Η Διαταγή περί Κομμάντος (Γερμανικά: Kommandobefehl) είναι διαταγή που εκδόθηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ στις 18 Οκτωβρίου 1942,[1] η οποία ανέφερε ότι κάθε μέλος των Συμμαχικών Μονάδων Καταδρομών που αιχμαλωτίζεται από τις γερμανικές δυνάμεις στην Ευρώπη ή την Αφρική έπρεπε να εκτελεστεί αμέσως, χωρίς δίκη, ακόμη και αν φορούσε μια στολή ή παραδίνονταν μόνος του. [2]
Η διαταγή αυτή, η οποία εκδόθηκε κρυφά, όριζε ακριβώς ότι οποιοσδήποτε Γερμανός διοικητής ή αξιωματικός που δεν την εφάρμοζε σωστά, θα ήταν ένοχος πράξης αμέλειας που τιμωρείται βάσει του γερμανικού στρατιωτικού νόμου. Λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης, η Διαταγή περί Κομμάντος αναγνωρίστηκε ως παραβίαση των κανόνων του πολέμου και οι Γερμανοί αξιωματικοί που είχαν πραγματοποιήσει αυτές τις παράνομες εκτελέσεις με την εκτέλεση αυτής της διαταγής κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου.
Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής αναγνώρισης στο νησί του Σαρκ (στο αρχιπέλαγος των Νησιών της Μάγχης) το 1942 (Επιχείρηση Basalt), μια μικρή μονάδα βρετανών στρατιωτών συνέλαβε πέντε Γερμανούς στρατιώτες (σχεδιάζοντας να τους φέρουν πίσω στη Μεγάλη Βρετανία για ανάκριση) και για να τους αποτρέψει να ειδοποιήσουν τη φρουρά, τους έβγαλαν στο γρασίδι και τους έδεσαν τα χέρια. Τρεις από αυτούς προσπάθησαν να ξεφύγουν καθώς πλησίαζαν την παραλία να επιβιβαστούν και πυροβολήθηκαν από τους Άγγλους. Η γερμανική προπαγάνδα διαστρέβλωσε την υπόθεση και μίλησε για συνοπτική εκτέλεση, σε αντίθεση με τους κανόνες του πολέμου. Καναδοί στρατιώτες συνελήφθησαν σε μια επιδρομή στη Διέππη, όπου στη συνέχεια με χειροπέδες στάλθηκαν σε γερμανικές φυλακές. Ως αντίποινα, η ίδια μεταχείριση εφαρμόστηκε στους Γερμανούς κρατούμενους που κρατούνταν στον Καναδά.[3] [4]
Ακόμα κι αν η αμοιβαία κακομεταχείριση εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια (εν μέρει χάρη στη δράση των αντιπροσώπων του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού), η γερμανική ανώτατη διοίκηση χρησιμοποίησε την υπόθεση Σαρκ ως πρόσχημα για να εκδώσει δραστικές διαταγές που στοχεύαν στην συνοπτική εκτέλεση των κομάντο και των σαμποτέρ.
Η διαταγή, που προήλθε από τον ίδιο τον Χίτλερ, δημοσιεύθηκε μόνο σε δώδεκα αντίγραφα, προοριζόμενα για την υψηλή στρατιωτική ιεραρχία τα οποία διανέμηθηκαν με τη διαβάθμιση "απόρρητο". Οι παραλήπτες αυτής της διαταγής ήταν μεταξύ άλλων[5]:
Επειδή όμως ο Χίτλερ πιθανόν να είχε αμφιβολίες ως προς την ακριβή εκτέλεση της διαταγής του από μέρους των παραληπτών, έστειλε την ίδια ημέρα της έκδοσής της μια επεξηγηματική εγκύκλιο για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εκδώσει αυτή την διαταγή και ότι αυτή «προοριζόταν μόνο για διοικητές και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πέσει στα χέρια του εχθρού» Στη εγκύκλιο αυτή αποκαλύπτεται ότι τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των Συμμαχικών Δυνάμεων Καταδρομών ήταν εξαιρετικά σοβαρά και ανησυχούσαν τον Χίτλερ.[5] Η εγκύκλιος αυτή αναφέρει:
Η Σύμβαση της Γενεύης του 1929, την οποία επικύρωσε η Γερμανία, καθόρισε ποιος θα έπρεπε να θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου κατά τη σύλληψη, η οποία περιελάμβανε εχθρικούς στρατιώτες σε κατάλληλες στολές και πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται. Σύμφωνα με τις Συμβάσεις της Χάγης και της Γενεύης, ήταν νόμιμο να εκτελεστούν «κατάσκοποι και σαμποτέρ» μεταμφιεσμένοι με πολιτικά ρούχα ή στολές του εχθρού.[6][7] Οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν στην παράγραφο 1 της διαταγής τους ότι ενεργούσαν μόνο ως αντίποινα ισχυριζόμενοι ότι οι Σύμμαχοι παραβίαζαν της Σύμβασης της Γενεύης σχετικά με την εκτέλεση κρατουμένων και άλλων φρικτών πράξεων.[8] ωστόσο, στο βαθμό που η διαταγή περί κομμαντος εφαρμοζόταν στους στρατιώτες με κανονικές στολές, ήταν σε άμεση και σκόπιμη παραβίαση τόσο των εθιμικών κανόνων του πολέμου όσο και των υποχρεώσεων της Γερμανίας σχετικά με τις συνθήκες.[9]
Η εκτέλεση των Συμμαχικών δυνάμεων καταδρομών χωρίς δίκη ήταν επίσης παραβίαση του άρθρου 30 της Σύμβασης Χάγης IV του 1907: «Ένας κατάσκοπος που συλαμβάνεται στην πράξη δεν θα τιμωρείται χωρίς προηγούμενη δίκη».[10] Αυτή η διάταξη περιλαμβάνει μόνο στρατιώτες που έχουν συλληφθεί πίσω από εχθρικές γραμμές και όχι εκείνους που φορούν κατάλληλες στολές. Οι στρατιώτες με σωστές στολές δεν μπορούν να τιμωρηθούν επειδή είναι νόμιμοι μαχητές και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αιχμάλωτοι πολέμου κατά τη σύλληψη, εκτός από εκείνους που μεταμφιέζονται σε πολιτικά ρούχα ή στολές του εχθρού για στρατιωτικές επιχειρήσεις πίσω από εχθρικές γραμμές.[11] [12]
Το γεγονός ότι το στενό επιτελείο του Χίτλερ έλαβε ειδικά μέτρα για να κρατήσει μυστική την διαταγή, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού της εκτύπωσής της σε 12 αρχικά αντίγραφα, υποδηλώνει έντονα ότι ήταν γνωστό ότι ήταν παράνομη η διαταγή.[13] Ήξερε επίσης ότι θα ήταν μη δημοφιλής στον επαγγελματικό στρατό, ιδιαίτερα το τμήμα που δήλωνε ότι θα παρέμενε ακόμη και αν οι συλλήψεις των κομάντος ήταν σε κατάλληλες στολές (σε αντίθεση με τη συνήθη διάταξη του διεθνούς δικαίου που μόνο οι κομάντος μεταμφιέζονται με πολιτικά ρούχα ή στολές του εχθρού θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται ως αντάρτες ή κατάσκοποι, όπως αναφέρεται στη Δίκη των Ομήρων και στη Δίκη του Όττο Σκορζένυ και άλλων). Η διαταγή περιελάμβανε μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για να αναγκάσουν το στρατιωτικό προσωπικό να τηρήσει τις διατάξεις της διαταγής αυτής. Ορισμένοι διοικητές, όπως ο Ρόμελ, αρνήθηκαν να μεταδώσουν την διαταγή στα στρατεύματά τους, αφού το θεώρησαν αντίθετο σε μια έντιμη συμπεριφορά.[14]
Οι Γερμανοί αξιωματικοί που πραγματοποίησαν εκτελέσεις σύμφωνα με τη διαταγή περί κομμάντος κρίθηκαν ένοχοι για εγκλήματα πολέμου σε μεταπολεμικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των δικών της Νυρεμβέργης.
Ο στρατηγός Άντον Ντόστλερ, ο οποίος διέταξε την εκτέλεση 15 Αμερικανών στρατιωτών της επιχείρησης Ginny II στην Ιταλία, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε την 1η Δεκεμβρίου 1945. Η υπεράσπισή του δηλώσε ότι είχε εκτελέσει μόνον διαταγές των ανωτέρων του, αλλά η δήλωση απορρίφθηκε στη δίκη.
Η διαταγή περί κομμάντος ήταν μια από τις προδιαγραφές της κατηγορίας εναντίον του Αρχιστράτηγου Άλφρεντ Γιοντλ, ο οποίος καταδικάστηκε και απαγχονίστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1946.
Ομοίως, η έγκριση από τον Στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ για τη διαταγή περί κομμάντος ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες στην καταδίκη του για εγκλήματα πολέμου για τον ίδιο λόγο, το αίτημά του για στρατιωτική εκτέλεση (από εκτελεστικό απόσπασμα) απορρίφθηκε και αντ' αυτού απαγχονίστηκε, όπως ο Άλφρεντ Γιοντλ στις 16 Οκτωβρίου 1946.
Ένας άλλος αξιωματικός που επιφορτίστηκε με την επιβολή του διαταγή περί κομμάντος στη Νυρεμβέργη ήταν ο διοικητής του ναυτικού Έριχ Ραίντερ. Υπό διασταυρούμενη εξέταση, ο Ραίντερ παραδέχτηκε ότι μετέδωσε την διαταγή περί κομμάντος στο Kriegsmarine (Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό) και επεβάλε τη διαταγή περί κομμάντος διατάζοντας τη συνοπτική εκτέλεση των αιχμαλωτισμένων Βρετανών Πεζοναυτών μετά την επιδρομή της Επιχείρησης Φράνκτον στο Μπορντώ τον Δεκέμβριο του 1942.[15] Ο Ραίντερ κατέθεσε στην υπεράσπιση του ότι πίστευε ότι η διαταγή περί κομμάντος ήταν μια «δικαιολογημένη» πράξη, και ότι η εκτέλεση των δύο Βρετανών πεζοναυτών δεν ήταν έγκλημα πολέμου κατά τη γνώμη του. Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο δεν συμμερίστηκε την άποψη του Ράιντερ σχετικά με τη διαταγή περί κομμάντος και τον καταδίκασε για εγκλήματα πολέμου για την εκτέλεση της διαταγής και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Απελευθερώθηκε το 1955 και πέθανε το 1960.
Μια άλλη δίκη για εγκλήματα πολέμου διεξήχθη στο Μπράουνσβαϊγκ της Γερμανίας, εναντίον του Στρατηγού Νικολάους φον Φάλκενχορστ, Ανώτατου Διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στη Νορβηγία 1940–44. Ο τελευταίος θεωρήθηκε υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για επίκληση της διαταγής περί κομμάντος εναντίον επιζώντων της αποτυχημένης βρετανικής επιδρομής καταδρομών εναντίον του εργοστασίου βαρύ υδάτος Βέμορκ στο Rjukan της Νορβηγίας το 1942 (Επιχείρηση Φρέσμαν). Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1946 και η ποινή αργότερα μετατράπηκε σε φυλάκιση 20 ετών και αποφυλακίστηκε το 1953 για λόγους υγείας. Πέθανε το 1968.[16]