. Την ίδια χρονιά και για τρία χρόνια δίδαξε λαογραφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και το 1984-85 στο νέο τότε Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών.[10]
Το συγγραφικό έργο του Λουκάτου είναι εκτενέστατο και πολυποίκιλο. Αριθμεί πάνω από 700 δημοσιεύματα, που περιλαμβάνουν βιβλία, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, άρθρα σε εφημερίδες κ.ά. Παραπομπές σε άρθρα του υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις εκδόσεις που ασχολούνται με την ελληνική Λαογραφία και Ανθρωπολογία.
Επιστημονικά ο Λουκάτος, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της καριέρας του, ακολούθησε τα βήματα του ιδρυτή της λαογραφίας στην Ελλάδα Νικόλαου Πολίτη. Οι σπουδές του στη Γαλλία τον επηρέασαν και μετέπειτα εφάρμοσε νεωτερικές θεωρίες και μεθόδους καταγραφής και περιγραφής των λαογραφικών φαινομένων, χωρίς να έρχεται σε ρήξη με το έργο των προγενέστερων. Σύμφωνα με κάποιος μελετητές, το έργο του αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη λαογραφία.[11] Κατά το 1963, ο Λουκάτος παρατηρώντας τη γοργή αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας αντιλήφθηκε την ανάγκη της αναθεώρησης της άποψης πως η λαϊκή δημιουργία ταυτίζεται με τις αγροτικές κοινότητες του 19ου αιώνα, εγκαινιάζοντας με αυτό τον τρόπο τον όρο της σύγχρονης ή αστικής λαογραφίας.[12]
Στο έργο του ασχολήθηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον με τα έθιμα της Κεφαλονιάς. Τα πρώτο βιβλίο του, η "Κεφαλονίτικη λατρεία" του 1946, είναι μια καταγραφή των ιδιαίτερων λαϊκών θρησκευτικών εθίμων της πατρίδας του συνοδευόμενη από ένα γλωσσάρι τοπικών λέξεων γύρω από την Ορθόδοξη λατρεία. Η καταγραφή της θρησκευτικής ζωής και της λαϊκής λατρείας απασχόλησε τον Λουκάτο σε μεγάλο τμήμα του έργου του.[13]
Το δεύτερο βιβλίο του, τα "Κεφαλονίτικα γνωμικά" -μια καταγραφή των γνωμικών και παροιμιών του νησιού- πηγάζει και αυτό από τη σχέση του με τον τόπο του. Ταυτόχρονα, αποτελεί το πρώτο μιας σειράς έργων του, που καταγράφουν και μελετούν τον ελληνικό λαϊκό παροιμιακό λόγο, που εκτείνεται σε συνολικά 4 βιβλία και 65 άρθρα σε διάφορα περιοδικά. Επιπλέον, κατά την περίοδο της εργασίας του στο Λαογραφικό Αρχείο είχε εργαστεί ειδικά στο Αρχείο Παροιμιών του Νικόλαου Πολίτη, το οποίο διευθέτησε και εμπλούτισε.[14]
Από τα ακαδημαϊκά έργα του Λουκάτου, το σημαντικότερο ίσως είναι τα "Σύγχρονα Λαογραφικά" του 1963, που ανανέωσαν την ελληνική λαογραφία. Ο Λουκάτος όμως δεν ήταν μόνο πανεπιστημιακός δάσκαλος, αλλά τον ενδιέφερε η επαφή του με ένα ευρύτερο κοινό. Το έργο του με τη μεγαλύτερη απήχηση ήταν η πενταλογία του για τα θέματα της λαϊκής λατρείας κατά εποχή του χρόνου, που εκδόθηκε στο σύνολό της από τις εκδόσεις Φιλιππότη, και επανεκδόθηκε πολλές φορές. Δείγμα της εξωστρέφειάς του είναι και οι πολλές επιστολές του προς τον τύπο, ιδιαίτερα την εφημερίδα Καθημερινή.[15]
Το έργο του Λουκάτου αναγνωρίστηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η ελληνική πολιτεία τον τίμησε το 1965 με το παράσημο του "Ταξιάρχη του Φοίνικος", ενώ η Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών του Παλέρμο Ιταλίας του έδωσε τιμητικό τίτλο το 1978. Το 1981 τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης με το Βραβείο Χέρντερ. Τιμητικούς τόμους του αφιέρωσαν το διεθνές λαογραφικό περιοδικό «Proverbium» (1985), τα Πανεπιστήμια Κύπρου και Ιωαννίνων (1988) και η Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Μελετών. Το 1998 εξελέγη επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αργυρό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών για τη συνολική προσφορά του στην επιστήμη της Λαογραφίας.[4]
Ο Λουκάτος συνέχισε να δραστηριοποιείται ως πρόεδρος της Λαογραφικής Εταιρείας μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1993 συνεργάσθηκε με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης της Ελλάδος ως ειδικός επιστημονικός σύμβουλος ύλης του Επίτομου Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού της Βυζαντινής Μουσικής[16][17]. Τακτική ήταν και η παρουσία του στο Λαογραφικό Αρχείο. Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 2003 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Ήταν χήρος από το 1976 και είχε ένα γιο, το Σωτήρη, διδάκτορα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Παρισιού και ερευνητή.[18]