Η Διάσκεψη του Αμερικανο-Βρετανικού Επιτελείου ήταν μια σειρά μυστικών συζητήσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και μελών του βρετανικού στρατιωτικού επιτελείου, που αφορούσε τον στρατιωτικό συντονισμό Ηνωμένων Πολιτειών, Βρετανίας και Καναδά σε περίπτωση εισόδου των ΗΠΑ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον από τις 29 Ιανουαρίου έως τις 27 Μαρτίου του 1941 και τα συμπεράσματά της αποτυπώθηκαν σε με μια έκθεση που είχε τίτλο «ABC-1» και εγκρίθηκε μυστικά από τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ δύο ημέρες μετά την περάτωση των συνομιλιών.[1][2]
Η έκθεση της Διάσκεψης του Αμερικανο-Βρετανικού Επιτελείου του 1941 καθιέρωσε τις γενικές στρατιωτικές αρχές, τους πόρους και τις στρατηγικές ανάπτυξης για μια κοινή Συμμαχική στρατιωτική στρατηγική. Η βρετανική προσέγγιση στο ναζιστικό πρόβλημα διέφερε από το αρχικό σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Βρετανοί ζήτησαν να επιτεθούν στις πτέρυγες και την περιφέρεια των ναζιστικών συμφερόντων (Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή κλπ). Αντίθετα, οι ΗΠΑ υποστήριξαν μια σφοδρή μαζική μάχη με τη Ναζιστική Γερμανία.[3] Το σχέδιο υπέθετε ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυτταν τον πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία, πιθανότατα αυτό θα σήμαινε πόλεμο και με τη Φασιστική Ιταλία, όσο και με την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας. Οι γενικές αρχές της συμφωνίας ανέφεραν ότι:[4]
Στις επιθετικές πολιτικές περιλαμβάνονταν:[4]
Τέλος, εάν η Ιαπωνία έμπαινε στον πόλεμο, η στρατιωτική στρατηγική στην Άπω Ανατολή θα έπρεπε να είναι αμυντική.[4] Αν και η συμφωνία ABC-1 δεν ήταν μια στρατιωτική συμμαχία, εντούτοις σήμαινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονταν να εισέλθουν στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμαχικών δυνάμεων και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έκαναν κάθε προσπάθεια για να διατηρήσουν την ασφάλεια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Παράλληλα ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών τροποποιούσε τα υπάρχοντα πολεμικά σχέδια για να ενσωματώσει τη στρατιωτική συνεργασία και στρατηγική με άλλα έθνη.[5]