Δημοκρατία του Πσκοφ Псковская Республика Pskovskaya Respublika | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
Πρωτεύουσα | Πσκοφ | ||||
Γλώσσες | Παλαιά Ανατολική Σλαβική | ||||
Πολίτευμα | Μικτή κυβέρνηση | ||||
Πρίγκιπας | Βλέπε παρακάτω | ||||
Ιστορία | |||||
- | Ίδρυση | 1348 | |||
- | Συνθήκη του Μπολότοβο | 1348 | |||
- | Αντιβασιλείς εγκαθυδρίονται από την Μοσχοβία | 1399 | |||
- | Ο Βασίλειος Γ΄ της Ρωσίας ανακύρηξε την βοτσίνα | 1510 | |||
Σήμερα | Εσθονία Ρωσία |
Το Πσκοφ ( λατινικά: Plescoviae[1]), γνωστό σε διάφορες εποχές ως Πριγκιπάτο του Πσκοφ (ρωσικά: Псковское княжество, Pskovskoye knyazhestvo) ή η Δημοκρατία του Πσκοφ (ρωσικά: Псковская Республика, Pskovskaya Respublika), ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος στη νότια όχθη της λίμνης Πσκοφ. Αρχικά πριγκιπάτο και στη συνέχεια μέρος της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ, το Πσκοφ έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία το 1348. Η επικράτειά της ήταν περίπου ισοδύναμη με τη σύγχρονη Περιφέρεια Πσκοφ της Ρωσίας. Πρωτεύουσά του ήταν το Πσκοφ.
Ως πριγκιπάτο, το Πλέσκοφ (παλιά ονομασία του Πσκοφ) διοικούνταν από χωριστούς πρίγκιπες, αλλά συχνά διοικούνταν απευθείας από το Νόβγκοροντ μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν η πόλη άρχισε να δέχεται ως ηγεμόνες, πρίγκιπες οι οποίοι είχαν εξοριστεί από τις κτήσεις τους. Κάθε εξόριστος πρίγκιπας που πήγαινε στο Πλέσκοφ μπορούσε να ανακηρυχθεί πρίγκιπας εκεί (αν ο θρόνος δεν είχε ήδη παρθεί από άλλον). Εν πάσει περιπτώσει, θα μπορούσε να πάρει μια τιμητική υποδοχή και να ζήσει εκεί χωρίς να φοβάται για τη ζωή του.
Μετά την διάλυση της Ρωσίας του Κιέβου τον 12ο αιώνα, η πόλη του Πσκοφ με τις γύρω περιοχές κατά μήκος του ποταμού Βελίκαγια, της λίμνης Πέιπους και του ποταμού Νάρβα έγινε μέρος της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ. Διατήρησε τα αυτόνομα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για ανεξάρτητη κατασκευή προαστίων (το Ιζμπόρσκ θεωρείται το πιο αρχαίο από τα άλλα). Λόγω του ρόλου του Πσκοφ στον αγώνα ενάντια στο Λιβονικό Τάγμα, η επιρροή του εξαπλώθηκε σημαντικά. Η μακρά βασιλεία του Τιμόθεου του Πσκοφ (1266–99) και ιδιαίτερα η νίκη του στη μάχη του Βίσεμπεργκ (1268) εγκαινίασαν την περίοδο της πραγματικής ανεξαρτησίας του Πσκοφ. Οι βογιάροι του Νόβγκοροντ αναγνώρισαν επίσημα την ανεξαρτησία του Πσκοφ με τη Συνθήκη του Μπολότοβο (1348), παραιτούμενοι από το δικαίωμά τους να διορίζουν τους Ποσάντνικ του Πσκοφ.
Κατά την διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 14ου αιώνα, και αφότου κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, το Πσκοφ βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Αυτό είχε αλλάξει όταν ο Μέγας Δούκας Βιτάουτας της Λιθουανίας υπέγραψε τη Συνθήκη του Σαλίνας με το Λιβονικό Τάγμα, υποσχόμενος να βοηθήσει το Τάγμα στην κατάληψη του Πσκοφ σε αντάλλαγμα την υποστήριξη του Τάγματος κάπου αλλού. Ο πρίγκιπας Ιβάν Αντρέγιεβιτς διέφυγε από την πόλη και το Πσκοφ έστειλε απεσταλμένους στον Μέγα Δούκα Βασίλειο Α' της Μόσχας ζητώντας έναν από τους υποτελείς ηγεμόνες του να γίνει ο νέος πρίγκιπας του Πσκοφ. Παρέμεινε εξαρτημένος από τη Μόσχα μέχρι την διάλυση της Δημοκρατίας του Πσκοφ το 1510, βοηθώντας τη Μόσχα στις συγκρούσεις της με τη Λιθουανία και το Νόβγκοροντ.[2]
Η Δημοκρατία του Πσκοφ είχε καλά ανεπτυγμένες βιομηχανίες γεωργίας, αλιείας, σιδηρουργίας, κοσμηματοποιίας και κατασκευών. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων εντός της ίδιας της δημοκρατίας και το εμπόριο της με το Νόβγκοροντ και άλλες ρωσικές πόλεις, την περιοχή της Βαλτικής και τις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης έκαναν το Πσκοφ ένα από τα μεγαλύτερα βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα της Ρωσίας της εποχής εκείνης. Αντίθετα με τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, στο Πσκοφ δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι φεουδάρχες γαιοκτήμονες: τα κτήματα ήταν μικρότερα και ακόμη πιο διάσπαρτα απ' ότι στο Νόβγκοροντ.[3] Τα κτήματα των μοναστηριών και των εκκλησιών του Πσκοφ ήταν επίσης πολύ μικρότερα. Κάποια γη ήταν ιδιοκτησία των ελεύθερων αγροτών ενώ άλλες εκτάσεις, ήταν ιδιοκτησία των ενοικιαστών αγροτών δεν είχαν τη γη που δούλευαν και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ενοίκιο - το οποίο αντιστοιχούσε στο 1,5/15 από την σοδειά τους. Ένας αγρότης ο οποίος δεν είχε χρέη στον ιδιοκτήτη του μπορούσε να του αφήσει τις εκτάσεις του μόνο μια συγκεκριμένη ημέρα του χρόνου.[4][5]
Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Πσκοφ αποτελούνταν από το βέτσε (λαϊκή συνέλευση), το ποσαντνιτσέστβο (δημαρχία) και τον πρίγκιπα (απευθείας ή μέσω αντιβασιλέα). Δήμαρχοι (ποσαντνίκι) από όλα τα μέρη της πόλης, μαζί με έναν ή περισσότερους Λόρδους Δημάρχους και πρώην δήμαρχους σχημάτισαν το Συμβούλιο των Λόρδων (sovet gospod, boyarskiy sovet) που ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο του κράτους. Τα αξιώματα των δημάρχων (posadniki) έγιναν προνόμιο πολλών ευγενών (βογιάρων) οικογενειών. [6]
Το βέτσε είχε νομοθετικές εξουσίες, μπορούσε να διορίσει στρατιωτικούς διοικητές και να ακούσει τις εκθέσεις των πρεσβευτών. Ενέκρινε επίσης δαπάνες όπως επιχορηγήσεις σε πρίγκιπες και πληρωμές σε κατασκευαστές τειχών, πύργων και γεφυρών.[7] ΤοΒέτσε συνέρχονταν στον Καθεδρικό Ναό της Τριάδας, όπου είχαν τα αρχεία του βέτσε και σημαντικά ιδιωτικά έγγραφα και κρατικά έγγραφα. Η συνέλευση του βέτσε περιλάμβανε ποσάντνικους, «μεσαίους» και απλούς ανθρώπους.[8] Οι ιστορικοί διαφέρουν ως προς τον βαθμό στον οποίο το βέτσε κυριαρχούνταν από την ελίτ, με κάποιους να λένε ότι η πραγματική εξουσία ήταν στα χέρια των βογιάρων και άλλοι να θεωρούν το βέτσε ως δημοκρατικό θεσμό.[9]
Οι συγκρούσεις ήταν συχνές και η αντιπαράθεση μεταξύ του βέτσε και των ποσάντνικ την περίοδο 1483–1484 οδήγησε στην εκτέλεση ενός ποσάντνικ και στη δήμευση της περιουσίας τριών άλλων ποσάντνικ που κατέφυγαν στη Μοσχοβία.[10] Η εξουσία του πρίγκιπα ήταν περιορισμένη, αλλά - αντίθετα με τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ - διατήρησε τις σημαντικές διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες, οι οποίες εκτελούνταν από κοινού από τους ποσάντνικς.[11][12] Η κοινωνικοοικονομική και πολιτική ζωή της γης του Πσκοφ αντικατοπτρίστηκε στον Νομικό Κώδικα του Πσκοφ.
Το Πσκοφ είχε χωριστεί σε διάφορα μέρη, τα οποία ονομάζονταν άκρα (ή κόντσι). Υπήρχαν τέσσερις άκρες τον 14ο αιώνα, καθώς η πόλη μεγάλωνε και ένα νέο τείχος κατασκευάστηκε το 1465, τα νέα άκρα δημιουργήθηκαν. Κάθε άκρο είχε τη δική του εκκλησία η οποία στέγαζε το αρχείο, το θησαυροφυλάκιο και την τραπεζαρία όπου γίνονταν οι διάφορες γιορτές. Τα άκρα έπαιζαν εξέχοντα ρόλο στην κυβέρνηση: συχνά οι αντιπροσωπείες που έστελνε το Πσκοφ είχαν εκπροσώπους από όλα τα άκρα και το κάθε άκρο διοικούσε ένα μέρος της περιοχής ελεγχόμενης από την δημοκρατία έξω από την πρωτεύουσα.[13]
Το Πσκοφ παρέμεινε εξαρτημένο από την Δημοκρατία του Νόβγκοροντ σε εκκλησιαστικά ζητήματα κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου. Η θρησκευτική αίρεση των Στριγκόλνκι δραστηριοποιήθηκε στην πόλη κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα και τις αρχές του 15ου αιώνα.
Η Δημοκρατία του Πσκοφ, μαζί με την Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, ήταν ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου μεταξύ της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης. Ήδη τον 13ο αιώνα Γερμανοί έμποροι ήταν παρόντες στην περιοχή Ζαπσκόβιε του Πσκοφ και η Χανσεατική Ένωση είχε εμπορικό σταθμό στην ίδια περιοχή το πρώτο μισό του 16ου αιώνα που μετακόμισε στο Ζαβελίτσιε μετά από μια πυρκαγιά το 1562.[14][15] Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι του Πσκοφ ήταν οι Ρίγα, το Ρεβάλ και το Ντορπάτ.[16] Οι πόλεμοι ενάντια στο Λιβονικό Τάγμα, την Πολωνία-Λιθουανία και τη Σουηδία διέκοψαν το εμπόριο, αλλά διατηρήθηκε μέχρι τον 17ο αιώνα, με τους Σουηδούς εμπόρους να κερδίζουν τελικά το πάνω χέρι.[15]
Οι εκκλησίες στο Πσκοφ διαθέτουν πολλά διακριτικά στοιχεία: καμάρες, βεράντες εκκλησιών, εξωτερικές γκαλερί και καμπαναριά με ζβόνιτσα. Αυτά τα χαρακτηριστικά εισήχθησαν από τους τέκτονες του Πσκοφ στη Μοσχοβία, όπου κατασκεύασαν πολυάριθμα κτίρια κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Από όλες τις μη θρησκευτικές κατασκευές, μόνο τα φρούρια στο Πσκοφ, το Ιζμπόρσκ και το Γκντόφ διασώθηκαν.
Η λογοτεχνία της γης του Πσκοφ ήταν αναπόσπαστο μέρος της μεσαιωνικής ρωσικής λογοτεχνίας. Η χρονική συγγραφή ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, αρχικά ασχολούμενη κυρίως με θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Μέχρι τον 15ο αιώνα τα χρονικά έγιναν πιο λεπτομερή και περιέγραφαν γεγονότα στη Μοσχοβία, το Νόβγκοροντ, τη Λιθουανία και τη Χρυσή Ορδή. Τα πιο σημαντικά έργα που γράφτηκαν στο Πσκοφ είναι η Ιστορία του Ντοβμόντ που περιγράφει τον ερχομό του Ντοβμόντ στην πόλη, τη βάπτισή του και τις επόμενες νίκες, Η Ζωή του Αγίου Ευφροσύνου και To Διάγγελμα του Ηγουμένου Παφμίλ που περιέχει μια από τις παλαιότερες περιγραφές των τελετουργιών του Ιβάν Κουπάλα.[17]
Την πτώση του Πσκοφ αφηγείται το βιβλίο Ιστορία της κατάληψης του Πσκοφ (1510), η οποία δέχθηκε εγώμια από τον Ν.Σ. Μίρσκυ ως "ένα από τα πιο όμορφα διηγήματα της Παλιάς Ρωσίας. Η ιστορία της χαλαρής επιμονής των Μοσχοβιτών αφηγείται με αξιοθαύμαστη απλότητα και τέχνη. Μια ατμόσφαιρα κατηφόρας διαπερνά ολόκληρη την αφήγηση: όλα είναι άχρηστα, και ό,τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες του Πσκοφ, η Μοσχοβίτικη γάτα θα πάρει το χρόνο της και θα φάει το ποντίκι όποτε και όπως θέλει".
Το 1501, οι στρατοί του Πσκοφ και της Μοσχοβίας ηττήθηκαν στη μάχη του ποταμού Σιρίτσα από το Λιβονικό Τάγμα, αλλά η πόλη άντεξε στην πολιορκία που ακολούθησε.
Το 1510, ο Μέγας Πρίγκιπας της Μοσχοβίας Βασίλειος Γ΄ έφτασε στο Πσκοφ και είπε την βοτσίνα του, θέτοντας έτσι ένα τέλος στη Δημοκρατία του Πσκοφ και στα δικαιώματα τα οποία προστάτευαν την αυτονομία της. Το διοικητικό σώμα της πόλης, το Βέτσε, καταργήθηκε και σχεδόν 300 οικογένειες πλούσιων κατοίκων του Πσκοφ εξορίστηκαν από την πόλη. Τα κτήματά τους δόθηκαν μεταξύ των Μοσχοβιτών υπηρετών. Από εκείνη την εποχή, η πόλη του Πσκοφ και τα γύρω από αυτήν εδάφη συνέχισαν να αναπτύσσονται ως μέρος του συγκεντρωτικού Ρωσικού κράτους, διατηρώντας κάποιες από τις οικονομικές και πολιτιστικές παραδόσεις του.