Τμήμα μιας σειράς λημμάτων |
Ανατολικός Χριστιανισμός |
---|
![]() |
Η διάρθρωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αποτελεί μια κοινωνία, περιλαμβάνει δεκαπέντε ξεχωριστές αυτοκέφαλες ιεραρχικές εκκλησίες, που αναγνωρίζονται μεταξύ τους ως «κανονικές» χριστιανικές ορθόδοξες εκκλησίες. Υπάρχει μια ουσιαστικά πολιτική διαφωνία μεταξύ τους, σχετικά με το αυτοκέφαλο δύο νεότερων εκκληιαστικών δομών. Της "Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική" ("Orthodox Church in America"/OCA), λόγω μονομερούς απόδοσης του αυτοκέφαλου από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και της "Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας" (OCU), λόγω μονομερούς απόδοσης του αυτοκέφαλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που δεν έχουν αναγνωριστεί από την πλειοψηφία των υπολοίπων τοπικών εκκλησιών.
Δεν υπάρχει ενιαία κεφαλή επί της γης, όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συγκρίσιμη με τον Πάπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο πρώτος τη τάξει επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος είναι επίσης Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης, μίας εκ των αυτοκέφαλων εκκλησιών. Ο τίτλος του είναι τιμητικός, ενώ χαρακτηρίζεται επίσης «πρώτος μεταξύ ίσων». Οι κανονικές ορθόδοξες εκκλησίες είναι σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους, έτσι ώστε κάθε ιερέας οποιασδήποτε από αυτές τις εκκλησίες, μπορεί νομίμως να ασκεί το λειτούργημα του σε οποιοδήποτε μέρος οποιασδήποτε από αυτές, πάντα με την άδεια του οικείου επισκόπου και κανένα μέλος οποιασδήποτε εκκλησίας δεν εξαιρείται από οποιαδήποτε μορφή της λατρείας σε οποιαδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της υποδοχής στη Θεία Ευχαριστία. Κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μέρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύνολό της.
Μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διοικούνταν από πέντε Πατριάρχες: τους επισκόπους Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι αναφέρονται συλλογικά ως Πενταρχία. Κάθε Πατριάρχης είχε δικαιοδοσία επί των επισκόπων σε μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 927, όταν η αυτόνομη Βουλγαρική Αρχιεπισκοπή έγινε το πρώτο νεοπαγές Πατριαρχείο που εντάχθηκε στην αρχική πεντάδα.
Ο Πατριάρχης Ρώμης κατείχε την «πρώτη τιμητική θέση» μεταξύ των πέντε Πατριαρχών. Η διαφωνία σχετικά με τα όρια της εξουσίας του, το Παπικό πρωτείο, ήταν μία από τις αιτίες του Μεγάλου Σχίσματος, που συμβατικά χρονολογείται από το έτος 1054, κατά το οποίο η Εκκλησία χωρίστηκε στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη Δύση, με επικεφαλής τον Επίσκοπο της Ρώμης, και την Ορθόδοξη Εκκλησία, με επικεφαλής τους υπόλοιπους τέσσερις Πατριάρχες. Μετά το σχίσμα, το τιμητικό πρωτείο μετατοπίζεται προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος προηγουμένως κατείχε τη δεύτερη θέση στην τάξη της Πρώτης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης.
Το έτος της αυτοκέφαλίας αναφέρεται στην παρένθεση.[1][2]
Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου είναι η μοναδική αρχαία (431 μ.Χ.). Στα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ορισμένων θυγατρικών εκκλησιών της (π.χ. η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική), η κατάταξη των τεσσάρων πατριαρχικών εκκλησιών είναι διαφορετική.
* Η αυτονομία δεν είναι καθολικά αναγνωρισμένη.
Λόγω του ότι αυτές οι εκκλησίες αντιλαμβάνονται ως λάθη τον μοντερνισμό και τον οικουμενισμό στην ενσωμάτωση της Ορθοδοξίας, απέχουν από την συλλειτουργία της Θείας Λειτουργίας, ισχυριζόμενες παράλληλα ότι παραμένουν πλήρως εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας: δηλαδή, ομολογούν Ορθόδοξη πίστη, διατηρώντας νόμιμη επισκοπική διαδοχή, και υπάρχουν σε κοινότητες με ιστορική συνέχεια. Με εξαίρεση την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας (Ιερά Σύνοδος των Ενισταμένων), βρίσκονται σε κοινωνία με τους πιστούς από όλες τις κανονικές δικαιοδοσίες, ενώ αναγνωρίζονται και βρίσκονται σε κοινωνία με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας (ROCOR).
Λόγω, εν μέρει, της αποκατάστασης των επίσημων δεσμών μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας (ROCOR) και του Πατριαρχείου Μόσχας, η Εκκλησία Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος (Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος) έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τη ROCOR, αλλά το αντίστροφο δεν έχει συμβεί. Οι θέσεις της Ρουμανικής και της Βουλγαρικής εκκλησίας για το θέμα είναι ακόμη ασαφείς.
Αυτές οι Εκκλησίες δεν ασκούν Κοινωνία με οποιεσδήποτε άλλες ορθόδοξες δικαιοδοσίες, ούτε τείνουν να αναγνωρίζουν η μία την άλλη. Ωστόσο, όπως και οι «Εκκλησίες των ενισταμένων», παραπάνω, παραμένουν πλήρως εντός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας: δηλαδή, ομολογούν Ορθόδοξη πίστη, διατηρώντας (όπως αυτοί πιστεύουν) νόμιμη επισκοπική διαδοχή και υπάρχουν σε κοινότητες με ιστορική συνέχεια. Παρ' όλ' αυτά, η σχέση τους με όλες τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες παραμένει ασαφής.
Οι παρακάτω Εκκλησίες αναγνωρίζουν όλες τις άλλες κύριες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά δεν αναγνωρίζονται από αυτές.