Οι Δινδάριοι (λατινικά: Dindarii) ήταν αρχαία ιλλυρική φυλή που κατοικούσε στη Δαλματία, στο κεντρικό τμήμα της κοιλάδας του Δρίνου.[2] Αναφέρονται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Γεωγραφική Υφήγησις, Β, 16) και τον Πλίνιο (Φυσική Ιστορία, III, 143) καθώς και σε επιγραφές.[2] Ο Πλίνιος τους αναφέρει οργανωμένους σε 33 δεκουρίες, αριθμό που πιθανότατα είχε από κάποια ρωμαϊκή απογραφή, και που μπορεί να εκτιμηθεί σε περίπου 8 χιλιάδες άτομα.[3] Ο Mayer ετυμολογεί το όνομα Δινδάριοι από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dendhu- (όρος, κορυφή) και προτείνει την ετυμολογική συσχέτιση με το ορωνύμιο Ντίναρα των Δειναρικών Άλπεων,[4] σχέση ωστόσο, που από νεότερους μελετητές κρίνεται επιφανειακή.[5]
- Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφική Υφήγησις βιβλίο 2, 16: Κατέχουσι δὲ τὴν ἐπαρχίαν ἐχόμενοι μὲν ἀπὸ δυσμῶν τῆς Ἰστρίας Ἰάπυδες, ὑπὲρ δὲ τὴν Λιβουρνίαν δυσμικώτεροι Μαζαῖοι, εἶτα Δεῤῥίοπες καὶ Δέῤῥιοι, καὶ ὑπὲρ μὲν τοὺς Δεῤῥίοπας Δινδάριοι, ὑπὲρ οὓς Διτίωνες, ὑπὲρ δὲ τοὺς Δεῤῥίους Κεραύνιοι, ἐντὸς δὲ τῆς Δαλματίας Δαούρσιοι, ὑπὲρ οὓς (Μελ)κομένιοι καὶ Οὐαρδαῖοι, ὑπὲρ δὲ τούτους Ναρήνσιοι καὶ Σαρδιῶται, καὶ ἔτι ὑπὸ τούτους Σικουλῶται καὶ Πιροῦσται, καὶ Σκίρτονες πρὸς τῇ Μακεδονίᾳ.
- Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, βιβλίο 3, 143: nunc soli prope noscuntur Cerauni decuriis XXIIII, Daversi XVII, Desitiates CIII, Docleatae XXXIII, Deretini XIIII, Deraemistae XXX, Dindari XXXIII, Glinditiones XLIIII, Melcumani XXIIII, Naresi CII, Scirtari LXXII, Siculotae XXIIII populatoresque quondam Italiae Vardaei non amplius quam XX decuriis. praeter hos tenuere tractum eum Ozuaei, Partheni, Cavi, Haemasi, asthitae, Arinistae.