Διονυσιακή λατρεία

Αιγυπτιακό πάνελ ενδυμάτων με διονυσιακά θέματα, 5ος αιώνας. Η δημοτικότητα της λατρείας του Διονύσου, που εισήχθη στην Αίγυπτο από τους πρώτους Πτολεμαίους ηγεμόνες τον 3ο αιώνα π.Χ., συνεχίστηκε και στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους (4ος-7ος αιώνας).

Η Διονυσιακή λατρεία, ήταν η λατρεία που υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα, προς τον θεό Διόνυσο. Συνδέθηκε έντονα με τους Σατύρους, τους Κένταυρους και τους Σιληνούς και χαρακτηριστικά σύμβολά της Διονυσιακής λατρείας, ήταν ο ταύρος, το φίδι, οι τίγρεις,οι λεοπαρδάλεις, ο κισσός και το κρασί. Στον Διόνυσο ήταν αφιερωμένες οι γιορτές των Διονυσίων (μεγάλα Διονύσια) και των Ληναίων στην Αθήνα, καθώς και τα φαλληφόρια. Οι μυημένοι τον λάτρευαν στα Διονυσιακά Μυστήρια, τα οποία ήταν συγκρίσιμα και συνδεδεμένα με τα Ορφικά μυστήρια, και μπορεί να επηρέασαν τον Γνωστικισμό. Ο Ορφέας λέγεται ότι επινόησε τα Μυστήρια του Διονύσου. [1]

Η λατρεία του Διονύσου ανάγεται από την μυκηναϊκή εποχή και πριν, αφού το όνομά του βρίσκεται στις πινακίδες της Μυκηναϊκής Γραμμικής Β ως 𐀇𐀺𐀝𐀰 , di-wo-nu-so. Ο Διόνυσος εμφανίζεται συχνά να καβαλάει μια λεοπάρδαλη, να φοράει δέρμα λεοπάρδαλης ή να βρίσκεται σε ένα άρμα που το σύρουν πάνθηρες, και μπορεί επίσης να αναγνωριστεί από τον θύρσο που φέρει. Εκτός από το αμπέλι και το φυτό του κισσού, τα δύο ιερά γι' αυτόν, το σύκο ήταν επίσης ένα από τα σύμβολά του. Το κουκουνάρι που ακουμπούσε τον θύρσο του τον συνέδεε επίσης με την Κυβέλη.

Κύριο λήμμα: Βακχανάλια
Βάκχος του Καραβάτζιο

Τα Βακχανάλια, ήταν οι αντίστοιχες γιορτές του Διονύσου στην αρχαία Ρώμη. Εισήχθησαν στη Ρώμη περίπου το 200 π.Χ. λόγω της ελληνικών αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Λίβιο, οι πιστοί τιμούσαν τον Διόνυσο σε στενό κύκλο. Η γιορτή διαρκούσε 3 μέρες και γινόταν πάντα κάτω από το φως του ηλίου. Τα βακχανάλια τελούνταν αρχικά κρυφά και παρακολουθούνταν μόνο από γυναίκες. Στη συνέχεια όμως, η είσοδος στις τελετές επιτρέπηκε και στους άνδρες και οι εορτασμοί γίνονταν πέντε φορές το μήνα. Σύμφωνα με τον Λίβιο, η κατάσταση στις γιορτές είχε ξεφύγει το 186 π.Χ., με πολλούς συμμετέχοντες, όντας υπό την επήρεια κρασιού, να ασκούν σεξουαλική βία και να παραβρισκόντουσαν ερωτικά με ανθρώπους του ίδιου φύλου. Αυτό οδήγησε την Σύγκλητο να εκδώσει διάταγμα που να απαγορεύει τα βακχανάλια, έπειτα από μαρτυρία μίας δούλας στον Ύπατο για τα όργια που γινόντουσαν στις γιορτές. Από κει και έπειτα, χρειαζόταν ειδική άδεια από την Γερουσία, για να μπορεί κανείς να συμμετάσχει στις γιορτές. Παρά την αυστηρή τιμωρία που επιβλήθηκε σε όσους βρέθηκαν σε παράβαση αυτού του διατάγματος, τα Βακχανάλια δεν εξαλείφθηκαν, σε καμία περίπτωση στη νότια Ιταλία, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. [2]

Ο Διόνυσος εξισώνεται και με τον Βάκχο και τον Λίμπερ (επίσης Liber Pater). Ο Λίμπερ («ο ελεύθερος») ήταν θεός της γονιμότητας, του κρασιού και της ανάπτυξης, παντρεμένος με τη Προσερπίνα (Περσεφόνη). Οι γιορτές προς τιμήν του, ήταν τα Λιμπεράλια, που γιορταζόταν στις 17 Μαρτίου, αλλά σε ορισμένους μύθους οι γιορτές διεξαγόντουσαν επίσης στις 5 Μαρτίου. [3]

Μαρμάρινη κεφαλή του Διονύσου στα μουσεία του Καπιτωλίου, Ρώμη

Ο Διόνυσος κάτα καιρούς, εμφανιζόταν με διαφορετικό επίθετο, κυρίως ανάλογα την γεωγραφική θέση. Εμφανιζόταν μερικές φορές, το επίθετο "Ακρατοφόρος", με το οποίο ορίστηκε ως ο δωρητής του αμιγούς κρασιού και λατρευόταν στη Φιγάλεια της Αρκαδίας. Στη Σικυώνα λατρευόταν με το όνομα Ακρορείτης. Ως Βάκχος, ονομαζόταν από το λατινικό επίθετο "Adoneus", που σημαίνει «κυβερνήτης». Αιγοβόλος, «κατσικοκτόνος», ήταν το όνομα με το οποίο λατρευόταν στις Πότνιες της Βοιωτίας. Ως Αισυμνήτης ("ηγεμόνας" ή "άρχοντας") λατρευόταν στην Αρόη και στην Πάτρα της Αχαΐας. Ένα άλλο επίθετο ήταν ο Βρώμιος, «ο βροντερός» ή «αυτός της δυνατής κραυγής». Ως Δενδρίτης, «θεός των δέντρων», είναι ένας ισχυρός θεός της γονιμότητας. Ο Διθύραμβος χρησιμοποιείται μερικές φορές για να αναφέρεται σε αυτόν ή σε επίσημα τραγούδια που του τραγουδούν σε πανηγύρια. το όνομα αναφέρεται στην πρόωρη γέννησή του. Ο Ελευθέριος («ο ελευθερωτής») ήταν επίθετο τόσο για τον Διόνυσο όσο και για τον Έρωτα . Άλλες μορφές του θεού όπως αυτή της γονιμότητας περιλαμβάνουν το επίθετο στη Σάμο και τη Λέσβο "ενόρχης" («με όρχεις» [4] ή ίσως «στους όρχεις» σε σχέση με τον Δία που έραψε το μωρό Διόνυσο στον μηρό του, δηλαδή στους όρχεις του). Ο Ευήιος είναι ένα επίθετό του που χρησιμοποιείται εξέχοντα στο έργο του Ευριπίδη, Οι Βάκχες. Ίακχος (ελληνικά: Ἴακχος), πιθανώς ένα επίθετο του Διονύσου, συνδέεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Στην Ελευσίνα είναι γνωστός ως γιος του Δία και της Δήμητρας. Το όνομα "Ίακχος", προέρχεται από το "Ίακχο", έναν ύμνο που τραγουδήθηκε προς τιμήν του. [5] Με το επίθετο Λικνίτης, αναφέρεται ως θεός της γονιμότητας που συνδέεται με τις μυστηριακές θρησκείες. Επιπλέον, ο Διόνυσος είναι γνωστός ως Λυαίος ("αυτός που λύνει") ως θεός της χαλάρωσης και της απαλλαγής από την ανησυχία και ως Οινεύς, είναι ως θεός του πατητηρίου. [6]

Στο ελληνικό πάνθεον, ο Διόνυσος (μαζί με τον Δία) έχει τον ρόλο του Σαβάζιου, μιας φρυγικής θεότητας. Στο ρωμαϊκό πάνθεον, ο Σαβάζιος είναι εναλλακτικό όνομα για τον Βάκχο.

  1. hellasnow (11 Μαρτίου 2019). «Διονυσιακή λατρεία στην αρχαία Ελλάδα - Έκσταση,χορός και φύση». Hellas-Now. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2022. 
  2. «Βακχανάλια, οι διονυσιακές γιορτές της Ρώμης, στις οποίες οι συμμετέχοντες έχαναν κάθε έλεγχο συμμετέχοντας σε όργια. Όταν η Σύγκλητος επέβαλλε απαγόρευση, χιλιάδες έφυγαν κρυφά από την πόλη για να αποφύγουν τη σύλληψη». ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. 2 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2022. 
  3. gigatos (17 Νοεμβρίου 2021). «Θρησκεία στην αρχαία Ρώμη». Trenfo. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2022. 
  4. Kerenyi 1976:286.
  5. Ἴακχος. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project.
  6. «DIONYSUS TITLES & EPITHETS - Ancient Greek Religion». www.theoi.com. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2022. 
  • Βιβλίο "Τα ρεκόρ της αρχαιότητας"

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Cult of Dionysus στο Wikimedia Commons